Fractal

«Η κάθε λέξη είναι μια επίκληση / κι ας είναι ανύπαρκτος ο παραλήπτης»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Τόλης Νικηφόρου, «ανώνυμοι», Μανδραγόρας, Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2021, σελ. 48

 

Στο τεσσαροκοστό του βιβλίο έφτασε αισίως ο πολυγραφότατος Τόλης Νικηφόρου, όπως επεξηγεί στο ομότιτλο ποίημα. Φωτονοσταλγία, σκοτοφοβία, τρόμος κενού ή απλώς η ανάγκη να διοχετευθεί το θρησκευτικό αίσθημα του νοήμονος ανθρώπους μέσα από λέξεις που λειτουργούν ως επικλήσεις σε έναν «άγνωστο θεό»;

«η κάθε λέξη είναι μια επίκληση / κι ας είναι ανύπαρκτος ο παραλήπτης / ή εκ γενετής κουφός […] η κάθε λέξη ο κάθε στίχος / το κάθε νέο βιβλίο μου / είναι μια πύρρειος νίκη // αφού επιμένει κυρίαρχη / η αίσθηση τής ματαιότητας» (σελ. 39).

Η προβληματική όμως σχέση με το «θείον» που παραπέμπει σε κάποιον συνυποδηλούμενο αγνωστικισμό εκδηλώνεται κι αλλού:

«οι ευτραφείς πομπώδεις ιερείς / που υμνούν έναν πανάγαθο / έναν παντοδύναμο θεό / σε μεγαλοπρεπείς ναούς // το αιχμάλωτο πλήθος που καταπίνει / το τεράστιο ψεύδος / ως καταφύγιο από χιλιάδες φόβους / και κυρίως τον φόβο του θανάτου // κι όσοι στην ερημιά απελπισμένοι / από το θέατρο αυτό του παραλόγου / γράφουν μάταιες λέξεις και δακρύζουν» (σελ. 36).

Όμως και οι περίφημοι θεοί του Ολύμπου μοιάζουν να νιώθουν ένοχοι για την αθανασία τους στο καταληκτικό ποίημα «χαμογελάνε μελαγχολικά οι θεοί»: «…βλέπουμε τους δώδεκα θεούς / να χαμογελάνε μελαγχολικά // σαν να ζητάνε εκείνοι / τη δική μας επιείκεια» (σελ. 43).

Ο αγνωστικισμός του όμως είναι προφανής και στο ποίημα «δακρύζει η γνώση»: «είναι αδιέξοδη / είναι καταθλιπτική / κι όμως όλοι αγωνίζονται να την κατακτήσουν […] η γνώση όλου του κόσμου / δακρύζει / μπροστά σ’ ένα παιδικό χαμόγελο» (18).

Το μοτίβο της παιδικής αθωότητας και της παραδεισένιας νιότης κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες ενός πατέρα εξιδανικευμένου όπως ο έρωτας για τις μελαγχολικές ψυχές που αναζητούν το Φως ως συνώνυμο της Αλήθειας, της Χαράς και της ζωής, της ομορφιάς εν τέλει.

Νεορομαντικός ο ποιητικός χαρταετός του Τόλη Νικηφόρου ανεβαίνει ψηλά σα να έλκεται από εκείνο που τυφλώνει τους πολλούς, το άλυτο μυστήριο…

«Η νοσταλγία της ανάμνησης» είναι πανταχού παρούσα [κι ο Ευάγγελος Παπανούτσος θα χαιρόταν που θυμόμαστε ακόμα αυτόν τον όρο από την λυκειακή «Ψυχολογία του»].

Φωτοπλανημένες οι ψυχές απηχούν νεοπλατωνικά πρότυπα και συνηχούν με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτιστικό εποικοδόμημα.

Η ψυχή παρουσιάζεται σε αυτό το ποιητικό σύμπαν ως οδηγός
«προς την πατρίδα και το φως» (σελ. 10).

Η αμφισβήτηση της περίφημης ελεύθερης βούλησης φαίνεται καθαρά στα συνεχόμενα ποιήματα «τα ζάρια επιλέγουν» και «μες στο σκοτάδι και το φως»: …κληρονομήσαμε ταυτόχρονα την ελευθερία και το πεπρωμένο». Αλλού μεγαλοποιείται ο παράγοντας Τύχη: «…κι αν με κάποιο τρόπο είχε αφαιρεθεί / έστω και ένα ζάρι ή τούβλο / απ’ την πολυετή αυτή αλληλουχία / το οικοδόμημα της ύπαρξής μας / θα είχε καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος» (σελ. 11).

Ο λόγος χαρακτηρίζεται από τον ποιητή Τόλη Νικηφόρου ως «περίτεχνη ψευδαίσθηση» (σελ. 12), κι όμως εκείνος «επιμένει να γράφει πάνω στο νερό» [παραπέμποντας στο σεφερικό «περιγιάλι»].

Επίμονο το εσωτερικό φως, καθοριστικό («με την ψυχή στα δόντια», σελ. 42).

Η ζωή ως θέατρο και ο θάνατος ως αυλαία που αφήνει άλυτη την βασική υπαρξιακή απορία όλων μας («το νόημα του έργου», σελ. 41).

 

Τόλης Νικηφόρου

 

Θλίψη, φόβος και χαμόγελο, που δεν είναι πάντα μελαγχολικό, ισόβια αγάπη, η δίψα ης ψυχής για την ουτοπία, για το αδύνατο, η φυγόκεντρος προς άλλες διαστάσεις με πολλές ενδιάμεσες στάσεις… Αυτή είναι η θεματική αυτού του βιβλίου που περιστρέφεται γύρω από τους γενεσιουργούς άξονες του Έρωτα και του Θανάτου.

Ποιητική ζωγραφική, ανθρωπομορφική απεικόνιση της Φύσης («θαύματα φθινοπωρινά», σελ.31).

Η θλίψη συναγωνίζεται το φως σε αυτό το ποιητικό εργαστήριο («αγγίζοντας το θαύμα», σελ. 30).

Κι από το ποίημα «δέος» απομονώνουμε τον καταληκτικό στίχο: «μέσα στο θάνατο / όλα είναι φως» (σελ. 29).

Το ποίημα «ίσως σαν μακρινό άγγιγμα» (σελ. 27).

Εξιδανίκευση («ο έρωτας», σελ. 25).

Ωκεάνιο συναίσθημα («άνοιξη μέσα στο φθινόπωρο», σελ. 21).

Στον ιδεατό αγώνα η Γνώση χάνει από την αθωότητα με μηδέν-ένα (σελ. 18).

Ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό της συγκεκριμένης ποιητικής νοσταλγίας το ποίημα «η θέα της πλατείας τον χειμώνα» (σελ. 17).

Ο ποιητής αποχαιρετά και δοξάζει τα εγκόσμια με πλήρη επίγνωση της ματαιότητας των πάντων:

«είμαστε όλοι ανώνυμοι / άμμος που σκορπίζει ο χρόνος / στην έρημο του κόσμου…» (σελ. 9).

Άξιος ο μισθός του. Περιμένουμε πολλά διαμάντια, σπαράγματα της διονυσιακής αφθονίας του. Την δική του χειμαρρώδη πληθωρικότητα θα ζήλευαν πολλοί ομότεχνοί του. Έτσι όμως είναι τα ποιητικά ποτάμια. Από τα «σιγαλά» να φοβάσαι. Τα βροντώδη είναι σαν τους εκδηλωτικούς Κέρβερους: δεν δαγκώνουν, αφού είναι ήδη χορτάτοι από το ταλέντο τους.

Τόλη Νικηφόρου «εις πολλά τα έτη σου» τα ποιητικά. Να μακροημερεύσεις χάριν ημών και εις πείσμα κάποιων ολιγίστων ματαιοκαμάτων. Η ποίησή σου είναι μεστή, στοχαστική, ακόμα και τολμηρή θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει ο επαρκής αναγνώστης, με εκείνη την γαλήνια βακχεία των αμετανόητων εφήβων.

 

 

* O Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας , ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top