Fractal

Επιστρέφοντας

Γράφει η Κατερίνα Παππά // *

 

William Maxwell «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» Μετάφραση: Παν. Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg

 

Ο τίτλος του μυθιστορήματος συμπίπτει με τη φράση αποχωρισμού που αντάλλασσαν κάθε δειλινό  δύο δεκατριάχρονα αγόρια  στο Λίνκολν, πόλη του  κεντρικού Ιλινόι , στις  αρχές  της δεκαετίας του 1920.

Ο ένας από τους δύο, ο αφηγητής της ιστορίας, αποφασίζει πολλά χρόνια αργότερα ώριμος ενήλικος πια να ανασυστήσει την αρχή και το οδυνηρό τέλος αυτής της φιλικής  σχέσης, που για πολλούς λόγους συνδέεται και με τη δική του ζωή.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την αναφορά του φόνου του Λόιντ Γουίλσον, ενός μισθωτή αγρότη τα ξημερώματα μίας χειμωνιάτικης μέρας. Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο ο αναγνώστης πληροφορείται τους λόγους για τους οποίους ο αφηγητής  μετά από πενήντα χρόνια εξακολουθεί να θυμάται αυτό το περιστατικό καθώς και τον λόγο για τον οποίο αποφασίζει να διασώσει αυτήν την ιστορία.

Ο ώριμος άνδρας αισθάνεται την ανάγκη να ξαναδεί την οικογενειακή του κατάσταση: αναβιώνει ως δεκάχρονο παιδί τον θάνατο της μητέρας του το 1918  από επιδημία γρίπης, τη βαθιά θλίψη που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης του πατέρα του για την απώλεια της συζύγου, τη δική του αδυναμία βαθύτερης επικοινωνίας με τον πολύ μεγαλύτερο αδελφό, τη μοναχικότητά του, τα συναισθήματα που τον απομακρύνουν από τις συνηθισμένες ασχολίες των αγοριών της ηλικίας του.

Ο μικρός μου αδελφός γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1918, στο αποκορύφωμα της επιδημίας γρίπης. Η μητέρα μου πέθανε δύο μέρες αργότερα από πνευμονία. Αυτή ήταν και η ύστατη συμφορά. Το χειρότερο είχε πια συμβεί, και ο κόσμος έχασε τη λάμψη του. …..Ο θάνατος της μητέρας μου είχε οδηγήσει τον πατέρα μου στα όρια της κατάρρευσης. Το βράδυ, μετά το δείπνο, βημάτιζε μέσα στο σπίτι κι εγώ βημάτιζα μαζί του, με το χέρι μου περασμένο στη μέση του. Ήμουν δέκα χρονών. (σελ. 24 – 25)

Το δεκάχρονο παιδί αδυνατεί να συμφιλιωθεί με τον χαμό  της μητέρας. Προσπαθεί να την ξαναβρεί πίσω από τη ρετουσαρισμένη φωτογραφία της και νιώθει πως όλο αυτό που βιώνει είναι ένα λάθος που δεν μπορεί να επανορθώσει. Αν και ο πατέρας δεν κάνει σοβαρά σφάλματα δεν είναι σε θέση να στηρίξει συναισθηματικά τον μεσαίο γιο του. Για το παιδί ο πατέρας εκπροσωπεί την εξουσία απαλλαγμένη από την κατανόηση.

Οι ενήλικες δυσκολεύονται αρκετά να κρατήσουν μια ισορροπία στις συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Τα παιδιά απλώς νιώθουν ό,τι νιώθουν, και ήξερα πως ο πατέρας μου δεν με είχε ως κόρη οφθαλμού. (σελ. 33)

Ο αφηγητής ξαναζεί την αμηχανία και τη βαθιά στενοχώρια από τον καινούριο γάμο του πατέρα του με μια συμπαθητική νέα γυναίκα, έναν γάμο που σέβεται τις συμβάσεις της εποχής, και μεγάλος πια συνειδητοποιεί ότι η ευτυχία του πατέρα του πρόβαλλε πάντα μπροστά  του ως απειλή. Πίσω από τις σκέψεις του εφήβου λανθάνει η ανάγκη σύγκρουσης με την πατρική μορφή, η οποία όμως ποτέ δεν εκφράζεται. Στο καινούριο σπίτι που αποφασίζει να χτίσει ο πατέρας του, σε αυτό το κτίσμα πριν ακόμη ολοκληρωθεί, ο αφηγητής γνωρίζει τον Κλίτους Σμιθ, τον νέο του φίλο, που, χωρίς να το συνειδητοποιεί, έχει ανάγκη να αντιτάξει ως έρεισμα στη νέα περίοδο ζωής που αρχίζει ο πατέρας. Ο πατέρας χτίζει ένα σπίτι με πέτρες, τούβλα και ξύλα ενώ ο ίδιος προσπαθεί να χτίσει μία σχέση με έναν συνομήλικό του στηριγμένος σε διαφορετικά υλικά: να επικοινωνήσει  με ένα αγόρι που δεν είναι έτοιμο να κοροϊδέψει μία πιθανή αστοχία του φίλου του, αλλά αντίθετα τον συμπαθεί και χαίρεται με την παρέα του. Παρά τις ώρες που περνούν μαζί, ο καθένας διατηρεί κλειδωμένα τα βαθύτερα μυστικά του. Όσο απροσδόκητα μπαίνει στη ζωή του αφηγητή ο Κλίτους τόσο αιφνίδια εξαφανίζεται. Ο φόνος του Λόιντ Γουίλσον για τον οποίο ευθύνεται ο Κλάρενς Σμιθ, ο πατέρας του Κλίτους,  διακόπτει με βίαιο τρόπο τη σχέση των δύο εφήβων. Η τυχαία συνάντησή τους  ύστερα από λίγα χρόνια σε  ένα γυμνάσιο του Σικάγου, όπου κανείς από τους δύο δεν δείχνει ότι αναγνωρίζει τον άλλον, γεμίζει τον αφηγητή με θλίψη και ενοχή.

Καθόμασταν και κοιτούσαμε τη σβηστή λάμπα της κολόνας στο δρόμο μέσ’ από ένα τετράγωνο άνοιγα που μια μέρα θα γινόταν παράθυρο, και μετά ανεβήκαμε άλλη μια σκάλα και περπατήσαμε με τα χέρια απλωμένα, ταλαντευόμασταν σαν ακροβάτες πάνω στο σκοινί. ….Δυο αγόρια είτε που θα ταιριάξουν με τη μία είτε που θα τσακώνονται. Μου άρεσε που είχα παρέα και χάρηκα όταν ήρθε και την επόμενη μέρα. (σελ. 52)

Ο ώριμος αφηγητής θέλοντας να τακτοποιήσει μέσα του αυτή τη φιλική σχέση, που εντελώς απροειδοποίητα τελείωσε, ανατρέχει στην εφημερίδα της πόλης ψάχνοντας πληροφορίες για το φονικό που διέπραξε ο Κλάρενς Σμιθ σε βάρος του καλού του φίλου Λόιντ Γουίλσον και οργανώνει μία ιστορία στηριγμένη τόσο σε όσα γεγονότα παρέχει ο Τύπος όσο και σε δικές του επινοήσεις. Να λάβουμε υπόψη μας  ότι ο αφηγητής  αποκαλύπτει στον αναγνώστη τα συγγραφικά του χαρτιά, τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να εργαστεί, και τον προσκαλεί, αν συμφωνεί, να κινητοποιήσει και ο ίδιος τη φαντασία του.

Αν ο αναγνώστης δυσκολευτεί να πιστέψει κάποιο κομμάτι από το κράμα γεγονότων κι επινοήσεων που ακολουθεί, έχει την άδειά μου να μην το λάβει υπόψη του. Θα ήθελα πολύ να βασιστώ αποκλειστικά σε εξακριβωμένα γεγονότα, μόνο που δεν υπάρχει ούτε ένα. Ο αναγνώστης πρέπει επίσης να βάλει τη φαντασία του να δουλέψει. Πρέπει να φανταστεί μια τράπουλα απλωμένη πάνω σ’ ένα τραπέζι με τα φύλλα κλειστά και μετά πρέπει να γυρίσει ένα, μόνο που δεν είναι το οχτώ κούπα ή ο βαλές καρό αλλά ένα πολύ συνηθισμένο τέταρτο της ώρας από την περασμένη ζωή του Κλίτους. (σελ. 90 – 91)

Η ιστορία είναι, δυστυχώς, απλή. Ο Κλάρενς  Σμιθ ζει  ως  μισθωτής αγρότης με την οικογένειά του σε μία αγροτική περιοχή του Ιλινόι και έχει αναπτύξει στενές οικογενειακές σχέσεις με την οικογένεια του Λόιντ Γουίλσον. Οι δύο άνδρες βοηθούν ο ένας τον άλλον στις γεωργικές εργασίες και ο ένας είναι στήριγμα για  τον άλλον, ώσπου ο Γουίλσον συνειδητοποιεί τον έρωτά του για τη Φερν, σύζυγο του Κλάρενς, με την οποία και ξεκινά  μία ερωτική σχέση. Η γυναίκα του Γουίλσον εγκαταλείπει τον άνδρα της μόλις υποψιάζεται το γεγονός και η Φερν εξομολογείται την απιστία στον σύζυγό της. Οι σχέσεις των δύο ανδρών δοκιμάζονται: ο Γουίλσον γνωρίζει ότι προδίδει τον φίλο του και υποφέρει, η επιθυμία όμως είναι ισχυρότερη από τη δύναμη της φιλίας και την αίσθηση του καθήκοντος. O Κλάρενς αισθάνεται την προδοσία τόσο της γυναίκας όσο και του φίλου του, που γίνεται ισχυρότερη από  την αίτηση διαζυγίου της Φερν, και ο απατημένος σύζυγος  δολοφονεί τον Γουίλσον. Αργότερα, μην αντέχοντας το βάρος της πράξης του αυτοκτονεί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι δύο φίλοι έχουν απομακρυνθεί χωρίς να ανταλλάξουν λέξη για ό,τι τους συνδέει και τους χωρίζει συγχρόνως,  χωρίς  κανείς τους να ζητήσει ή να δώσει εξηγήσεις στον άλλον.

 

William Maxwell

 

Ο αναγνώστης δεν πληροφορείται πώς εισπράττουν και διαχειρίζονται τα παιδιά και των δύο οικογενειών αυτό το δράμα που κλονίζει και ανατρέπει τις ζωές τους.

Ο αφηγητής ως τριτοπρόσωπος και παντογνώστης από ένα σημείο και πέρα  παρουσιάζει σε διαφορετικά κεφάλαια τις ιστορίες του Κλάρενς, του Λόιντ και της Φερν παρεμβάλλοντας κινήσεις ή συμπεριφορές του Κλίτους στην προσπάθεια του εφήβου να κατανοήσει την αλλαγή του πατέρα του και την αυτοκαταστροφική του πορεία.

Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής περιγράφει τις γεωργικές ασχολίες των αγροτών, τις δυσκολίες των ανθρώπων που ζουν στην αγροτική περιοχή, τη φύση και την ύπαιθρο διαθέτει γλυκύτητα και στωικότητα χωρίς όμως εξωραϊσμό της πραγματικότητας.  Αξιομνημόνευτη είναι η περιγραφή  του σκυλιού του Κλίτους. Το σκυλί αισθάνεται και δρα σαν ανθρώπινη προσωπικότητα.

Ο Μάξγουελ γράφει ένα βιβλίο για την απώλεια και το πένθος. Το πένθος που προκαλεί όχι μόνο  η απώλεια του θανάτου αλλά και η εξαφάνιση από τον βίο μας ενός προσώπου που εξακολουθεί να ζει. Γράφει ένα μυθιστόρημα για την περίοδο εκείνη που το παιδί γίνεται έφηβος και ο γονιός αδυνατεί για τους δικούς του λόγους να είναι παρών και να του συμπαρασταθεί. Δηλώνει  με πόσο οδυνηρό και βίαιο τρόπο μπορεί κανείς να περάσει από την εφηβεία στην ενηλικίωση, να αναγκαστεί δηλαδή  να ενηλικιωθεί μέσα σε ένα βράδυ. Γράφει για την αθωότητα και την ενοχή και τη λεπτή κλωστή που συνδέει τη μία κατάσταση με την άλλη. Γράφει για την πίστη, την απιστία και την προδοσία  και για το εύθραυστο των ανθρώπινων σχέσεων. Γράφει για το πώς κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι οι άνθρωποι μπορεί να αισθανθούμε ότι κινούμαστε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί αντικρίζοντας το κενό. Ο Μάξγουελ οργανώνει έτσι το μυθιστόρημά του ώστε ο αφηγητής μέσω της εξιστόρησης αυτών των σημαντικών γεγονότων της ζωής του να αυτοαναλυθεί, να δει για πολλοστή φορά τη σχέση με τον πατέρα του και να συγχωρήσει τον εαυτό του για τον τρόπο που χειρίστηκε την αναπάντεχη τελευταία συνάντηση με τον φίλο του. Να απαλλαγεί από την υπερβολική απαίτηση μιας ωριμότητας δυσανάλογης προς την τότε  ηλικία του. Εκθέτοντας την οδυνηρή οικογενειακή ιστορία του Κλίτους έχει ανάγκη  να βυθιστεί για άλλη μία φορά στα εσώτερα κομμάτια του εαυτού του και να αντικρίσει  ξανά τις δικές του πληγές και τραύματα.

Ο συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο για τη μνήμη και τον χρόνο. Στηρίζεται στην ανάμνηση, αλλά πιστεύει ότι ο αφηγητής, κάθε άνθρωπος που αφηγείται την ιστορία του την ανακατασκευάζει  ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του παρόντος του. Όπως και να ‘χει, όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε ούτε στιγμή να λέμε ψέματα.(σελ. 52).

Στο «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» εκτυλίσσονται συγκρούσεις και δράματα που παρουσιάζονται όμως με χαμηλόφωνο και ήπιο τόνο. Αυτή η απουσία προβολής της συγκίνησης είναι που αγγίζει  βαθιά τον αναγνώστη και μεταγγίζει το συναίσθημα σε σωστές δόσεις.

Ο λόγος είναι συνήθως μικροπερίοδος χωρίς ποτέ να καταλήγει κοφτός και απότομος. Το ύφος χαρακτηρίζεται από  λιτότητα που δεν στερεί όμως από το κείμενο την αμεσότητα και τη ζωντάνια. Η μετάφραση του Παν. Κεχαγιά έχω την αίσθηση ότι μεταδίδει όλα τα παραπάνω.

Ο Γουίλιαμ Μάξγουελ, όπως πληροφορούμαστε από το εκδοτικό σημείωμα, γεννήθηκε στο Λίνκολν του Ιλινόι το 1908 και πέθανε το 2000. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως επιμελητής λογοτεχνικών κειμένων στο περιοδικό The New Yorker και στο έργο του (μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, βιβλία για παιδιά) συναντάμε αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Το βιβλίο, που ανήκει στη σειρά ALDINA  του GUTENBERG, διαθέτει μία εισαγωγή της Ann Patchett και ένα εκδοτικό σημείωμα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το έργο του εξωφύλλου του Α. Πασχάλη μοιάζει να  παραπέμπει σε χωρίο του κειμένου.  Όπως όλα τα βιβλία της σειράς είναι κι αυτό ένα κόσμημα.

 

 

* Η Κατερίνα Παππά γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. και εργάστηκε ως φιλόλογος επί τριάντα δύο χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top