Fractal

Μία οξυδερκής ματιά σε μία ρημαγμένη οικονομικά και ηθικά χώρα

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

«άντρες χωρίς άντρες» του Νίκου Δαββέτα, Εκδόσεις Πατάκη

 

Λιτός και ταυτόχρονα βαθιά εξομολογητικός, εξαιρετικός μελετητής της παθογένειας της ελληνικής κοινωνίας που λες και μεταφέρεται αυτούσια, αμετάβλητη σαν ανεξίτηλος λεκές στο πέρασμα των χρόνων, ο Νίκος Δαββέτας στο έργο του «άντρες χωρίς άντρες» αφηγείται την ιστορία του με τρόπο δωρικό, με τη χαρακτηριστική του κοινωνικά προσανατολισμένη γραφή: ένας πατέρας και ένας γιος οι βασικοί πρωταγωνιστές,  γύρω τους απλώνονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες, άλλοτε παρόντες και άλλοτε απόντες, η απουσία εγγράφεται κάποτε πιο έντονα από την παρουσία, ο φίλος του γιου, ο δικός του πατέρας που χάθηκε νωρίς, θείοι, μητέρες, τροφοί. Ταυτόχρονα, ένας ακόμη αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής, μία χώρα πληγωμένη, ένας κόσμος τσαλακωμένος, ολόκληρη η νεότερη ελληνική ιστορία με απαράμιλλη δεξιοτεχνία και χάρη στη συγγραφική οικονομία του Νίκου Δαββέτα εγκλωβίζει τους ήρωες  και πρωταγωνιστεί εξίσου στο έργο αυτό. Η ιστορική αφήγηση όχι μόνο εκτυλίσσεται παράλληλα αλλά μπολιάζει τους χαρακτήρες, τους καθορίζει, τους διαμορφώνει.

Ένας πατέρας, λίγο πριν το τέλος, αφηγείται στον γιο του την ιστορία του. Από Χίτης στην κατοχή, τυχάρπαστος χουντικός και ενδιάμεσα ένας εγκιβωτισμένος συστημικός που προσπαθεί να κρύψει την ταυτότητά του, αυτή του ομοφυλόφιλου, φενακίζει υποδυόμενος ρόλους ανάλογα με την εποχή του και προβαίνει σε έναν «κατά συνθήκη» γάμο. Καθώς η αφήγηση προχωρά, μέσα από τις χαραμάδες της εξομολόγησης, ξεπηδά η εθνική μας φρεναπάτη….προδοσίες, χρόνια χαμένα, αγώνες σκληροί, απογοητεύσεις, η Ελλάδα μια χώρα που προχωρά στα τυφλά, θύτης και θύμα της ματαιοδοξίας της.

Με μία εξιστόρηση που περνά με άνεση από το συλλογικό στο προσωπικό, από την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια στο αδιάκριτο σφάλμα, η μνήμη ως κοινωνική πραγματικότητα και ως απαραίτητο συστατικό των ανθρώπινων σχέσεων, η απουσία ουσιώδους ταυτότητας (με κοινωνικο-πολιτικές προεκτάσεις) ως συνώνυμο της κοινωνικής αποσύνθεσης αλλά και ως αίτιο πρόκλησης ατομικού τραύματος, σε ένα έργο στιβαρό και συνταγμένο με την απατηλά φειδωλή αφήγηση του συγγραφέα, γύρω από την τις αυταπάτες μίας κοινωνίας που υποκύπτει σε χρόνο εξακολουθητικό, παραδομένη στα πολλαπλά της σφάλματα.

Οι προθέσεις του συγγραφέα γίνονται ξεκάθαρες ήδη από τον τίτλο, «άντρες χωρίς άντρες», δεν χαρίζει κανένα γράμμα κεφαλαίο, άλλωστε οι άντρες της ιστορίας του θα χαράμιζαν τη βαρύτητα της σημασίας ενός κεφαλαίου «Α», ο Νίκος Δαββέτας έχει σίγουρα στο νου του πολλούς, πάρα πολλούς που συμμετείχαν σε αυτή τη διαδικασία προσωπικής, αρχικά, και εθνικής, στη συνέχεια, απαξίωσης. Πρόκειται εξάλλου για τυπικά δείγματα ανδρών που ουδέποτε ωρίμασαν, ουδέποτε μεγάλωσαν ουσιαστικά, αντίθετα αφέθηκαν, παρασύρθηκαν, βολεύτηκαν, τακτοποιήθηκαν σε ένα πλέγμα κοινωνικών συμβάσεων που απαγορεύει οτιδήποτε ξεφεύγει από το «κανονικό», η έννοια του οποίου με ελαστικότητα περισσή και εξέχουσα προσαρμοστικότητα μεταβάλλεται ανάλογα με τις απαιτήσεις της εποχής με μία αμετάβλητη απάθεια.

Σε αυτή τη χαρακτηριστική συγγραφική δωρικότητα, όσα αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη και όσα υπονοούνται είναι εξίσου ισχυρά με αυτά που εικονοποιεί  ο συγγραφέας, νιώθουμε έναν ρυθμό που ανασαίνει, καθώς ξεδιπλώνεται τούτο το έργο/ψυχογράφημα. Κάθε λέξη είναι βαθιά μελετημένη, τοποθετημένη με ακρίβεια σαν ψηφίδα, άλλοτε φωνάζει, άλλοτε ψιθυρίζει, άλλοτε αγκυλώνει και άλλοτε ξεσηκώνει, χωρίς ίχνος υπερβολής ή ανάγκη καλλωπισμού, η πλοκή εμπλουτίζεται με εξαιρετικά κομμάτια vintage εμπειρίας (η πολύ πετυχημένη ραδιοφωνική σειρά της δεκαετίας του ΄60 Το σπίτι των ανέμων, έχει βρει μία ταιριαστή θέση στη ροή της αφήγησης).

Δίπλα στο κρεββάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα ο γιος του και λίγο πιο πέρα στο πλάνο, ο φίλος του γιου. Η αφήγηση εναλλάσσεται γοργά, πρώτο πρόσωπο, τρίτο πρόσωπο, ποιος πατέρας και ποιος γιος, μία μνήμη γεμάτη κενά, απουσίες, προσωπεία, μυστικά και λάθη. Χωριά χαμένα σε σκονισμένο χάρτη, ο φόβος της προδοσίας, η λαχτάρα της επιβίωσης, οι ορμές της ανθρώπινης φύσης, μια ιστορία στο περιθώριο της Ιστορίας, ανήλιαγα υπόγεια, μαραμένες αυλές, ιδρωμένα κορμιά, προσεκτικά διαλεγμένα ψέματα, ένα παιδί που γίνεται γιος, κλεμμένα χρόνια, μία ζωή γεμάτη ανυπόκριτη υποκρισία, όλα τούτα χωρούν κάτω από το ίδιο δέρμα, διαλαλούν στη σιωπή :

Πάντα να βρίσκεις τον τρόπο να επιπλέεις, ωραίος σαν νούφαρο, δίχως καμία ρίζα. Ν’ακολουθείς τη ροή του ποταμού. Αυτό είναι ζωή. Μόνο τις δίνες να προσέχεις….Μπορεί και να μη σε βρουν ποτέ.» (σελ. 168)

 

Νίκος Δαβέτας

 

Τα ζευγάρια πατέρα και γιου (μαζί με το βασικό δίδυμο, σε λιγότερο ίσως φωτισμένη σκηνή, ο φίλος, επίσης αφηγητής και ο πατέρας που τον έχασε σε μικρή ηλικία) αλληλοσπαράσσονται στο σκοτάδι, γενιές προδομένες, το έντονο συναίσθημα της έλλειψης, θυμός και απογοήτευση, το δικαίωμα της επιλογής ή η στέρηση επιλογών, η ταυτότητα σε όλα τα επίπεδα. Ένας πατέρας, ο επονομαζόμενος Λώρης, που πόρρω απέχει από τα πρότυπα, με λαθρόβια ζωή ως καταφύγιο αλλά και ως καταδίκη και ένας άλλος που μένει στη λήθη, παρά στη μνήμη. Οι δύο πατέρες μοιράζονται το ίδιο κύριο όνομα : Χρήστος. Αυτό είναι το μόνο κοινό τους στοιχείο.

Απέναντί τους, οι γιοι, περισσότερο ευάλωτοι παρά ανδρωμένοι, βασανίζονται μεγαλώνοντας ως άνδρες χωρίς άνδρες καθώς η απουσία του πατέρα τους καθορίζει περισσότερο από οτιδήποτε, αποστερώντας τους από την αναγκαία σχέση αλήθειας και εμπιστοσύνης που θα τους προσέφερε ένα συναίσθημα σιγουριάς, αυτοπεποίθησης και πληρότητας στην πορεία προς την ενηλικίωση και θα τους χάριζε την αναγκαία συναισθηματική ισορροπία, δεδομένου ότι η μητρική παρουσία στο έργο αυτό είναι ελάσσονος σημασίας. Οι μητέρες είτε φεύγουν για να γλιτώσουν είτε πολύ σύντομα αποφασίζουν να απαλλαγούν από το άχθος της μνήμης εξοβελίζοντας οριστικά τον εκλιπόντα πατέρα από την οικογενειακή ανάμνηση. Η συμβολική ταύτιση με την πατρική φιγούρα παραλείπεται με επώδυνα αποτελέσματα για τους δύο γιους. Ως σημείο κορύφωσης στον τομέα των σχέσεων που τελικά μένουν ανολοκλήρωτες, είναι το σημείο όπου ο γιος του βασικού αφηγητή, επιτυχημένος συγγραφέας πια στο Παρίσι, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του από μία καθυστερημένη αποκάλυψη. Όμως τι είναι αυτό που περισσότερο τον συγκλονίζει; Η αλήθεια, η απόκρυψη αυτής ή το γεγονός ότι αυτός ο άντρας που θεωρεί ανάξιο κάθε εκτίμησης για λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς, ταξικούς, εκεί στη ρωγμή της θύμησης έρχεται να γεμίσει το κενό με τη ζεστασιά συναισθημάτων από καιρό ξεχασμένων; Πώς λυτρώνεται κανείς από το προπατορικό αμάρτημα; Μπορεί κανείς να συγχωρήσει; Τι χρειάζεται για να γεμίσει το κενό; Αγάπη, ίσως….

«Φαίνεται πως φυλούσα χρόνια τώρα μέσα μου, καταχωνιασμένη, τούτη τη λαμπερή εικόνα, σαν της ζωής μου τη μόνη πραγματικά πλήρη ευτυχία». (σελ. 230)

Πολυεπίπεδο και στοχαστικό, αφαιρετικό μα και ρεαλιστικό, ένα έργο που σημαδεύει κατευθείαν το στόχο του: μία κοινωνία άνανδρη, θρασύδειλη, δεν μπορεί να αναθρέψει πολίτες με στιβαρή, ενσυνείδητη πολιτική θέση. Με εντυπωσιακή συγγραφική δύναμη, ο Νίκος Δαββέτας μας χαρίζει, για άλλη μια φορά, ήρωες παραστατικούς που δρουν σε ένα θρυμματισμένο σύμπαν, σε ένα έργο θαυμαστής ψυχολογικής ακρίβειας. Το έργο «άντρες χωρίς άντρες» επιβεβαιώνει τη σπουδαία καλλιτεχνική κλάση του συγγραφέα, ο οποίος υπογράφει άλλο ένα συναρπαστικό σε ιδέες  κοινωνικό δράμα με βαθιές υπαρξιακές ρίζες πάνω στις σχέσεις αλληλοεπίδρασης κοινωνίας/πολιτών, τόσο ως μελών του συνόλου αλλά και ως μεμονωμένων ατόμων,  αλλά και την αλλαγή ηθών και αξιών στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Μία οξυδερκής ματιά σε μία ρημαγμένη οικονομικά και ηθικά χώρα, ένα μάθημα συγγραφικής λιτότητας, κοινωνικής ανάλυσης, πολιτικής ανεπάρκειας και η αδιέξοδη πορεία του ατόμου, δαιδαλώδης μέσα στις κοινωνικές στενωπούς που συναντά ολοένα. Την ίδια στιγμή, δυσλειτουργικές, εδώ και δεκαετίες, οικογένειες, τα μέλη των οποίων λέγοντας κάθε είδους ψέματα, πρώτα στον εαυτό τους και κατόπιν στους γύρω τους, υποφέρουν γιατί αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους έως ότου μία κάποια συγκυρία φέρει στο φως αποκαλύψεις που θέτουν τον καθένα προ των ευθυνών του, ενώ η ανάγκη για λύτρωση έρχεται, κάποτε, με τρόπο τραυματικό.

 

«Άκουγα όμως τον ήχο του κουδουνιού από μέσα, τις νυχιές στο σάπιο ξύλο, και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κατέβω από τα γόνατα του πατέρα μου, να συρθώ ως την είσοδο και να μου ανοίξω επιτέλους την πόρτα». (σελ. 232)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top