Fractal

Εγκώμιον προδοσίας και ανυπακοής

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Γκράχαμ Γκρην, “Ο ανθρώπινος παράγοντας”. Μεταφραστής: Αχιλλέας Κυριακίδης. Εκδόσεις  Πόλις. Αθήνα, 2020

 

«Ο ανθρώπινος παράγοντας» (The Human Factor, 1978) του Γκράχαμ Γκρην (Graham Greene, 1904-1991), εκδόθηκε όταν ο συγγραφέας βάδιζε ήδη το 74ο  έτος της ηλικίας του. Ο ρυθμός του βιβλίου ετούτου, είναι κατά το μάλλον ή ήττον αργός και σταθερός και χωρίς να διαφαίνεται ιδιαίτερη βιασύνη στο ξεδίπλωμα της ιστορίας. Και το στυλ της  μεταγενέστερης περιόδου του Γκρην, είναι εξίσου ξεκάθαρο και χωρίς βιασύνη, ξετυλίγοντας περιγραφές, γεγονότα, σκέψεις, διαλόγους, με μετρημένο και  εντυπωσιακό ρυθμό και με όμορφα σταθμισμένες παραγράφους. Η πρώτη παράγραφος του τρίτου μέρους (κεφάλαιο 1, τμήμα 2), είναι γεμάτη με πληροφορίες που αναφέρονται στο κείμενο. Δεν υπάρχει φυσική περιγραφή του συνταγματάρχη Ντέιντρι, αφού αυτή, ειδικά, δεν απασχολούσε κανέναν. Έμεινε σε μια περιοχή πολύ γνωστή στους ανωτέρους του, στην πτέρυγα ασφαλείας στρατιωτικού ιδρύματος, στην οδό Σεντ Τζέιμς, στην καρδιά του Λονδίνου, σε ένα μικρό διαμέρισμα που το είχε ανεύρει μέσω  ενός συναδέλφου του που εργαζόταν στην ίδια υπηρεσία, και το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως από την MI6. Οι γείτονές του επίσης πρώην στρατιωτικοί. «Ήταν ένα πολύ διακριτικό διαμέρισμα, που ταίριαζε γάντι σ’ έναν μοναχικό άνθρωπο». Όμως, ανάμεσα σε αυτή τη μοναχική ζωή του συνταγματάρχη Ντέιντρι, υπάρχει μια χειμωνιάτικη ηλιακή ακτινοβολία, που δεν είναι άλλη από τη  θέα που προσφέρει η κρεβατοκάμαρα και το μικρό μπάνιο σε μια μικροσκοπική εσωτερική αυλή που είχε  ένα  ηλιακό ρολόι και έναν αργυροχόο. Παρατηρώντας λίγο προσεκτικά τις εκφράσεις του ηλικιωμένου Γκρην, θα διαπιστώσουμε πως όλες οι λέξεις έχουν τον ειδικό τους συμβολισμό εν προκειμένω. Το ηλιακό ρολόι που παραπέμπει και επικαλείται το άκαμπτο πέρασμα του χρόνου και, συνεπώς, την μαραμένη, σχεδόν συνταξιοδοτική νοοτροπία του δυστυχισμένου συνταγματάρχη, και κάπως την  δευτερεύουσα, τουτέστιν την «ασημένια φύση» της ύπαρξής του. Σε άλλα εδάφια, ο Γκρην περιγράφει τα χρυσά γυαλιά του κύριου ανακριτή της Νότιας Αφρικής και το χρυσό δαχτυλίδι που έχει ο δεύτερος βάναυσος  ανακριτής  στο χέρι του, από το οποίο συμπεραίνεται  ότι η ίδια η Νότια Αφρική είναι μια δυνατή, ηλιόλουστη, χρυσή χώρα, και όχι μια κρύα χώρα όπως η Αγγλία. Το κείμενο εδώ προοιωνίζεται ιδιαιτέρως κλειστοφοβικό: «…Ανοιγόκλεισε τη μια γροθιά του και κοίταξε το χρυσό δαχτυλίδι του με τη σφραγίδα. Μετά, άρχισε να του γυαλίζει με το δάχτυλο, σαν να ’ταν όπλο που έπρεπε να το ’χει καλολαδωμένο. Σ’ αυτή τη χώρα, ο χρυσός βρισκόταν παντού: ήταν ανακατεμένος με τη σκόνη στις πόλεις,  οι καλλιτέχνες τον χρησιμοποιούσαν σαν μπογιά, οπότε τι πιο φυσικό απ’ το να τον χρησιμοποιεί  η αστυνομία για να χτυπήσει κάποιον στο πρόσωπο;». Όσον αφορά τον Ντέιντρι, μας πληροφορεί για την περιορισμένη του διατροφή. Σπάνια πεινούσε, δεν γνώριζε να μαγειρεύει, κι’ αν πεινούσε το εστιατόριο ήταν από κάτω, και στη συνέχεια αγοράζει μόνο κάτι πρόχειρο και κρύο,  συμβολίζοντας την περιβόητη απουσία γαστρονομικής κουλτούρας στις βρεττανικές ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Σε άλλες αναφορές υπάρχουν επίσης αρκετές συζητήσεις σχετικά με το φαγητό, ειδικά η περίφημη πουτίγκα της κυρίας Χάργκριβς. Τέλος, αν ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά τις παραγράφους, ακόμα και την  κάθε σελίδα του μυθιστορήματος,  μπορούμε να θαυμάσουμε τη λογική και τη σαφήνεια με την οποία ξεδιπλώνεται η κάθε πληροφορία, όπως για παράδειγμα η κακή διατροφή του Ντέιντρι, καθώς και ο κακός τρόπος ζωής του είχε μάλλον ως αποτέλεσμα το διαζύγιο και την αποξένωση απ’ τη μοναδική του κόρη, όπως μαθαίνουμε αργότερα.

Ο Μορίς Κάσελ, είναι ένας ανήσυχος άντρας, εξήντα δύο ετών, που ζει σε ένα προαστιακό σπίτι στο Μπέρκαμστεντ,  μετακινούμενος  καθημερινά στο γραφείο του στο Σεντ Τζέιμς, και ο οποίος χαριεντίζεται συχνά με τον νεότερο συνάδελφό του, τον Άρθουρ Ντέιβις, λόγω της  επιθυμίας και του πόθου του τελευταίου για την αδιάφορη γραμματέα τους, την Σίνθια. Είναι παντρεμένος για δεύτερη φορά, ετούτη  με τη Σάρα κι έχει έναν γιο τον Σαμ. Υπηρετούσε στην Πραιτόρια, της Νότιας Αφρικής, αλλά λόγω αναγκών της υπηρεσίας και κάποιων προσωπικών εκκρεμοτήτων, η υπηρεσία τον επανέφερε στα κεντρικά, στο Λονδίνο. Αυτό που τον κάνει διαφορετικό απ’ τους συνομήλικούς του, είναι ότι εργάζεται για την MI6, σε ένα τμήμα γνωστό ως 6, το τμήμα του είναι 6Α και αυτός και ο Ντέιβις λαμβάνουν κρυπτογραφημένα μηνύματα από ένα δίκτυο αντιπροσώπων στη Νότια Αφρική. Σιγά-σιγά, στην εντυπωσιακή πεζογραφία του, ο Γκράχαμ Γκρην ζωγραφίζει ένα πολύ ρεαλιστικό πορτραίτο του μικρού γραφείου με τις καθημερινές απογοητεύσεις, τα μεσημεριανά τους γεύματα στην παμπ, τα ποτά μετά τη δουλειά σε ένα από τα κλαμπ του Λονδίνου, κλπ. Κάποια στιγμή, ο Κάσελ καλείται να συναντήσει τον «C», τον επικεφαλής της υπηρεσίας, τον οποίο βλέπουμε επίσης στο μεγάλο εξοχικό του, διασκεδάζοντας με διάφορους άλλους αξιωματούχους και επικεφαλής διαφόρων τμημάτων της υπηρεσίας, όπως τον επικεφαλής τμήματος του Κάσελ γιατρό Ιμάνιουελ Πέρσιβαλ,  και τον συνταγματάρχη Ντέιντρι, ο   οποίος κλήθηκε να κάνει μια επισκόπηση ασφαλείας του τμήματος του Κάσελ, δεδομένου ότι διαπιστώθηκε διαρροή πληροφοριών από το συγκεκριμένο τμήμα. Παρακολουθούμε συνομιλίες μεταξύ του Ντέιντρι και του «C»,  και μεταξύ του «C»,  και του Πέρσιβαλ,   όπου σχολιάζουν, θεωρητικά,  την  υπόθεση της συγκεκριμένης διαρροής. Ακόμα αναφέρονται στο γεγονός ότι ο Ντέιντρι συνέλαβε τον Ντέιβις να παίρνει ένα αρχείο του υπηρεσιακού του γραφείου στον χαρτοφύλακά του με σκοπό να το διαβάσει κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού του γεύματος, και επιπλέον ότι ο Ντέιβις είπε στο Κάσελ   ένα αθώο  ψέμα, ότι δήθεν πήγαινε στον οδοντίατρο όταν στην πραγματικότητα βγήκαν έξω με την Σίνθια, έτσι ώστε να υπολογίζουν ότι οι υποψίες στρέφονται προς τον Άρθουρ Ντέιβις. Όλοι οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας πήγαν σε δημόσια σχολεία, στη συνέχεια γνωρίστηκαν ο ένας με τον άλλον, στην Οξφόρδη ή στο Κέιμπριτζ, προτού προχωρήσουν σε εξέχουσες σταδιοδρομίες στη νομοθεσία, στην ιατρική, στον στρατό, στην κυβέρνηση, σε διοικητικές γενικώς υπηρεσίες της χώρας τους. Ίσως, μια μικρή εξαίρεση από αυτούς τους κύκλους να αποτελούσε ο Ντέιντρι, ο οποίος δυσκολευόταν  να διαβάσει τον κώδικα και τους τρόπους των αγγλικών ανώτερων κοινωνικά  τάξεων. Ενώ  συμβαίνουν όλα αυτά, ο Κάσελ  αντανακλά στη μνήμη του  με αγωνία το παρελθόν του, την εποχή που ως πράκτορας της MI6 στη Νότια Αφρική, ερωτεύτηκε μια μαύρη γυναίκα παραβιάζοντας  τους νόμους περί διαφυλετικών σχέσεων   της χώρας εκείνης, με αποτέλεσμα να κληθεί για ανάκριση από την αστυνομία της Νότιας Αφρικής, και τις  έμμεσες απειλές που εκτόξευσε   ο  ανακριτής  εναντίον, όχι τόσο στον ίδιο, αλλά της ερωμένης του τότε και συζύγου του τώρα, στη Σάρα. Απελευθερωμένος από την ανάκριση, ο Κάσελ  χρησιμοποίησε τις επαφές του στο  αντι-απαρτχάιντ κίνημα, για να φυγαδεύσει τη Σάρα πέρα ​​από τα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, και τελικά στην Αγγλία, όπου την παντρεύτηκε, η οποία σημειωτέον  είχε το μωρό της από έναν άλλο μαύρο εραστή, και το οποίο υιοθέτησε στη συνέχεια ο Κάσελ ως γιο του, με το όνομα Σαμ. Τώρα, σε μια μεγάλη ειρωνεία της τύχης, ο ίδιος αξιωματικός της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης  που τον ανέκρινε πριν από επτά χρόνια, έχει πετάξει στην Αγγλία για να γίνει ο σύνδεσμος μεταξύ της χώρας του και της   MI6 σε μια νέαν επιχείρηση που άκουγε στο όνομα,   ‘Uncle Remus’. Εξηγεί στον Κάσελ,  ότι  η καπιταλιστική Νότια Αφρική είναι ζωτικής σημασίας για τα δυτικά συμφέροντα, ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής χρυσού, διαμαντιών και ουρανίου στον κόσμο. Απειλούμενη από σοβιετικές κομμουνιστικές ανταρτικές δυνάμεις στη Ναμίμπια και τη Μοζαμβίκη, η επιχείρηση ‘Uncle Remus’ σχεδιάζει να συγκεντρώσει πληροφορίες από την Νότια Αφρική, τη CIA, την MI6 και άλλες δυτικές υπηρεσίες. «…η χώρα σας και η δική μου, αλλά και οι ΗΠΑ φυσικά, έχουν κοινό μέτωπο, τώρα», του λέει ο Μίλερ, με αντικειμενικό στόχο την ανάπτυξη τακτικών πυρηνικών όπλων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ενάντια σε κάθε κομμουνιστική εισβολή  σε αυτές τις χώρες.

 

Graham Greene

 

Στη μέση του αργού ξεδιπλώματος αυτής της ιστορίας, με τους πολλαπλούς χαρακτήρες και τη δυναμική της, πραγματοποιούνται δύο σημαντικά γεγονότα. Είχαμε διαβάσει προηγουμένως για τον γιατρό Πέρσιβαλ να  συζητάει με ωμό τρόπο με τους Χάργκριβς και Ντέιντρι  τους διάφορους τρόπους για να δηλητηριάσει κάποιος ή να σκοτώσει έναν άνδρα, ώστε να μην αφήσει πίσω του κανένα ίχνος. Προς έκπληξη του αναγνώστη, προχωρά και δηλητηριάζει τον Ντέιβις με μια φυσική μυκητιασική τοξίνη, την αφλατοξίνη, σχεδιασμένη ώστε να δημιουργεί σταδιακή νέκρωση του ήπατος και να κάνει τον άρρωστο να πεθαίνει αργά για μια χρονική περίοδο μιας εβδομάδας με συμπτώματα όμοια με εκείνα της ηπατικής ανεπάρκειας, ανορεξία και λήθαργο. Στην πραγματικότητα, ο Ντέιβις πεθαίνει απροσδόκητα γρήγορα, μέσα σε εικοσιτέσσερις  ώρες. Ο «C» πετάει πίσω από την Ουάσινγκτον για την κηδεία, ξέροντας ότι ο Πέρσιβαλ   δολοφόνησε έναν από τους   άντρες του, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι απλώς λίγο  ενοχλημένος. Ο συνταγματάρχης Ντέιντρι θυμάται τις ανατριχιαστικές συνομιλίες που είχε με τον γιατρό Πέρσιβαλ   και υποψιάζεται έντονα ότι αυτός τον δολοφόνησε   με λίγα ή καθόλου αποδεικτικά στοιχεία και αποδοκιμάζει την πράξη του γιατρού σιωπηλά. Ο Κάσελ όμως  διατηρεί τις υποψίες του για τον θάνατο του Ντέιβις. Όλοι όμως αποδέχονται αυτή τη δολοφονία ενός από τους δικούς τους ανθρώπους. Και κυρίως επειδή, στη μεγάλη αποκάλυψη του βιβλίου, μαθαίνουμε ότι ο Άρθουρ Ντέιβις ήταν εντελώς αθώος επειδή είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο ίδιος ο Κάσελ, αυτός ο κατάσκοπος που διέρρεε τις απόρρητες πληροφορίες. Κι’ ενώ στο πρώτο μισό κομμάτι του μυθιστορήματος μάθαμε απλώς ότι εργαζόταν στο γραφείο, στη συνέχεια, μόλις αποκαλυφθεί το μυστικό του, διερευνώνται από τον Γκρην τα βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα  και οι εμπειρίες του που τον οδήγησαν ώστε να  γίνει διπλός πράκτορας και  προδότης εν τέλει της πατρίδας του. Βλέπουμε τον Κάσελ να πηγαίνει σε ένα ασφαλές σπίτι για να συναντήσει τον σύνδεσμό του, έναν Ρώσο που ονομάζεται Μπόρις, και εδώ ο Γκρην εξερευνά με ενθουσιασμό την ψυχολογική εξάρτηση του Άγγλου πράκτορα απ’ αυτόν, γιατί ο Μπόρις είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που γνωρίζει την απόλυτη αλήθεια για τον Κάσελ,  και στον οποίο μπορεί να είναι εντελώς ειλικρινής. «Δεν έχω κάνει αρκετά για να ξεπληρώσω το χρέος μου στον Κάρσον», λέει σε μια στιγμή του διαλόγου τους, ο Κάσελ στο Μπόρις. Οι συνομιλίες τους δείχνουν να μοιάζουν σαν μορφή θεραπείας, σαν την εξομολόγηση των Καθολικών, από την οποία ο εξομολογούμενος αναδύεται με καθαρισμένη και ελαφρύτερη   καρδιά. «…Ο Κάσελ είχε ξεσπάσει ως μανιοκαταθλιπτικός, το απόστημα είχε σπάσει, κι’ αισθάνθηκε μιας ανακούφιση που δεν την είχε αισθανθεί πουθενά αλλού». Σε αυτές τις σκηνές αποκαλύπτεται ότι η προδοσία του Κάσελ δεν είναι επ’ ουδενί ιδεολογική.  Ίσως να του άρεσαν ως χαρακτήρες  μερικοί κομμουνιστές που γνώρισε στη Νότια Αφρική, αλλά δεν είναι ο ίδιος πιστός στον κομμουνισμό, αφού όλα αυτά είναι δείγματα απλής ευγνωμοσύνης σε έναν   κομμουνιστή, τον Κάρσον, ο οποίος    συνέβαλε στην φυγή της Σάρας, όταν εκείνη κινδύνευε να συλληφθεί από την μυστική αστυνομία της Νότιας Αφρικής. «… Όλα ήταν καθαρά μεταξύ μας. Σου δίνω όλες τις πληροφορίες που θέλεις για το τμήμα μου. Ποτέ δεν προσποιήθηκα ότι συμμερίζομαι τα πιστεύω σου-ποτέ δεν θα γίνω κομμουνιστής», λέει σε μια συνομιλία τους ο Κάσελ στον Μπόρις. Υπάρχουν πολλές απόψεις και πολλά αποφθέγματα  διασκορπισμένα σε αυτό το κείμενο του Γκρην, όπως «η αγάπη είναι πιο επικίνδυνη από το μίσος», ή ότι «ο οίκτος είναι περισσότερο    θανατηφόρος από τον θυμό», ότι «η προδοσία είναι η μεγαλύτερη μορφή πιστότητας», και ούτω καθ’ εξής.

Στο μυθιστόρημα   πολλά από τα τμήματα καταλήγουν σε ένα άθλιο καταθλιπτικό συμπέρασμα. Ο Κάσελ  πιστεύει ότι ο Ντέιβις   μόνο στο θάνατο, είναι οριστικά «ελεύθερος». Η Σάρα αναρωτιέται αν ο Κάσελ γίνει ποτέ «ελεύθερος» για να της πει την πλήρη αλήθεια. Ο Κάσελ  ονειρεύεται να παρασύρεται από ένα αφρικανικό ποτάμι σε ένα μυθικό μέρος που ονομάζεται ‘Ειρήνη του Μυαλού’. Η μυστική θλίψη του Κάσελ είναι ότι απέτυχε να προστατεύσει την πρώτη του γυναίκα, που σκοτώθηκε από βόμβα κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της Αγγλίας, και τόσες άλλες  εικόνες που παραπέμπουν σε  στιγμές ανείπωτης δυστυχίας. Πάντως εδώ, όπως και αλλού σε πολλά μυθιστορήματα του Γκρην, φαίνεται πως ο κόσμος διευθύνεται από άντρες, αφού οι γυναίκες βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο και στα μετόπισθεν. Από την άλλη μεριά, ο Ντέιντρι βίωνε τις ενοχές του για   προσωπική αποτυχία, ένας άντρας κοντά στη συνταξιοδότηση όπου θα αντάλλασσε τη μια μοναξιά με την άλλη, μόνιμη πια. Μετά το θάνατο του Ντέιβις, ο Κάσελ ενημερώνει τον Ρώσο σύνδεσμό του,  ότι αποσύρεται πια, και δεν πρόκειται να τους δίνει πλέον άλλες πληροφορίες. Και τώρα προς το τέλος του βιβλίου, ο Κάσελ δίνει τη θέση στην παράνοια και οι τελευταίες ογδόντα περίπου σελίδες του μυθιστορήματος μεταφέρουν με επιτυχία το ολοένα και πιο ενοχλητικό αίσθημα του ότι οι ανώτεροι του είναι υπεράνω όλων και φυσικά του εαυτού του. Στέλνει τη Σάρα και τον Σαμ στο σπίτι της μητέρας του, λέγοντάς της να πει μια ψεύτικη ιστορία διαπληκτισμού ανάμεσά τους, αλλά στην πραγματικότητα επειδή θέλει να αντιμετωπίσει ότι συμβεί στη συνέχεια μόνος του.  Αφού περιμένει μια τεταμένη μέρα, μόνος,  στο άδειο σπίτι, τον επισκέπτεται ένας άλλος χαρακτήρας, ο ίδιος  επίσης απογοητευμένος και μοναχικός άνθρωπος,  με τον οποίο ο Κάσελ συζητάει για τον θάνατο του Ντέιβις, μεταξύ των άλλων.  Ο Κάσελ τον διαβεβαιώνει ανεπιφύλακτα ότι ο Ντέιβις ήταν αθώος. Φυσικά, θα μπορούσε να είναι σίγουρος γι’ αυτό μόνο αν ήξερε ότι κάποιος άλλος ήταν ένοχος για την διαρροή και μόνο απολύτως σίγουρος γι’ αυτό εάν ο ένοχος ήταν ο ίδιος… Ο Ντέιντρι,  φεύγοντας από εκεί, σταματά σε μια παμπ και τηλεφωνεί στους ανωτέρους του, Πέρσιβαλ και «C», λέγοντας ότι υποψιάζεται έντονα ότι η διαρροή οφείλεται στην Κάσελ, κάτι που ανέφερε επίσης ο Νοτιοαφρικάνος Μίλερ στον  επικεφαλής της υπηρεσίας. Ήταν η χρονική στιγμή κατά την οποία ο Ντέιντρι,  «σκέφτηκε πως ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος, πως δεν είχε καθήκοντα πια, ούτε υποχρεώσεις, αλλά ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει την απόλυτη μοναξιά που ένιωθε εκείνη τη στιγμή».

Τα λιμάνια και τα αεροδρόμια ενημερώνονται με αντίγραφα της φωτογραφίας του Κάσελ και με το δίχτυ να σφίγγεται επικίνδυνα γύρω του. Στη συνέχεια, καθώς ο Κάσελ κάθεται ιδρωμένος και πανικοβλημένος στο σπίτι του, μια από τις επαφές τού χτυπά απροσδόκητα την πόρτα, κι’ αυτός ήταν κάποιος που δεν περίμενε,  ένα μέλος του αγγλικού κομμουνιστικού κόμματος, που τον οδηγεί σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο Χίθροου ενώ παράλληλα συζητούσαν για τα δικαιώματα και τα λάθη του σοβιετικού κομμουνισμού στα διάφορα μέρη της γης, αλλά δυστυχώς, συναντά έναν γνωστό του από την Αμερική που επιμένει να καθίσουν  για ένα ποτό στο μπαρ. Μόλις ήταν ασφαλής στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ένας άλλος ξένος που  αναγνωρίζεται ως ο επόμενος σύνδεσμος στη διαδρομή διαφυγής του Κάσελ, κόβει τα μαλλιά και τα φρύδια του, εφαρμόζει ένα λεπτό ψεύτικο μουστάκι και του δίνει ένα λευκό μπαστούνι και ψεύτικο διαβατήριο, με σκοπό να πάρει την επόμενη πτήση προς το Παρίσι.

 

 

Η αφήγηση μεταβαίνει στη Σάρα καθώς φτάνει και μένει με τη  μητέρα του Κάσελ, και οι φιλικές μέρες περνούν και στον Σαμ δεν   αρέσει το νέο του σχολείο και η Σάρα δεν έχει κανέναν  να μιλήσει και ο αναγνώστης αναρωτιέται αν ο Κάσελ  κρατείται και ανακρίνεται. Κανένα από τα μυθιστορήματα του Γκρην   δεν   φαίνεται σαν πραγματικά γρήγορο θρίλερ με τη γνωστή  γρήγορη δράση. Αυτό που ξεχωρίζει όμως στα περισσότερα, όπως και σε αυτό, είναι ότι δημιουργεί μια ατμόσφαιρα φοβερού άγχους και ανησυχίας, με ένα αυξανόμενο αίσθημα τάσεων αυτοκτονίας στους πρωταγωνιστές του. Η αγωνία του αναγνώστη, τώρα, δείχνει να υφίεται   όταν η αφήγηση επιστρέφει στον Κάσελ που βρίσκεται πλέον  στη Μόσχα, αφού κατάφερε και δραπέτευσε και είναι ασφαλής.

Τον βλέπουμε να εισέρχεται  στο πολυτελές διαμέρισμά του και να ξεναγείται σε αυτό από έναν  αξιωματούχο της KGB, ενώ συναντά και  κάποιους άλλους  εξόριστους Άγγλους κατασκόπους, όμως το μόνο που θέλει ο Κάσελ είναι να του φέρουν τη Σάρα και τον Σαμ, να ξανασυνδεθούν με τα μοναδικά και αγαπημένα του πρόσωπα. Αλλά η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κι’ ούτε  υπάρχει πάντοτε κάποιος Κάρσον για να κανονίσει τη διαφυγή της όπως ακριβώς έγινε στη Νότια Αφρική. Και το βασικό πρόβλημα και εμπόδιο, αποδεικνύεται ο Σαμ. Και έτσι το μυθιστόρημα τελειώνει με ένα τηλεφώνημα όταν, μετά από εβδομάδες απογοήτευσης, ο Κάσελ τελικά συνδέεται στον αριθμό της μητέρας του, η Σάρα του απαντά στο τηλέφωνο και έτσι αρχίζει μια νέα  σελίδα που δηλώνεται η αμοιβαία αγάπη τους και αναρωτιούνται πότε θα ιδωθούν ξανά. Αλλά ξαφνικά η γραμμή κόβεται! Ο Γκράχαμ Γκρην για ακόμα μια φορά επιστρέφει στον θαυμαστό και αγαπημένο του  κόσμο των μυστικών διπλωματών, των ξένων αποστολών, των κατασκόπων,  των προδοτών, φέρνοντας αντιμέτωπες τις έννοιες του εθνικού συμφέροντος  από τη μια μεριά, και τον ευαίσθητο και απρόβλεπτο εν πολλοίς ανθρώπινο παράγοντα, από την άλλη. Οι περιρρέουσες αμφιβολίες, η γενικευμένη αβεβαιότητα, ο εκπατρισμός, η νοσταλγία,  το άγχος και τα ηθικά διλήμματα των πρωταγωνιστών, η ελπίδα και η απογοήτευση, η ανυπακοή και η προδοσία, βρίσκονται διάχυτα στις σελίδες του ενδιαφέροντος κειμένου.   Άλλο ένα διαχρονικό και τρυφερό συνάμα βιβλίο του μεγάλου Άγγλου συγγραφέα που σημάδεψε ποικιλοτρόπως την εποχή του και όχι μόνον, από τις εκδόσεις ‘Πόλις’.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top