Fractal

Σύγχρονη Σλοβάκικη ποίηση

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης //

 

«Ανθολογία νέων Σλοβάκων ποιητών», Μάρτιν Κότσις, Λάντισλαβ Λίμπτσεϊ, Βερόνικα Ντιανισκόβα, Γιάννα Πατσαλόβα, Γιουλιάνα Σοκολόβα, Μίχαλ Τάλλο, Τόμας Ραντόσλαβ, Εύα Τομκουλιακόβα, Πέτερ Τσίμπο. Ανθολόγηση: Μαρία Φερεντσουχόβα. Μετάφραση: Σύλβια Οκαλιόβα. Εκδ. Βακχικόν, σελ. 180

 

Είναι σημαντικό για τις γενιές μας να φέρνουν περισσότερη ποίηση στην καθημερινότητά μας. Η ποίηση είναι σε θέση να συνδέει τους ανθρώπους, να συνδέει τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Προσεγγίζοντας την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, δοκιμαζόμαστε ως αναγνώστες, συν-αισθανόμαστε τις αγωνίες άλλων κοινωνιών, μέσα από τη συνειδητοποίηση των πολιτισμικών διαφορών. Με την αλλόγλωσση ποίηση οικειοποιούμαστε την υπερεθνική εμπειρία και επαφή. Ο ποιητής σε κάθε γλώσσα και πολιτισμό είναι ένα πρίσμα που διαθλά τις αγωνίες της κοινωνίας του, «ένα αντιληπτικό όργανο που παράγει βιωματικά μοντέλα και χωρίς τέτοια μοντέλα δεν μπορούμε σχεδόν τίποτα να αντιληφθούμε», όπως έγραφε ο Vilem Flusser. Η επαφή με την ξενόγλωσση λογοτεχνία, και ειδικά με εκείνη των μικρών πληθυσμιακά κρατών, μας οδηγεί σε ένα πρωτότυπο αναγνωστικό εργαστήρι και μας καθιστά συμμέτοχους στην εμπειρία και τους πειραματισμούς άλλων γλωσσών. Γιατί τελικά η ποίηση δεν παύει να είναι μία προβολή της γλώσσας, της κάθε γλώσσας κι έμμεσα της δικής μας.

Με ένα τέτοιο σκεπτικό δεν μπορώ παρά να επαινέσω τη σειρά δίγλωσσων ποιητικών βιβλίων τη εκδόσεων βακχικόν. Ένας θησαυρός στα χέρια των ποιητών και τη κριτικών, όπως αυτό το βιβλίο για τους νέους Σλοβάκους ποιητές («ανθολογία νέων Σλοβάκων ποιητών», βακχικόν, 2018).

Είκοσι επτά χρόνια μετά τη “βελούδινη επανάσταση” και το διαζύγιο με τον μεγαλύτερο αδελφό της, την Τσεχία, το 1992, η Σλοβακία –μια χώρα με πληθυσμό μόλις πέντε εκατομμυρίων– εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη εκτός της Κεντρικής Ευρώπης. Σε αντίθεση με τον ετεροθαλή αδελφό της, δεν έχει ακόμη φέρει στην επιφάνεια γνωστούς στο εξωτερικό ποιητές, κάτι που επιτείνει την αναγκαιότητα τέτοιων μεταφραστικών εργασιών. Πολλοί, άλλωστε, εξακολουθούν να συγχέουν τη Σλοβακία με τη Σλοβενία και ακόμα περισσότεροι τη σλοβακική γλώσσα με την τσεχική. Ακόμα και σύγχρονες δεκάδες κριτικές μελέτες, μπερδεύουν τους εκπροσώπους της σλοβακικής ποίησης με τους Τσέχους συναδέλφους τους. [Η σλοβακική είναι στην πραγματικότητα μια ξεχωριστή γλώσσα με τις δικές της παραδόσεις, τον δικό της πολιτισμό και τη δική της λογοτεχνία. Μέρος κι αυτή του Βασιλείου της Ουγγαρίας για αιώνες, στερήθηκε τη μακρά και λαμπρή λογοτεχνική παράδοσης των Τσέχων και των Πολωνών. Η σλοβακική γλώσσα καθιερώθηκε ως γραπτή κατά τη διάρκεια των “εθνικών αναβιώσεων” που συγκλόνισαν μεγάλο μέρος της πρώην αυστριακό-ουγγρικής αυτοκρατορίας.]

Τα τελευταία χρόνια, και μετά την ανεξαρτητοποίηση, τις τελευταίες δεκαετίες, η σλοβακική λογοτεχνία γνώρισε μια έκρηξη νέων εκπροσώπων, νέων ασκητών του λόγου. Μια εντυπωσιακή πτυχή αυτής της νέας εξέλιξης είναι ο αριθμός των γυναικών, που αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο ποσοστό της σλοβακικής γραφής από ποτέ. Μετά το 1989 και ενώ φαινόταν ότι θα γεννιόταν μια πλημμυρίδα δημιουργικής ενέργειας στον πολιτισμό και την τέχνη, τούτο δεν συνέβη. Οι συγγραφείς της εποχής αισθάνθηκαν άβολα με τη νέα κατάσταση. Η κοινωνική τους κατάσταση ξαφνικά άλλαξε. Η νέα γενιά έφερε μια ποιητική επανάσταση. Κοινωνικά με μικρές μνήμες από το προηγούμενο καθεστώς και νωπές τις μνήμες της αναγέννησης του εθνικού κράτους, οι νέοι ποιητές συσσώρευσαν φαινόμενα που από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, έγιναν η ριζικά νέα μορφή της σλοβακικής λογοτεχνίας.

Μετά τη θεμελιώδη αποπολιτικοποίηση, που εμφανίστηκε μετά το 1998, η σλοβακική λογοτεχνία απέκτησε έναν νέο τρόπο αυτοσυνείδησης σε ένα παγκοσμιοποιημένο πεδίο εθνικών κουλτούρων, με την επικυριαρχία της ευρωπαϊκής πολιτιστικής βιομηχανίας, όπως θα έλεγε ο Adorno, και την εφεύρεση των τεχνολογιών της πληροφορίας. Τις τελευταίες δεκαετίες, υπάρχει μία ταχύτατη ανάπτυξη της ηλεκτρονικής παρουσίασης. Τα κοινωνικά δίκτυα έγιναν κεντρική πτυχή του λογοτεχνικού κοινού. Το παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνίας επιτρέπει έναν σχεδόν εντελώς απεριόριστο τρόπο. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών επεκτάθηκε η δημοσιότητα της μη συμβατικής λογοτεχνίας.

Φαίνεται πως η σλοβακική λογοτεχνία –και τέχνη γενικότερα– έχει μπει σε μια νέα δημιουργική διαδικασία. Ο αριθμός των δημοσιευμένων έργων είναι αρκετά υψηλός, η ποικιλία των θεμάτων, των τάσεων και προσεγγίσεων είναι επίσης μεγάλη. Σύμφωνα με την  Dana Hučková (που ειδικεύεται στην έρευνα για τη σλοβακική λογοτεχνία του 20ού αιώνα και τα σύγχρονα ρεύματα) «πρόσφατα η σλοβακική λογοτεχνία έχει αποδείξει ότι είναι ένας βιώσιμος λογοτεχνικός οργανισμός στον οποίο συνυπάρχουν ποικίλες συνθετικές προσεγγίσεις και ομάδες συγγραφέων… Η σημερινή λογοτεχνία και η τρέχουσα λογοτεχνική ζωή παίρνουν διάφορες μορφές και, κυρίως, λειτουργούν σε ένα περιβάλλον το οποίο τουλάχιστον δέχεται προς το εξωτερικό και ανέχεται αυτή την ποικιλομορφία».

Οι νεότεροι ποιητές σαφώς επηρεάζονται από τους παλαιότερους δημιουργούς, αλλά σύμφωνα με τον Peter Darovec «αρνούνται να αναλάβουν τον παραδοσιακό ρόλο της “εθνικής συνείδησης”». Πιστοί στο μεταμοντέρνο δεν επισημαίνουν τα ηθικά προβλήματα της κοινωνίας και δεν δείχνουν κάποια επιθυμία να απεικονίσουν την κοινωνία στο σύνολό της. Χωρίς προσδοκίες ως προς την εμπορική επιτυχία των έργων τους, δεν αναζητούν κάποιον ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας με μελλοντικούς αναγνώστες. Για τον Σλοβάκο κριτικό, «η λογοτεχνία έχει γίνει ένα πνευματικό χόμπι με όλες τις θετικές και αρνητικές πτυχές της». Στα θετικά πιστώνει την απεριόριστη ελευθερία γραφής και στα αρνητικά την έλλειψη διάδρασης με τους αναγνώστες. Σημειώνει χαρακτηριστικά πως «η σλοβακική λογοτεχνία συχνά μοιάζει με έναν ιδιωτικό διάλογο ανάμεσα στον δημιουργό και τους λίγους ενημερωμένους αναγνώστες, που κατά κάποιον τρόπο γνώρισαν το αισθητικό κλειδί στη γραφή του».

Οι πειραματισμοί (που η κριτική αποκαλεί “ριζοσπαστικούς”) είναι έντονοι στη σλοβακική στιχουργική αντανακλώντας τις κοινωνικοπολιτιστικές συνθήκες της νέας χιλιετίας, εκφράζοντας συχνά μια αμφιθυμία για τη ζωή στη μεταβιομηχανική εποχή, σε μια μετασοσιαλιστική καταναλωτική κοινωνία όπου η εικονική ζωή ξεπερνά την πραγματικότητα. Εμφανίστηκε ένα έντονο ενδιαφέρον για την ατομική ταυτότητα και τα υπαρξιακά ζητήματα, ενώ διακρίνεται μία τάση που επικεντρώνεται σε πολιτιστικά και κοινωνικά φαινόμενα, με θέματα που αναφέρονται ανοιχτά σε σύγχρονα γεγονότα και προβλήματα εθνικού ή παγκόσμιου πεδίου. Υπάρχει μια εμφανής δυσαρέσκεια με πρακτικές προσανατολισμένες στον καταναλωτισμό, την τεχνοκρατία και την ατομικότητα, τις οικολογικές ανησυχίες αποτυπώνοντας κοινωνικές εντάσεις και βεβαίως τις σχέσεις εξουσίας (πόσο κοινά μάς φαίνονται αν τα φέρουμε δίπλα στη νεότερη –βιολογικά– ελληνική ποίηση).

Σημαντική τομή αποτελεί η Γενιά της Αναισθησίας (ANesthetic GenDeration), όνομα που απέδωσαν οι κριτικοί σε μια ομάδα ποιητριών που χρησιμοποιούν υλικά από ένα πλήθος άλλων αντικειμένων (διαφήμιση, τη φιλοσοφία, την αρχιτεκτονική, την ιατρική) αποκαλύπτοντας όχι μόνο την κοινωνική καταγωγή, αλλά και τον τρόπο που η σύγχρονη ποιητική γλώσσα επηρεάζεται από άλλους επιστημονικούς τομείς. Στη Γενιά της Αναισθησίας διακρίνεται ένας ουδέτερος τόνος και μια χρήση όρων που τελικά τη φέρνουν σε αντίθεση προς το ποιητικό παρελθόν της χώρας και την πίεση απέναντι στον παραδοσιακό ρόλο της ποιήτριας, με σύντομους στίχους για οικεία θέματα, τη φύση ή την ποίηση για παιδιά. Η τάση αυτή συναρτά ένα ενδιαφέρον υλικό προς μελέτη των Σπουδών Φύλου, καθώς συνδέεται με τη μετακομμουνιστική φεμινιστική λογική της Σλοβακίας. Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται αποστασιοποιημένο μέσα σε ένα παιχνίδισμα του στίχου με τη μουσική, τις αφηρημένες έννοιες και την τονική μετατόπιση, δημιουργώντας ένα δυναμικό συναισθηματικό πεδίο.

Σύμφωνα με την Ivana Hostová, η ενοποιητική στιγμή αυτού του ρεύματος ήταν η παράλληλη εκμετάλλευση διάφορων μεταμοντέρνων διαδικασιών και η παραίτηση από την ύπαρξη νοήματος (κάτι που συνδέεται άμεσα με την Αποδόμηση του Derrida) αναζητώντας τη δυνατότητα αυθεντικής μαρτυρίας και εμπειρίας. Το πρόβλημα της αισθητικής αξίας μαζί με την αμφισβήτηση ή την εξάντλησή της ως δημιουργικής πνοής συνυπάρχουν. Τα έργα της Anesthetic GenDeration έγιναν μια άλλη στυλιστική σύμβαση, η οποία υιοθετήθηκε από την ποιητική ορολογία ως μια αντίδραση στη στασιμότητα της σύγχρονης ποίησης, απορρίπτοντας τις έννοιες της αυθεντικότητας, της ταυτότητας ή της μη κειμενικής πραγματικότητας. Ωστόσο, αυτή η χειρονομία, αν και οι μέθοδοι και τα μέσα της είναι πρωτότυπα, μπορεί να θεωρηθεί ως μια μεταμοντέρνα κατάσταση που αψηφά την απουσία, την αίσθηση, τη συμμετοχή, την πραγματικότητα και την ταυτότητα (Hostová, 2014:33-35).

Η Juliana Sokolová υιοθετεί μια “αποσπασματική” ποιητική. Οι στίχοι της μοιάζουν με πολυσύλλαβες ψηφίδες σε έναν καινοτόμο πειραματισμό. Αποφθεγματική, με σαφή φιλοσοφικό προσανατολισμό αποτελεί μέρος της  γενιάς της αναισθησίας με τα στιχουργικά της σπαράγματα, που εδράζονται σε μία βαθιά μελέτη της φιλοσοφίας, με επίκεντρο τη νόσο και την ιατρική, και σε επαφή με την αγγλόφωνη λογοτεχνία. Αποστασιοποιείται από το υποκείμενο μέσα από τη διάθλαση της μορφής και τον θρυμματισμό του περιεχομένου. Από την άλλη, την ποίηση της Jana Pácalová διακρίνει η ίδια αποστασιοποίηση της ANesthetic GenDeration. Η μητρότητα, ως πυρηνικό θέμα, μέσα στο απόμακρο συναισθηματικά πλέγμα της αναισθησίας αντικρούει τον ιδεαλιστικό ρόλο της μητέρας, επαναπροσδιορίζοντας τη θηλυκή ταυτότητα. Ο λόγος αποσπασματικός, κοφτός και ψυχρός, ως προς τη θερμοκρασία αφήγησης, μετατρέπει την Σύλβια Πλαθ και τη μητρότητα σε σύμβολα κατά της παραδοσιακής αντίληψης για τη μάνα. Η απουσία υπομονής, η κατάθλιψη, η διαρκής αγωνία για το παιδί καταρρέουν στους στίχους της Σλοβάκας ποιήτριας.

 

Μία τάση που διακρίθηκε τη δεκαετία του 90 και επηρέασε πολλούς ποιητές είναι η κειμενική γενιά. Η αποδόμηση  και το μεταμοντέρνο επηρέασε σημαντικά την –αυτοαποκαλούμενη– Text Generation. Αυτή αποτέλεσε μία τομή στην εξαγωγή της σλοβακικής λογοτεχνίας, καθώς ποιητές της τάσης συμπεριλήφθηκαν στη μετάφραση του Arc’s Anthology A Fine Line. Η τάση γνώρισε αποδοχή από νέους ποιητές και σε μία δεύτερη φάση εμπλουτίστηκε με εκπροσώπους[1]. Οι πειραματισμοί αυτοί, σύμφωνα με την Hostova (Hostová, 2015), υιοθετούν μία πειραματική-αποδομητική προσέγγιση στο ποιητικό κείμενο. Το πείραμά τους βασίζεται στην αποδόμηση των παραδοσιακών ποιητικών μορφών που επιτεύχθηκαν κυρίως με την αποφυγή του συναισθηματισμού και τη διαγραφή των ιχνών του γράφοντος από το θέμα. Πειραματίζονται με το μεταμοντέρνο και το λαϊκό συνδέοντας ετερόκλητα στοιχεία σε μία ποιητική πολυφωνική με ειρωνική διάθεση, που κατάγεται από την απεικονιστική παράδοση των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.

Η ποίηση της Eva Tomkuliaková πειραματίζεται με τα θρυμματισμένα νοήματα και τις αποσπασματικές λεκτικές εικόνες. Ενσωματώνει τη φιλοσοφία της αποδόμησης οδηγώντας σε μία πληθυντική ερμηνεία κατά την οποία δεν υπάρχει μόνο μία ανάγνωση. Το νόημα και η ερμηνεία είναι ανοιχτά σε κάθε αναγνώστη. Η κυριαρχία της αλογίας και οι διαφορετικές φωνές δημιουργούν μία ρευστή πολυφωνικότητα. Η χρήση όρων από διάφορες επιστήμες ενισχύει την πληθυντική αυτή φωνή σε μία αποστειρωμένη εκδοχή της. Ο Martin Kočiš είναι πιο εικονιστικός, σε μία ψηφιακή -θα λέγαμε- εξέλιξη της εικονοποίησης. Οι συνθέσεις του κινούνται περισσότερο στο οπτικό πεδίο δημιουργώντας αυτό που λέμε μετακείμενα. Το νόημα διασπάται από το γραφιστικό σε μία αποδόμηση της ίδιας της ποίησης. Από την άλλη ο Peter Cibo αποτυπώνει στην ποιητική του τη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία της Σλοβακίας μέσα από ένα αφαιρετικό γλωσσικό παιχνίδισμα. Τα led, το neon και διάσπαρτες αγγλικές/διεθνείς λέξεις ή με καταγωγή από τον ψηφιακό κώδικα αντικατοπτρίζουν μία οπτική της νέας γενιάς μέσα σε έναν παγκοσμιοποιημένο τεχνολογικό λαβύρινθο. Η ποίησή του είναι πιο εσωτερική, όμως, καθώς το κοινωνικό στοιχείο -με δόσεις ειρωνείας- γίνεται αιτία αναζήτησης ατομικής ταυτότητας. Ο στίχος του θρυμματισμένος και ακατάστατος τυπογραφικά αισθητοποιεί ακριβώς αυτή την αγωνία.

 

 

Τη σύγχρονη πολυπολιτισμική ρευστότητα αγγίζει και η ποιητική του Ladislav Lipcsei με την έντονη εικονοποιία του, αν και δεν ανήκει στη λεγόμενη text generation. Αυτό που ξεχωρίζει στη θεματική του είναι η αναζήτηση της ταυτότητας. Η queer theory και η αναζήτηση της ταυτότητας συνδέονται άρρηκτα στη στιχουργική του. Το ποιητικό υποκείμενο αναζητά τον δικό του ρόλο σε έναν κόσμο πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό, πολυεθνικό κι ετεροφυλόφιλο. Το ένα ποίημα του στην ανθολογία με σαφήνεια τον εντάσσει στο ομοερωτική ποίηση με έμφαση στην κοινωνική ταυτότητα, κάτι που παρατηρείται και στη δεύτερη πολύστιχη σύνθεση. Λάγνος και λυρικός αφήνει τον πλούσιο συναισθηματισμό να ρέει από τις ρωγμές των λεκτικών εικόνων και της ρευστής εικαστικής του, η οποία αισθητοποιεί τον πλούτο των εικόνων που πολιορκεί τη νέα γενιά. Πιο λυρική και πιο εσωτερική είναι η ποίηση της Veronika Dianišková. Αξιοποιώντας τη μικρή φόρμα μετατρέπει τις εξωτερικές εικόνες σε εσωτερική αναζήτηση. Συμβολισμοί διατρέχουν όλη τη στιχουργική της σε μια υπαρξιακή αγωνία που ζωντανεύει στην εικαστική απόδοσή της. Ακόμα πιο βαθιά είναι η ποιητική του Michal Tallo, που εστιάζει στο εσωτερικό. Πειραματίζεται με την οπτική του στίχου, τον θρυμματισμό του. Στην ποιητική του αποτυπώνεται η αστική αλλοτρίωση, το “ιδιωτικό όραμα”, όπως έλεγε ο Bowra για την ευρωπαϊκή ποίηση από το 1920 έως το 1965. Οι ποιητικοί του τόποι απρόσωποι με το ποιητικό υποκείμενο να αναζητά τον δικό του χώρο. Ο Radoslav Tomáš είναι πιο συναισθηματικός. Με τη γρήγορη κίνηση των νοημάτων και τη ζωντανή, πολύχρωμη, εικαστική του αποδίδει μία κινηματογραφική οπτική. Πειραματιζόμενος με τον στίχο και την πεζοποίηση μέσα από το αφηγούμενο συμβάν, με κεντρικό χαρακτήρα το πρωτοενικό υποκείμενο, εξάγει ανεμπόδιστα ένα συναίσθημα που κατακλύζει τον αναγνώστη κι ελεύθερος εκείνος στοχάζεται πάνω στο ποίημα. Μετατρέπει το ατομικό βίωμα σε συλλογική εμπειρία. Η ηχητική του πολυφωνία αποδίδει τον χαρακτήρα του κεντροευρωπαϊκού σταυροδρομιού στο οποίο ζει και την παγκοσμιοποιημένη οπτική της νέας γενιάς.

 

Επιλογικά, η μετάφραση, κατά τον Lawrence Venuti, αποτελεί μια μοναδική περίπτωση διακειμενικότητας, καθώς περιλαμβάνει (α) σχέσεις ξένου κειμένου με τα υπόλοιπα κείμενα, στη γλώσσα του και σε άλλες γλώσσες· (β) σχέσεις του αλλόγλωσσου κειμένου με τη μετάφρασή του· (γ) σχέσεις της μετάφρασης με τα άλλα κείμενα, στη γλώσσα υποδοχής ή σε άλλες (Venuti, 2006:18). Για τον Morel «τα διακειμενικά παιχνίδια εμπλέκουν το σύνολο των κειμενικών παραμέτρων, από τη γενικότερη του είδους στο οποίο ανήκει το κείμενο ως την πιο μικρή λεπτομέρεια της εκφοράς του» (Morel, 2006:12). Το κείμενο που μας παραδίδεται εμπεριέχει ήδη έναν  αναγνώστη με ενσωματωμένους τους ορίζοντες προσδοκίας του και το πολιτιστικό του υπόβαθρο με τις συναισθηματικές και αισθητικές αντιδράσεις του. Άλλωστε, η «διακειμενικότητα είναι τρόπος πρόσληψης του κειμένου, είναι ο ίδιος ο μηχανισμός πρόσληψης της λογοτεχνίας». Έτσι δημιουργείται ένας “διακειμενικός κόμβος” από την εθνική γλώσσα καταγωγής του κειμένου προς τη γλώσσα μετάφρασης και άλλες γλώσσες ή πολιτισμούς.

Για τον Καγιαλή (1999) «πρέπει να αποδεσμευτούμε και από την αντίληψη που αμφισβητεί τη δυνατότητα της μετάφρασης να παράγει λογοτεχνικό κείμενο ικανό να διαβαστεί, να αξιολογηθεί και να διδαχθεί αφεαυτού –μια αντίληψη που τελικώς εκχωρεί το μεταφρασμένο κείμενο στην εθνική λογοτεχνία του πρωτοτύπου, με αποτέλεσμα να δημιουργεί πλήθος αναστολών». Κρίνουμε αναγκαία την  εμπιστοσύνη στη μεταφραστική εργασία όσο και την επαφή με την νέα ευρωπαϊκή λογοτεχνία, κάτι που συνδέεται κι ενθαρρύνει την αναγνωστική αυτοπεποίθηση. Εξάλλου, η μετάφραση σήμερα θεωρείται μια πολιτισμική διαμεσολάβηση, κάτι που την θέτει, ως διαπίστωση, στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο παραγωγής και πρόσληψής του.

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

[1] Στην αρχή συμμετείχαν ο Peter Macsovszky, ο  Peter Sulej, ο Andrej Hablak, ο Martin Solotruk, ο Michal Habaj και η Nora Ruzickova. Στο δεύτερο ρεύμα, προσχώρησαν η Katarina Kucbelova και αρκετοί άλλοι ποιητές που αξιοποιούν τις διάφορες πτυχές της ποιητικής της γενιάς κειμένων, αλλά παράλληλα αναπτύσσουν την ατομική τους ποιητική, όπως η Maria Ferencuhovd.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top