Fractal

«Θυμάσαι από πότε άρχισες να θυμάσαι;»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Νίκος Δαββέτας «άντρες χωρίς άντρες», εκδ. Πατάκη

 

«Είτε μαρμάρινα είτε μπρούτζινα, όλα τα μνημεία πεσόντων τα περιστέρια τα χέζουν. Γι’ αυτό, καλέ μου φίλε, ένα κενοτάφειο από λέξεις δεν μου λέει απολύτως τίποτα.

»Όταν γράφεις, δημιουργείς μια εναλλακτική πραγματικότητα, δραπετεύεις ή κρύβεσαι μες στις ζωές των ηρώων σου. Αλίμονο αν απολέσουμε αυτή τη δυνατότητα».

Απ’ ότι φαίνεται και ως λαός, εμείς επιλέξαμε ακριβώς την δεύτερη δυνατότητα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ο Νίκος Δαββέτας που συνηθίζει να αντικατοπτρίζεται η Ιστορία μέσα απ’ τα πρόσωπα του μύθου του, για μια ακόμα φορά αυτό ακριβώς κάνει. Με τον καλύτερο τρόπο. Καλύπτοντας το μεγαλύτερο κομμάτι της Ιστορίας.

Μεταθέτοντας τις ρίζες, το παρελθόν μας, στη σχέση ενός γιού με τον πατέρα, (εξάλλου αυτό δεν κάνει και ο συγγραφέας στο Πινόκιο; απεικονίζει το πρόσωπο του Θεού σ’ εκείνο του μαραγκού- δημιουργού –πατέρα), μέσα από πολλαπλές αφηγήσεις, όπου δυο γιοί- συγγραφείς και οι δυο, καθόλου τυχαία- μιλούν κατ’ εξοχήν για τον πατέρα του ενός, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει κι ο άλλος, ο κατ’ εξοχήν κεντρικός αφηγητής την δική του πατρική απώλεια.

«Στο Παρίσι ή θα έγραφα ή θα πέθαινα. Ή θα άφηνα ένα ελάχιστο ίχνος πίσω μου ή δεν θα άφηνα τίποτα. Ήθελα να θυμούνται, εμένα, τα έργα μου. Κανείς δεν σε θυμάται από τις κρυφές σου σκέψεις, τις ανομολόγητες προθέσεις, τις μαρτυρίες που ουδέποτε είχες το θάρρος να μαρτυρήσεις». Ισχυρίζεται εκείνος με το πιο βεβαρημένο παρελθόν και το πιο δοξασμένο παρόν, ο ένας εκ των δυο φίλων που προκειμένου να ξεφύγει από το βαρύ παρελθόν ενός παρακρατικού πατέρα, καταφεύγει στο Παρίσι, γράφει και –ω του θαύματος- αναγνωρίζεται. Χρησιμοποιώντας για επίθετό του το επίθετο της μητέρας και συχνά ως δάνειο το ατύχημα του ήρωα πατέρα του φίλου του.

Κι ο φίλος του γράφει, και πρωτύτερα μάλιστα, μπορεί και καλύτερα. Κουβαλώντας ωστόσο ένα άλυτο πένθος, τη δική του ορφάνια, υποβάλει ακόμα πρωτόλεια κείμενα στον παριζιάνο φίλο του, με αυθεντικές αναμνήσεις, γράφοντας ένα διήγημα για τον δικό του πατέρα. Στο τέλος, ωστόσο, είναι εκείνος που αφηγείται μέσα από τη σχέση τους το παρελθόν και του δικού του αλλά και του άλλου, του αμφιλεγόμενου και σκοτεινού παρακρατικού πατέρα.

Ξεκινώντας τον αφηγηματικό μίτο από κρεβάτι σε κρεβάτι, ο φίλος του επιμένει ότι έχει μνήμες από σπερματοζωάριο, και καταλήγοντας στο νεκροκρέβατο ενός αινιγματικού και υπό αμφισβήτηση πατέρα, περνά πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία και κρίση, ήρωες κι αντιήρωες, καλό και κακό, ηθικό κι ανήθικο, δανεικό αλλά και δικό μας σε ένα διαρκές σινεμασκόπ, πυκνό και ποιητικό, την έχει την δυνατότητα αυτή ο Νίκος Δαββέτας, με ποιητική ακρίβεια και πυκνότητα να διαβάζει λοξά σε όλα του τα βιβλία (στην «Εβραία νύφη» το Ολοκαύτωμα, στο «Ωστικό κύμα» τη σύγχρονη τρομοκρατία, στον «Ζωγράφο του Μπελογιάννη» του εμφύλιο) την Ιστορία.

Στήνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ένα γαϊτανάκι αφηγήσεων, οι δυο φίλοι αφηγούνται ο ένας για τον πατέρα του άλλου, ο ετοιμοθάνατος πατέρας εξομολογείται τον γιο του μια επιβαρυμένη ζωή με σκοπό πάντα την επιβίωση και την απόκρυψη, η ομοφυλοφιλία του ωστόσο ακόμα και τη- δουλειά- του- χαφιέ κάποια στιγμή του στοιχίζει, ξεδιπλώνει την κοινή ιστορία πολλών ανθρώπων, οι περισσότεροι εξάλλου αυτό δεν είμαστε; ή γιοι του ήρωα ή του παρακρατικού ή κι ενός αγνώστου απ’ ό,τι αποδεικνύεται, από μια τελευταία εξέταση αίματος, πατέρα.

Αλλά και πάλι όλα είναι υπό αμφισβήτηση:

«Γνώρισα πολλούς ήρωες στα νιάτα μου. Μόνο που ήρωες τους βάφτισαν αργότερα, όταν δεν είχε πια κανένα νόημα. Οι πραγματικά ήρωες είναι πάντα νεκροί».

«Οι άνθρωποι ερωτεύονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, χωρίζουν, ξαναπαντρεύονται, αρρωσταίνουν, ξεψυχάνε. Ενδιάμεσα, τρώνε, δουλεύουν, μεθάνε, αφοδεύουν, κοιμούνται, ξυπνάνε, ξανακοιμούνται. Αυτό περίπου είναι η ζωή. Ζωή δεν είναι η φιλοσοφία, τα ποιήματα, τα βιβλία, ο κινηματογράφος, η αφηρημένη ζωγραφική, ο Μπαχ, ο Πικάσσο, ο Μπρακ, ο κόμης Λωτρεαμόν. Αστεία πράγματα. Ακόμη κι αυτοί που ξυπνάνε με το μυαλό τους κολλημένο στην επινόηση ενός ιερού σκοπού, μιας αποστολής, λησμονούν το βασικό: πρώτη αποστολή είναι η επιβίωση».

«Πάντα να βρίσκεις τον τρόπο να επιπλέεις ωραίος σαν νούφαρο, δίχως καμιά ρίζα. Ν’ ακολουθείς τη ροή του ποταμού. Αυτό είναι ζωή. Μόνο τις δίνες να προσέχεις, εκεί όπου το νερό από διάφανο γίνεται σκούρο πράσινο και σε τραβά κάτω, στον πάτο με την παχιά λάσπη. Μπορεί και να μη σε βρουν ποτέ».

 

Νίκος Δαβέτας

 

Ένα μονάχα δεν σηκώνει αμφισβήτηση: ο μεγάλος χαφιές, το αίμα.

«Μεγάλος χαφιές το αίμα. Στυγνός πληροφοριοδότης. Όλα τα ξερνάει: προγόνους, αρρώστιες, επιπλοκές, καταγωγή, ανατροφή, κληρονομιά. Αρκεί μια σταγόνα μεγεθυσμένη και ο γιατρός σαν καλός μάγος, βλέπει στη γυάλινη σφαίρα του τα περασμένα, προλέγει τα μελλούμενα, βάζει το παρόν σ’ άλλες ράγες. Τι κληρονομώ εγώ και από ποιόν; Ποιος είναι αυτός που κατοικεί στο αίμα μου;»

Δυο αφηγήσεις μέσα στην αφήγηση με εγκιβωτισμένα ως δύο διηγήματα την ηρωική ζωή του απολεσθέντος πατέρα. Με κοινό παρανομαστή την «ζωντανή ορφάνια» τους όπως γράφτηκε, μέσα σε κοινό ιστορικό πλαίσιο αλλά και αντικατοπτρισμούς που τους κάνουν ώρες- ώρες ίδιους: γεννημένοι την ίδια χρονιά, έχουν όμοιο πατρώνυμο και οι δυο καθοριστικούς για τη ζωή τους θείους, γράφουν κι οι δυο τους επινοώντας τον εαυτό τους και μια ανεκτή πραγματικότητα, και μόνο ως «ο αφηγητής» ή ως «μη γιος» τελικά να αντέχουν το πραγματικό χάος.

Με δυο ήρωες τόσο όμοιους και τόσο διαφορετικούς σαν αντικριστά κάτοπτρα και αφηγήσεις επί αφηγήσεων, ο Νίκος Δαββέτας ξαναδιαβάσει την ατομική και την συλλογική ιστορία μας «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», αποδίδοντάς μας μυθιστορηματικά και κάπως συμβολικά ό,τι αντέχουμε: τις ρίζες μας. Θολές, ματωμένες, διχασμένες αλλά στο νεκροκρέββατο, τελικά, μονοιασμένες.

Ένα βιβλίο για πατέρες και γιους σε πρώτο επίπεδο που αποκαλύπτει ρίζες, αλλοτριωμένες ή ψευδαισθησιακές μνήμες, το συλλογικό μας ασυνείδητο, με την τέχνη, πάντα, ευτυχώς να μας σώζει. Κι αυτό ο συγγραφέας το κάνει πράξη σε όλα του τα βιβλία. Με τρόπο αριστοτεχνικό και γενναίο, μάλιστα, σε αυτό εδώ το τελευταίο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top