Fractal

Αντώνης Σαμαράκης: ο συγγραφέας που εξακολουθεί να μας δείχνει τον δρόμο

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Αντώνης Σαμαράκης «Άπαντα Ι», «Άπαντα ΙΙ», εκδ. Ψυχογιός,

 

Μας μεγάλωσε, μας σημάδεψε, τον μιμηθήκαμε- αυτή η κοφτή, ασθματική επανάληψη έγινε η πρώτη μας λογοτεχνική απόπειρα, ο πυρετός της εφηβείας μας-, δεν αρνήθηκε να συναντήσει κανένα μας, πολλοί του οφείλουν την τόλμη τους να εκτεθούν και να γράψουν, μεταφράστηκε σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, βραβεύτηκε κατ’ επανάληψη, έγραψε ένα από τα σημαντικότερα αστυνομικά, υπαρξιακά μυθιστορήματα «Το λάθος» που έγινε με τον Μισέλ Πικολί ταινία, οργάνωσε την Βουλή των Εφήβων, ακόμα και «φεύγοντας» μάς δωρίστηκε, άφησε εντολή η σορός του να δοθεί, για μελέτη, στους επιστήμονες.

Ο Αντώνης Σαμαράκης σηματοδότησε, κυριολεκτικά, τη ζωή μας. Και συνεχίζει να μας δείχνει τον δρόμο, τόσο μπροστά ακόμα και τώρα, από την εποχή μας:

«[…[Ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις» . . .Το πανόραμα της ζωής!
Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ’ από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη τη γη, πως ύστερ’ από τον πόλεμο, ύστερ’ από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ’ άλλαζε. Πως θα’ ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως . . .[…]»
Απόσπασμα από το διήγημα “Ζητείται ελπίς”, για του λόγου το αληθές.

Το δίτομο έργο των Απάντων του που κυκλοφόρησε μόλις από τον Ψυχογιό, κυριολεκτικά, για το αναγνωστικό κοινό και τις μελλοντικές γενιές είναι σπουδαίο δώρο.

Στις 664 σελίδες του πρώτου τόμου και στις 752 σελίδες του δεύτερου, ολόκληρο το έργο του πολυβραβευμένου λογοτέχνη (σε δύο πολυτελείς τόμους-κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη): ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ, ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΑΡΝΟΥΜΑΙ, ΤΟ ΛΑΘΟΣ (Α’ τόμος). ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ, Η ΚΟΝΤΡΑ, 1919-, ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Β’ τόμος).

 

 

 

Μικρό απόσπασμα από το «Ζητείται ελπίς»

 

«…Όταν μπήκε στο καφενείο, κείνο το απόγεμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σε άλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.
Ήρθε ο καφές. Άναψε τσιγάρο, ήπιε δυο γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.
Καινούριες μάχες είχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», έλεγε το τηλεγράφημα.
Ένα ακόμα ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.
«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ήταν ο τίτλος μιας άλλης είδησης.
Ύστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές εκπαιδευτικών, μια απαγωγή, ένα βιασμό, τρεις αυτοκτονίες. Οι δυο, για οικονομικούς λόγους. Δυο νέοι, 30 και 32 χρονώ. Ο πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.
Αλλού είδε κριτική για ένα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθές παρά τω κυρίω και τη κυρία Μ. Τ. .Χάρμα εύμορφιας και κομψότητας η κυρία Β. Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ πολύ σικ. Ελεγκάντικη εμφάνισις η δεσποινίς Ο. Ν.»
Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Έριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες» :
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χολ, κουζίνας, λουτρού πλήρους, W. C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον εις β’ όροφον, ευάερον, ευήλιον…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν…
Σκέψεις γυρίζανε στο νου του.
Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο…
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπο του˙ είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη.
Ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις» . . .Το πανόραμα της ζωής!
Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ’ από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη τη γη, πως ύστερ’ από τον πόλεμο, ύστερ’ από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ’ άλλαζε. Πως θαρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως . . .
Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε έτσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση…
Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, είδε το πρόσωπο του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του.
Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.
Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε . . . Είχε ελπίσει ύστερα . . .
Κάποτε, πριν από χρόνια, είχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίδα σε καμιά ιδεολογία!
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αύτη η διάψευση από τις λογής λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.
Κοίταζε τα τρόλεϋ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος . . . Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις» . . .
— Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε. Πήρε ένα πακέτο.
Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός, ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.
Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:
— Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Έτσι κι αυτός, τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:
— Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα !» Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία . . . Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θάχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά νάχουν.
Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες» . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή . . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον . . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει . . .
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός . . .

Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς

Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο…»

 

 

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:

 

«Να είστε η άμμος και όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου», συμβούλευε στην «Αυτοβιογραφία» του:

1929

Παιδί του μεσοπολέμου, γεννημένος στο ταραγμένο διάλειμμα μεταξύ των δυο παγκοσμίων συρράξεων ξεκίνησα τα πρώτα μου βήματα μ΄ ένα σοφό δάσκαλο στο πλάι μου: το δρόμο. Ναι, ο δρόμος, οι δρόμοι της Αθήνας στη γειτονιά μου και στις άλλες γειτονιές, οι δρόμοι αυτοί μ΄έμαθαν πολύ περισσότερα και κυρίως πολύ βαθύτερα πράγματα για τη ζωή από ό,τι με δίδαξαν τα σχολεία στα οποία πήγα και το Πανεπιστήμιο.

Η Αθήνα τότε που ήμουνα παιδί δεν ήταν η πολύβουη μεγαλούπολη των τεσσάρων εκατομμυρίων σήμερα. Στα μέτρα του ανθρώπου ήταν η Αθήνα, πρωτεύουσα μεν της Ελλάδας αλλά φιλική, εγκάρδια, με λιγοστά αυτοκίνητα. Έτσι, οι κυρίαρχοι στους δρόμους ήμαστε εμείς τα παιδιά.

1936

Όταν τελείωσα το σχολείο, και προσλήφθηκα στο Υπουργείο εργασίας, ένα πρωί πηγαίνοντας, το πρωί της 4ης Αυγούστου 1936, όταν βγήκα από το σπίτι μου, είδα στις γωνίες των δρόμων στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη και τεθωρακισμένα. Δε ρώτησα τι συμβαίνει, κατάλαβα ότι έχει γίνει στρατιωτικό πραξικόπημα, από μικρός ήμουν συνηθισμένος στο ίδιο θέαμα, κάθε τόσο κάποιος στρατηγός ή συνταγματάρχης έκανε κίνημα για να πάρει την εξουσία, χρησιμοποιούσε τα στρατευμένα παιδιά που είχε πάρει η πατρίδα για δικούς του σκοπούς. Αγόρευε τον εαυτούλη του «Σωτήρα της Ελλάδος». Οπότε, με όλα τούτα τα αλληλοδιάδοχα στρατιωτικά κινήματα, το ερώτημα ήταν «ποιος θα σώσει την Ελλάδα από τους Σωτήρες της;»

1941

Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941, στην οδό Πατησίων στο ύψος της πλατείας Κολιάτσου κοντά στο σπίτι μου, είδα με σπαραγμό ψυχής τα πρώτα ναζιστικά τμήματα να μπαίνουν στην Αθήνα μας. Βούλιαξα σε μαύρη απελπισία. Κλείστηκα, κλειδώθηκα στο σπίτι μου και επί δυο δυόμισι μήνες δεν έβγαινα έξω, δεν άντεχα να βλέπω τους ναζί στην Αθήνα.

Πότε εδώ και πότε εκεί, δούλευα όπου έβρισκα. Δουλειές του ποδαριού, ίσα ίσα να βγάζω ένα κομμάτι ψωμί. Τον χειμώνα του 1941, τον εφιαλτικό χειμώνα της μεγάλης πείνας, δούλευα ημερομίσθιος εργάτης στη λαχαναγορά της Αθήνας. Μια μέρα, στο ψευτοσυσσίτιο που παίρναμε, ήτα φασόλια σούπα και λίγες ελιές, μ΄ έναν άλλο εργάτη διαφωνήσαμε για μια και μόνη ελιά – ή εγώ ή αυτός είχαμε πάρει μια ελιά παραπάνω, από λόγο σε λόγο ήρθαμε στα χέρια, αμέσως βρεθήκαμε να παλεύουμε στο χώμα, στις λάσπες, πάει η φασολάδα χύθηκε, πάνε και οι ελιές.

 

1943

Όταν με τα πολλά έφυγα ζωντανός από την Ειδική Ασφάλεια, ζωντανός μεν αλλά κατατσακισμένος από το άγριο ξύλο, όταν επιτέλους έφυγα σέρνοντας τα πόδια μου, φτάνοντας στη γωνία είδα το όνομα του δρόμου. Οδός Ελπίδος. Ρίγος με συγκλόνισε. Ώστε ο δρόμος αυτός με το κολαστήριο, όπου δεν υπήρχε ελπίδα για όσους περνούσαν το κατώφλι της Ειδικής Ασφάλειας, λεγόταν Οδός Ελπίδος. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1954, όταν ήταν να κάνω το ξεκίνημά μου στην αφηγηματική πεζογραφία, μια συλλογή δώδεκα διηγημάτων με επίκεντρο την αναζήτηση ελπίδας από τον μεταπολεμικό άνθρωπο, η πρώτη μου σκέψη ήταν να δώσω στη συλλογή γενικό τίτλο: Οδός Ελπίδος. Αλλά έβαλα τον τίτλο του τελευταίου διηγήματος: «Ζητείται Ελπίς».

1954

Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, προσωπικότητα πρώτου μεγέθους, διάσημος στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθηγητής και διευθυντής σε παιδαγωγικές ακαδημίες, στοχαστής, φιλόσοφος, ήταν αυτός που αρθρογράφησε για τον Σαμαράκη, τον έκανε γνωστό στο βιβλιοφιλικό κοινό. Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 1954, δημοσιεύεται το άρθρο του Παπανούτσου για το Ζητείται Ελπίς. Γράφει ο Α. Σαμαράκης:

Την ίδια μέρα, το ίδιο απόγευμα, ιδού η συνέχεια: έσπασε κυριολεκτικά το τηλέφωνό μου, από ποιούς; Ε, από τους βιβλιοπώλες, εκείνους που με είχαν πριν από μερικές μέρες διώξει με τον χειρότερο τρόπο, αδιαφορώντας έστω και να ρίξουν μια ματιά στο εξώφυλλο. ……. έστι, η σταδιοδρομία του «Ζητείται Ελπίς» πήρε από τη μια στιγμή στην άλλη στροφή 180 μοιρών, τα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης εξαντλήθηκαν πολύ σύντομα. Και το θαύμα τούτο συνέβη γιατί μια προσωπικότητα όπως ο αείμνηστος Ευάγγελος Παπανούτσος έσκυψε με συγκλονιστική αγάπη πάνω στο φτωχοτυπωμένο βιβλιαράκι, μόλις 76 σελίδες, ενός εντελώς άγνωστου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.

1962

Να μου επιτραπεί να σημειώσω ότι η συλλογή “Αρνούμαι” πήρε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1962. Ήταν βέβαια χαρά για μένα. Αλλά το «Αρνούμαι» μου έδωσε και μια άλλη μοναδική χαρά, την Ελενίτσα μου, τη σύντροφο της ζωής μου. Της είμαι βαθύτατα ευγνώμων για όλα όσα μου έχει προσφέρει, στάθηκε παλικάρι σε όλες τις αναποδιές που μας βρήκαν κατά καιρούς, ιδιαίτερα στα πέτρινα χρόνια, τα εφιαλτικά της χούντας 1967-74. Της είμαι βαθύτατα ευγνώμων για όλα όσα έχει αισθανθεί για μένα, έχει σκεφτεί και έχει πράξει, αλλά συγχρόνως της έχω απέραντη ευγνωμοσύνη και για κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: όλη της τη στάση και την κίνηση συμπαράστασης και συντροφικότητας δε τις εκφράζει γλυκερά και συμβατικά αλλά εκρηκτικά, έτσι με κρατάει ζωντανό, βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά.

 

1965

Στις δημοκρατίες μας όσο τέλος πάντων είναι δημοκρατίες υπεισέρχεται ο ολοκληρωτισμός. Η προσωπική ζωή, οι πράξεις μας, η καθημερινή συμπεριφορά, τα πάντα ελέγχονται από ορατά και αόρατα κέντρα παρακολούθησης. Το άτομο ολοένα και πιο συχνά, ολοένα και πιο βαθιά, μαγκώνεται στα γρανάζια σκοτεινών μηχανισμών. Έστω και αν δε μπορούμε κάθε στιγμή να εντοπίζουμε τη διείσδυση στη ζωή μας ολοκληρωτικών μικροβίων όμως το αισθανόμαστε αυτό, το διαισθανόμαστε. Έτσι, μια ατμόσφαιρα υποψίας, αμοιβαίας καχυποψίας μας τυλίγει σε δίχτυα στραγγαλιστά, ένα κλίμα ανασφάλειας μας συνθλίβει μέχρι ασφυξίας.

1970

Το 1970, μου αρνήθηκαν τη χορήγηση διαβατηρίου και απαγόρευσαν την έξοδό μου από την Ελλάδα «για σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίου συμφέροντος». Στη γενική Ασφάλεια όπου με κάλεσαν είδα τον «φάκελό μου», δηλαδή όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες για μένα που συγκέντρωναν επί πολλά χρόνια οι υπηρεσίες ασφαλείας – και μάλιστα, όχι μόνο όταν στην Ελλάδα είχαμε δικτατορία, πράγμα που δυστυχώς μας προέκυψε πολλές φορές αλλά και σε καιρούς δημοκρατικής διακυβέρνησης.

 

Για τη Λογοτεχνία

Η λογοτεχνία είναι χαρά. Σκληρή βέβαια και μελαγχολική η θέα της ανθρώπινης παράνοιας και ζούγκλας, αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα η λογοτεχνία οφείλει πιστά να εικονίζει. Μέσα όμως από τη σύγχυση και τα αντίμαχα ρεύματα της ενδόμυχης ζωής και της κοινωνικής συνοίκησης, η λογοτεχνία τείνει οπωσδήποτε στη χαρά και έχει τη δύναμη να μπολιάζει τις καρδιές με την αλλιώτικη τούτη χαρά. Και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: χτίζει γέφυρες βαθύτερης επικοινωνίας με τον άλλον, τον δέκτη. Ανοίγει μαζί του διάλογο.

 

Μικρή αυτοβιογραφία μας μεγάλης διαδρομής:

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003).

Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (1937-1941). Από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Το 1963 παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως ποιητής από τις στήλες των περιοδικών “Παιδικός κόσμος” και “Διάπλασις των Παίδων”. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στις σελίδες της “Νέας Εστίας” και άλλων περιοδικών, όπως το “Ξεκίνημα”, και τα “Νεοελληνικά Γράμματα”. Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό “Ακτίνες” μετά τον πόλεμο του 1940. Το 1954 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ζητείται ελπίς. Ακολούθησαν πέντε ακόμη βιβλία του, τα οποία γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1962 για το “Αρνούμαι”), το Βραβείο των Δώδεκα – Έπαθλο Κώστα Ουράνη (1966 για “Το λάθος”), το Μέγα Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας στη Γαλλία (1970 για “Το λάθος”). Τιμήθηκε επίσης για τη συνολική προσφορά του από τη διοργάνωση Europalia (1982) και με το Σταυρό του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών (1995). Μετά τη μεταπολίτευση δημοσίευσε κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Διηγήματά του έγιναν σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Ταινία έγινε επίσης “Το λάθος” από τον Peter Fleischmann. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη τοποθετείται στο χώρο της κοινωνικής καταγγελίας. Μέσα από τα έργα του προβάλλει έντονη η αγωνία για την πορεία του σύγχρονου κόσμου, η κοινωνική συνείδηση και η ανθρωπιστική κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Η γλώσσα του είναι απλή, χωρίς επιτηδευμένο ύφος, ξεχωρίζει κυρίως για την πυκνότητα των νοημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ευρηματικότητα στην εξέλιξη και το τέλος της δράσης και η συχνή χρήση οπτικής χρήσης του λόγου (κείμενα δακτυλογραφημένα, σκίτσα, κ.α.). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αντώνη Σαμαράκη βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης “Αντώνης Σαμαράκης”, στο “Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67”, Ζ΄, σ.54-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Ζήρας Αλεξ., “Σαμαράκης Αντώνης”, “Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό”, 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Παππάς Γιάννης Η., Σκιαθάς Αντώνης Δ., “Σχεδίασμα εργοβιογραφίας Αντώνη Σαμαράκη”, Ελί-τροχος17-18 (Πάτρα), Χειμώνας – Άνοιξη 1999, σ.7-13.

Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις):

Ι. Διηγήματα
“Ζητείται ελπίς· διηγήματα”. Αθήνα, 1954.
“Αρνούμαι”. Αθήνα, Φέξης, 1961.
“Το διαβατήριο”. 1973.
“Η κόντρα· διηγήματα”. Αθήνα, 1992.

ΙΙ.Μυθιστορήματα
“Σήμα κινδύνου· μυθιστόρημα”. Αθήνα, 1959.
“Το λάθος· μυθιστόρημα”· Εξώφυλλο του χαράκτη Α.Τάσσου. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1965.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Liberal.gr

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top