Fractal

Η βιασύνη και η μοναξιά στη ζωή, ο κοινός παρονομαστής μας

Γράφει η Ιφιγένεια Θεοδώρου //

 

Αγγελική Σπανού «Απαρατήρητοι», Εκδόσεις Πόλις

 

Τρέχουμε, όλοι τρέχουμε, κυνηγάμε τον χρόνο, ποιός νοιάζεται για τον διπλανό του; Σκυφτοί από τις βαριές σκέψεις μας, σκυφτοί στην οθόνη του  κινητού  δυνάστη μας, καθημερινά συναντούμε δεκάδες πρόσωπα, που για λίγο περνούν από δίπλα μας, τους μιλάμε ή τους κοιτάμε χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον Ο ανυποψίαστος διπλανός στο μετρό ή στην διάβαση, ο κουλουράς στην πολύβουη διασταύρωση, ο περιπτεράς στην αυτοσχέδια αυλαία του περιπτέρου του. Κι όσο τρέχουμε τόσο περισσότερο κλείνει ο ορίζοντάς μας, κλείνει και το κουκούλι γύρω μας κι αδυνατούμε να δούμε πέρα από τον μεταξωτό τοίχο του προσωπικού μας κελιού. Πήραμε την ζωή μας λάθος;

Η Αγγελική Σπανού επιλέγει να δώσει φωνή σε ανθρώπους που έχουν πάρει τη ζωή τους λάθος. Οι αντιήρωές της είναι όλοι χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, ένα γυμνάσιο με το ζόρι, κυνηγούν τον επιούσιο έχοντας την ακινησία ως χαρακτηριστικό αυτού του αμφιλεγόμενου κυνηγιού. Το μοτίβο της ζωής τους είναι επαναλαμβανόμενο, η επανάληψη στην περίπτωσή τους δεν γεννά την μάθηση, αλλά την απογοήτευση και την αυτολύπηση.

Η ταμίας στο σούπερ μάρκετ, ο ντελιβεράς ή η υπάλληλος στα διόδια, ο θυρωρός στην πολυκατοικία  βιώνουν την ανία στην καθημερινότητά τους, την αδιάκοπη συναλλαγή, χωρίς τη παραμικρή ουσιαστική ανθρώπινη επαφή. Απαρατήρητοι. Κι όμως ο στείρος χρόνος τους προσφέρεται πολλές φορές για παρατήρηση και γίνονται αυτοί παρατηρητές των άλλων. Αυτοί οι απαρατήρητοι.

Η παρατηρητικότητα τους εξάπτει την φαντασία, κοινό  χαρακτηριστικό οι φαντασιώσεις τους, όλες σε συνάρτηση με τους δεκάδες πελάτες τους, όχημα ανακούφισης μετά το εξαντλητικό ωράριο στη αθέατη πλευρά της ζωής. Η ταμίας φαντασιώνεται το φιλί κάποιου πελάτη, ο ντελιβεράς ένα κοινό δείπνο για δυο γέροντες που τελειώνουν ολομόναχοι την μέρα τους, η κυρία στα διόδια φαντασιώνεται ότι με τον εραστή της σπάει την μπάρα της συζυγικής της ρουτίνας. Η υπάλληλος του δήμου που καθαρίζει τους δρόμους ονειρεύεται έναν παράδεισο γεμάτο νερά. Η τηλεφωνήτρια με τις στημένες φωτογραφίες της στο Instagram εξάπτει την φαντασία  των δεκάδων followers δημιουργώντας ένα προφίλ αντίθετο στην μονοτονία της φωνής της. Έχει κουραστεί να είναι η φωνή χωρίς πρόσωπο, στην εικονική πραγματικότητα προτιμάει να είναι ένα ενδιαφέρον πρόσωπο χωρίς φωνή. Αθέατες ζωές, στα αμπάρια σαν τους κωπηλάτες της γαλέρας. «…πιο κάτω , δεν έχει…» μονολογεί και η ίδια.

Από τύχη σ’ αυτή την πλευρά του κόσμου. Όλοι. Ο τραυματιοφορέας, έχοντας επιλέξει το άχαρο επάγγελμά του τυχαία, «φέρει το ίδιον τραύμα» ολημερίς . Μαζί με τους ασθενείς μεταφέρει την αρρώστια μέσα του, τον ανίατο φόβο που προξενεί αυτή η καθημερινή γειτνίαση με τον θάνατο. Η δική του φαντασίωση είναι ο χειρούργος ιατρός, ο μικρός θεός του σύμπαντός του, εκείνος που δίνει ή παίρνει ζωές, αναβάλλει τον θάνατο ή λαμβάνει  την δια βίου ευγνωμοσύνη των οικείων. Όταν βέβαια οι συγγενείς βρίσκονται στο πλευρό των αρρώστων, ο τραυματιοφορέας αντιλαμβάνεται πολύ έντονα την μοναξιά των εγκαταλελειμμένων  γερόντων στα τελευταία τους μοναχικά βράδια.

 

Οι απαρατήρητοι είναι πολύ ευάλωτοι σε αυτή την μοναξιά που κυριαρχεί γύρω τους. Την μυρίζουν πίσω από τις  πόρτες που ανοίγουν ίσα να χωρέσει το πακέτο με τα σουβλάκια, στα πρόσωπα που σπρώχνουν μισοάδεια ή γεμάτα καρότσια στα σούπερ μάρκετ, αναγνωρίζουν την απελπισία στα μάτια των προσφύγων που αναζητούν με απόγνωση κάπου να πιαστούν στον ξένο τόπο. Ο καθαρίστρια των δρόμων μοιράζει στα προσφυγόπουλα κούκλες των δικών της παιδιών και φροντίζει όσο μπορεί τα πρεζόνια που κοιμούνται στα πεζοδρόμια που καθαρίζει. Ο ντελιβεράς στις γιορτινές μέρες λυπάται τους μοναχικούς που τρώνε έτοιμο φαγητό. Το έτοιμο είναι συνώνυμο της βιασύνης και την αδιαφορίας, το φαγητό σημαίνει αγάπη και φροντίδα, είναι και ο ίδιος νοσταλγός  του φαγητού από τα χέρια της μάνας του, αντίδοτο στην φθοροποιό αδιαφορία για τον εαυτό του. «Μια ζωή χωρίς μέλλον» Κι ο κίνδυνος στην άσφαλτο παραμονεύει. Όμως τι χειρότερο από το να τρώει κανείς σουβλάκια τα Χριστούγεννα;

Οι άνθρωποι της Αγγελικής χρειάζονται μια καλή κουβέντα, όμως ελάχιστοι την αξιώνονται. Είναι αυτοί που πλημμυρίζουν ευγνωμοσύνη σαν την οδοκαθαρίστρια όταν δέχεται ένα λουλούδι από τον ανθοπώλη, μια μικρή ευγενική χειρονομία, ένα διάλειμμα στην αδιάκοπη μπόχα των σκουπιδιών.  Όταν λυσσομανάει ο καιρός το πουρμπουάρ είναι μεγαλύτερο, ποιος πάει για πίτσα με βροχή; «Κάνει κρύο έξω;»  Λίγοι ρωτάνε τέτοια πράγματα.

 

Αγγελική Σπανού

 

Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Η μονοτονία του ίδιου θεατρικού έργου κάθε βράδυ στην σκηνή, θάνατος για τον πρωταγωνιστή όχι όμως για την αόρατη ταξιθέτρια της πλατείας. Παρατηρήτρια των ηθοποιών και των θεατών, η  πλήξη δεν έχει θέση στο θέατρο της ζωής της και η φαντασίωση να  ανεβεί στο σανίδι έχει εξοβελισθεί δια παντός από το μυαλό της. Αόρατη κι απαρατήρητη για τους συντελεστές της παράστασης πηγαινοέρχεται στο φουαγιέ και στα παρασκήνια, στη σκηνή και στα καμαρίνια, έχει μάθει να αιωρείται την ώρα της παράστασης ανάμεσα στην πραγματικότητα και την μαγεία του θεάτρου. Η τέχνη ως τρόπος ζωής, ίαμα στην αρρώστια.

Η βιασύνη και η μοναχικότητα των πελατών μεταγγίζεται και στους αντιήρωες του βιβλίου. «Άνθρωποι στην τσίτα», δεν υπάρχει χρόνος για να βρουν άλλη δουλειά, δεν υπάρχει χρόνος για σχέσεις. Σχέσεις ελάχιστες  χωρίς σωματική επαφή ή σχέσεις αδιέξοδες, βιαστικές, εξωσυζυγικές, σαν τους οδηγούς που περιμένουν ανυπόμονα να σηκωθεί η μπάρα για να φύγουν. Προς τα πού; Πέρα από την μπάρα η ζωή είναι ίδια. Όλα ίδια , ανυπόφορα. Κι αυτός ο εραστής το ίδιο μονότονος, η γυναίκα στα διόδια  φαντασιώνεται κάποιον άλλον, τον διαφορετικό, τον άγνωστο. Αλλάζει όνομα. Το Φωτεινή γίνεται Φαίη, σχήμα τόσο οξύμωρο, αφού το Φωτεινή εμπεριέχει το φως που της λείπει και το Φαίη, το  όμορφο όνομα , το διαφορετικό, έχει το χρώμα το φαιό, το σκούρο  χρώμα της πραγματικής της ζωής. Απογοήτευση. Μόνιμο ρεφραίν .

Η Αγγελική Σπανού δεν δανείζεται οικογενειακές ιστορίες για να πλέξει την πλοκή της. Δανείζει το μολύβι της στα αληθινά πρόσωπα για να γράψουν εκείνα την ιστορία τους. Με  την δυνατή της δημοσιογραφική πένα βουτάει στο μελάνι της λογοτεχνίας και δίνει ένα ώριμο δείγμα ανθρώπινης ευαισθησίας για τον Άλλον, που κυκλοφορεί δίπλα μας, τον άγνωστο που προσπερνάμε καθημερινά, του μιλάμε  χωρίς να τον βλέπουμε .

Μας προτρέπει με τον τρόπο της να γυρίσουμε αύριο το κεφάλι μας προς το μέρος του.

«Γιατί σας κάνει εντύπωση που φοράω σακάκι; Μου αρέσουν πολύ τα ταγιέρ… Ποιος θα καταλάβαινε ότι είμαι οδοκαθαρίστρια;»

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top