Fractal

«Όποιος σηκώνει κεφάλι, πρέπει να έχει γερό σβέρκο»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Νίκος Δαββέτας «Άντρες χωρίς άντρες», εκδ. Πατάκη

 

«Μεγάλος χαφιές το αίμα. Στυγνός πληροφοριοδότης. Όλα τα ξερνάει: προγόνους, αρρώστιες, επιπλοκές, καταγωγή, ανατροφή, κληρονομιά. Αρκεί μια σταγόνα μεγεθυσμένη και ο γιατρός σαν καλός μάγος, βλέπει στη γυάλινη σφαίρα του τα περασμένα, προλέγει τα μελλούμενα, βάζει το παρόν σ’ άλλες ράγες. Τι κληρονομώ εγώ και από ποιόν; Ποιος είναι αυτός που κατοικεί στο αίμα μου;»     

Το ξόρκισμα της πατρικής μορφής, η ανασύνθεση του προσώπου του πατέρα από τον γιο, είναι μια διαχρονική πρόκληση που καταλαμβάνει πολλές σελίδες ιστορίας της λογοτεχνίας. Ο πατέρας υπήρξε πηγή έμπνευσης για πολλούς διάσημους ξένους συγγραφείς, όπως ο Κάφκα, ο Φίλιπ Ροθ, ο Νάιπολ. Αλλά και για νεώτερους, όπως ο Joann Sfar, o Αλεχάντρο Παλόμας, ο Φασιολίνσε. Η πατρική μορφή άλλοτε πολυαγαπημένη και άλλοτε αμφισβητούμενη ενέπνευσε και αρκετούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Μεταξύ αυτών τον Ηλία Μαγκλίνη, τον Χρήστο Αστερίου, και βέβαια τον γνωστό ταλαντούχο ποιητή και πεζογράφο Νίκο Δαββέτα. 

Το «Άντρες χωρίς άντρες» είναι ένα βιβλίο γραμμένο με ρεαλισμό, γενναιότητα αλλά και τρυφερότητα. Αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι η δομή του, οι παράλληλοι και εμπλεκόμενοι μεταξύ τους διάλογοι, που με ιδιαίτερη τεχνική στήνει ο συγγραφέας, διάλογοι που απαιτούν την προσοχή του αναγνώστη, η συμπαγής  γραφή του, η αποστασιοποιημένη από συναίσθημα αφήγηση, η δεξιότητα του, παρ’ αυτά, να δημιουργήσει ζωντανούς ήρωες, που σαγηνεύουν και καταφέρνουν να συγκινήσουν τον αναγνώστη. Οι ιστορίες των ηρώων σπαρακτικές, με εκφράσεις υποφώσκουσας ποίησης, ρίχνουν φως στα κρυμμένα μυστικά τους. Τα πρόσωπα επηρεάζουν και επηρεάζονται από την Ιστορία που ρέει παράλληλα με τις εξομολογήσεις, μέσα από δύο ακραία αντίθετες ιδεολογικές πηγές.

Ο Δαβέττας σε σημείωμά του δηλώνει ότι όλα σχεδόν τα πρόσωπα του μυθιστορήματός του είναι φανταστικά εκτός από δύο – τρία ιστορικά που αναφέρονται μόνο και μόνο για να ”χρωματίσουν” τη συγκεκριμένη περίοδο.

    Ίσως η επινόηση του μύθου να υπήρξε αφορμή για την αναδρομή, που ρίχνει φως σε αρκετές σκοτεινές περιόδους της μεγάλης Ιστορίας της χώρας μας.

  «Κάθε καθεστώς στηρίζεται σε ανθρώπους, σε πολλούς ανθρώπους, αλλιώς δεν στέκεται ούτε μια μέρα. Βέβαια, στη συνέχεια, οι περισσότεροι αποδείχτηκαν αχάριστοι, για τον Νοέμβρη του εβδομήντα τρία λέω. Και τι κατάλαβαν που έδιωξαν τον Μαρκεζίνη; Ήρθε στη θέση του ο παράφρων Ιωαννίδης… Όποιος σηκώνει κεφάλι, πρέπει να έχει γερό σβέρκο.» 

Τα κύρια πρόσωπα είναι τρία. Δύο φίλοι γεννημένοι τη δεκαετία του ’60, συμφοιτητές στη Νομική, καταλήγουν από επιλογή συγγραφείς. Ο ένας καταφέρνει να γίνει διάσημος στη Γαλλία, χρησιμοποιώντας το επίθετο της μητέρας του, πράγμα που ξενίζει τον φίλο του.

 «Μα το σημαντικότερο για μένα βρίσκεται στη λογοτεχνική υπογραφή που υιοθέτησε. Από την αρχή ακόμη της σταδιοδρομίας του, υπέγραφε με το επώνυμο της μητέρας του. Κάποτε σε ανύποπτο χρόνο τον ρώτησα δισταχτικά γι’ αυτή την επιλογή και μου απάντησε πως το μητρικό επώνυμο ακουγόταν πιο εύηχο και πιο “δυτικό”». 

Η σχέση τους από κάποιο σημείο και μετά γίνεται στενή και ειλικρινής με εξομολογήσεις προσωπικών μυστικών, χαρακτηριστικό ασύνηθες στις αντρικές φιλίες.

Αφηγητής ο άλλος, που γράφει, από την αρχή της καριέρας του χωρίς να έχει αναγνωριστεί. Με καταβολές αριστερές και πατέρα που σκοτώθηκε σε ένα δυστύχημα. Η αφήγηση γίνεται με συνεχείς αναδρομές.

Τρίτο πρόσωπο ο πατέρας του διάσημου συγγραφέα, Χρήστος Λούλης, με ακροδεξιό παρελθόν. Ο Χρήστος κυνηγημένος, από το χωριό του καταφεύγει στην Αθήνα, το ίδιο κυνηγημένος και πάμπτωχος, κρύβεται και μετακομίζει διαρκώς. Σε δεύτερο πλάνο  ο αδελφός του Μιχάλης, καταφέρνει να γίνει υφυπουργός στη διάρκεια της δικτατορίας. Ο γιος του Χρήστου προσπαθεί να ξεδιαλύνει το κουβάρι των μετακομίσεων, των συμπεριφορών της πάντα θλιμμένης μάνας του, που τελικά τους εγκαταλείπει.

      «Οι αναμνήσεις, λέω πάντα, μεταδίδονται από στόμα σε στόμα – καμιά φορά δημιουργούνται κιόλας.»

Ο Χρήστος γερασμένος και ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο, διηγείται στον γιο του, που ήρθε από τη Γαλλία, τη ζωή του. Πρόκειται για μία παράλληλη αφήγηση με την κεντρική. Ο συγγραφέας αρέσκεται στην τεχνική των πολλαπλών αφηγήσεων, την οποία υπηρετεί με μεγάλη δεξιότητα. Ο Χρήστος εξομολογείται το πολιτικό παρελθόν του ως παρακρατικού.

 

Νίκος Δαβέτας

 

«Πάντα να βρίσκεις τον τρόπο να επιπλέεις, ωραίος σαν νούφαρο, δίχως καμιά ρίζα. Ν’ ακολουθείς  τη ροή του ποταμού. Αυτό είναι ζωή. Μόνο τις δίνες να προσέχεις, εκεί όπου το νερό από διάφανο γίνεται σκούρο πράσινο και σε τραβά κάτω, στον πάτο με την παχιά λάσπη. Μπορεί να μη σε βρουν ποτέ.»

Εξομολογείται, επίσης, ότι υπήρξε σε όλη του τη ζωή ομοφυλόφιλος, πράγμα που ήταν σε γνώση του αδελφού του, που τον κάλυπτε. Ο γιος, που είχε ακούσει κάποιες αόριστες φήμες, τις είχε αποδώσει στο μίσος που υπήρχε για το πολιτικό παρελθόν του. Δηλώνει στον φίλο του: «Αν ήμουν κορίτσι θα έβλεπα καθαρότερα. Κάτι τέτοιες ”αποκλίσεις” τα θηλυκά τις οσμίζονται από τα δέκα μέτρα».

Εκείνο, το βασικό που δεν είχε υποπτευθεί και που ο ίδιος ο πατέρας του τού το εξομολογείται τον αφήνει προβληματισμένο.

Στο δεύτερο μέρος μία αντιπαράθεση μεταξύ των δύο φίλων συγγραφέων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η παρεξήγηση λύνεται με κάποιο τρόπο όταν ο αφηγητής απελπισμένος από τα στενά οικονομικά, μέσα στην τελευταία μακριά οικονομική κρίση, γύρω στο 2010 επισκέπτεται τον φίλο του στο Παρίσι, όπου έχει την ευκαιρία να του διαβάσει την τελευταία νουβέλα του.

Η αφήγηση γίνεται πιο γλαφυρή, ο συγγραφέας μειώνει την απόσταση από το κείμενό του, οι σκηνές είναι συγκινητικές.

«Και ο ήχος έφερε επιτέλους την εικόνα. Στην αρχή θολή, σαν να προσπαθεί η μνήμη να νετάρει στα πρόσωπα χωρίς επιτυχία. Ακολουθούν πλάνα ασπρόμαυρης ταινίας, που ξαφνικά γίνεται έγχρωμη: είμαι ιδρωμένος, μούσκεμα, αυτός μου αλλάζει φανελάκι, βρακάκι, με σκουπίζει σε όλο το σώμα μ’ ένα σφουγγάρι, απλώνει μπλε οινόπνευμα γύρω από το λαιμό. Διαλύει μισή ασπιρίνη σ’ ένα κουταλάκι χαμομήλι και μου τη δίνει να την πιω με το ζόρι. Ύστερα με βαστά όρθιο, τυλιγμένο στη γαλάζια κουβέρτα […] Κρατώ με κόπο τα μάτια μου ανοιχτά. Τον κοιτάζω. Πόσες ώρες ξαγρυπνά πάνω μου; […]

     ” Μπαμπά” ψιθυρίζω και πέφτω πάλι σε λήθαργο».

     Το «Άντρες δίχως άντρες», είναι ένα ψυχογραφικό και παράλληλα ιστορικό μυθιστόρημα γραμμένο με μία αξιοπρόσεκτη τεχνική από έναν ταλαντούχο συγγραφέα!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top