Fractal

Αποχαιρετώντας τη Μητέρα

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Έρση Σωτηροπούλου «Άνθρωπος στη θάλασσα», εκδ. Πατάκη

 

«Μόνο εσύ κι εγώ τώρα. Δεν υπάρχει κανείς άλλος./ Ένα τρίξιμο αόρατων κρυστάλλων/ Από ανθύλλια παγετού που ξεκολλάνε./ Με την ανάσα κομμένη ακούμε/ Το τρίξιμο να γίνεται βόμβος/ Βρυχηθμός αεροπλάνου που πλησιάζει/ Όχι από τον αέρα./ Αυτός ο ορυκτός βόμβος καθώς/ Ένα κομμάτι αποσπάται από τη μητέρα».

Την Έρση Σωτηροπούλου την γνωρίζουμε από τα πεζά της: «Η φάρσα» (1982), «Μεξικό» (1988), «Χοιροκάμήλος» (1992), «Διακοπές χωρίς πτώμα» (1997), «Ο βασιλιάς του φλίπερ» (1998), «Ζιγκ- ζαγκ στις νεραντζιές» (1999), «Ο ζεστός κύκλος» (2000), «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (2001), «Δαμάζοντας το κτήνος» (2003), «Αχτίδα στο σκοτάδι» (2005), «Εύα»(2009), «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα» (2011), «Τι μένει από τη νύχτα» (2015), «Μπορείς;» (2017).

Βραβεύτηκε γι’ αυτά. Μεταφράστηκε σ’ αυτά.

Ξεκίνησε, όμως, με ποίηση. «ΜΗΛΟ + ΘΑΝΑΤΟΣ +…+…» (Πλέθρον, 1980). Έχει διασώσει και κρατήσει την ποίησή της μέσα στο πεζό ρυθμό. Πολύ συχνά στα βιβλία της (Δαμάζοντας το κτήνος, Τι μένει από τη νύχτα) ένας στίχος ξεπροβάλλει από το πουθενά και αγωνιά γι’ αυτόν ένας ποιητής.

Κι απ’ ότι η φαίνεται η ποίηση πιο κοντά στο νανούρισμα, στο μοιρολόγι, στην προσευχή, στα ραβασάκια, φορεμένη κατάσαρκα στην οδύνη και στη θλίψη μας, όσον αφορά τον θάνατο της μητέρας, είναι εκείνη που αναδύεται πρώτη κι έτσι 40 χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη ποιητική συλλογή της, η Έρση Σωτηροπούλου στο βάσανο και στην απώλεια της μητέρας της, με ποίηση εκφράζεται, την ποίηση είναι εκείνη που χρειάζεται, με ποίηση, τελικά, θρηνεί, τραγουδά. Σαν το παγόβουνο σε ηφαίστειο, με μνήμες, φάρμακα, άμεσο κίνδυνο, υπαρξιακή οδύνη εκφρασμένη σαν παιδικό τραγουδάκι: αινιγματικά και τραγικά.

«Θυμάσαι που μου είπες ότι ήσουν κατάσκοπος από τη Ρωσία; / Μόλις τελείωνε η αποστολή σου θα μας εγκατέλειπες./ Δεν σε πίστεψα./ Σε πίστεψα.»

«Είπες ότι ο γάμος σου με τον πατέρα μου/ τα τρία παιδιά σου/ όλοι εμείς/ είμαστε μέρος ενός μυστικού σχεδίου./ Σε είχαν στείλει από τη Ρωσία./ Από το σιδηρούν παραπέτασμα τόνισες./ Είχες μια αποστολή. Μετά θα έφευγες./ Σηκώθηκες κοιτάζοντας μπροστά σου αφηρημένη/ το παιδικό κρεβάτι το γραφείο το κομοδίνο/ αυτά τα λιγοστά έπιπλα που δεν ανήκαν στη ζωή σου…»

 

Έρση Σωτηροπούλου

 

Ποιήματα «σταυροβελονιές στον πάγο», «κεντίδια αχνά», κάτι ανάμεσα σε αποδοχή, κραυγή, κυριολεκτικά ένας «άνθρωπος στη θάλασσα», ραψωδία στο Μ, τοπίο εσωτερικό την ώρα που το πλοίο βυθίζεται και εκείνη που υπήρξε η Μητέρα σε λίγο θα είναι παρελθόν. Με το γνωστό της ύφος και την προσωπική της γραφή πάντα: κοφτή, καθαρή, ειρωνική, ασθματική, καλοκαρφωμένη, με ένα αφ΄ υψηλού αφηγηματικό κοίταγμα και σε βάθος, και οι ήρωες πάντα στο όριο. Μια εξεγερμένη έφηβη, ένα πνευματικά καθυστερημένο παιδί, ένας αθεράπευτα ρομαντικός φαντασιόπληκτος σύζυγος. Κόρη, μπροστά στις Θεότητες του Κάτω Κόσμου, εκείνη- την-οποία-τη γέννησε, αποχαιρετά.

«Φορέστετασωσίβιάσας/ Ακολουθήστετιςοδηγίεςτουπληρώματος/ Μείνετεκοντάστοπάτωμα/μπουσουλώνταςανχρειάζεται/ γιανααποφύγετετηνεισπνοήκαπνού// Εγκαλατείψατε το πλοίο.»

«Η μαμά μου με πάμπερ χάνεται στο βάθος του διαδρόμου.»

«Ύστερα έστρεψες το ωραίο σου πρόσωπο σαν ν’ άκουγες/ το πουλί πολύ μακριά να τραγουδάει μές στους χαμένους τόπους/ και βγήκες από το δωμάτιο τραβώντας πίσω σου/ απαλά την πόρτα χωρίς να την κλείσεις».

Περιδιαβαίνοντας όλες τις ηλικίες της, σε μια.

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top