Fractal

Κριτικά φύλλα (18): Γιάννης Πατσώνης “Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο και άλλες ιστορίες”

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

Γιάννης Πατσώνης “Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο και άλλες ιστορίες”, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2019

 

Α] Ανέκαθεν η πεζογραφία του Γιάννη Πατσώνη είχε να κάνει με μια καταγραφή ιερή γεγονότων, αφήνοντας συγχρόνως στην πνοή του μοναδικού του ύφους ένα τρυφερό αποτύπωμα αγάπης για ανθρώπους που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο, αντιμετωπίζοντας κατά καιρούς αιχμές που τους λάβωσαν δια βίου. Αυτές ακριβώς οι παρουσίες, ως σταθερές λογοτεχνικές αξίες, πρωτοστατούν και στα 10 διηγήματα-αφηγήματα της πρόσφατης συλλογής του, Ανεμοδείχτες στην Επτάλοφο. 1]. Το πρώτο κείμενο, το οποίο δανείζει και στο βιβλίο τον τίτλο, αφορά την εξιστόρηση των Σεπτεμβριανών του 1955 στην Πόλη, όπως τα βίωσε μια ντόπια Ελληνίδα, η κυρα-Σεβαστή, που στην ουσία με την αφήγησή της καταθέτει την αγάπη για τον τόπο της, όχι μόνο για τους παθόντες Έλληνες, αλλά και για τους Τούρκους, καταγράφοντας παραστατικά την ψυχολογία τους. Το πογκρόμ αυτό κατά των Ελλήνων έγινε λόγω της γνωστής προβοκάτσιας των Άγγλων, που υπέδειξαν σε δυο Τούρκους να τοποθετήσουν βόμβα στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ και Προξενείο της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την εκδίωξη ενός μεγάλου πληθυσμού Ελλήνων από την Πόλη, που ολοκληρώθηκε στα έτη 1964, καθώς και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 με την εισβολή του Αττίλα Ι και ΙΙ στην Κύπρο. Αφήγηση άμεση, διανθισμένη με το τουρκοελληνικό ιδίωμα, όπως το μιλούσαν οι εκεί Έλληνες, με τοπογραφία καταγεγραμμένη θαυμάσια, όπως και οι ωμότητες σε μαγαζιά, η δολοφονία Ελλήνων και η καταστροφή ορθόδοξων ναών και νεκροταφείων. Είναι πια γνωστό πως στις επιθέσεις αυτές πρωτοστάτησαν και οι Κούρδοι της Ανατολίας, που έσπευσαν βάσει σχεδίου του τουρκικού παρακράτους με φορτηγά στην Πόλη. Διαβάζοντας το κείμενο, σχηματίζουμε την πεποίθηση  πως οι υπαίτιοι αυτής της καταστροφής ήταν πλανεμένοι. Ο αφηγηματικός λόγος του Γιάννη Πατσώνη έχει ρυθμό και διανθίζεται από ποικίλα σχόλια κα αναδρομές για μια ζωή που ήταν μια φορά, τότε που κυριαρχούσε η ειρήνη και η ηρεμία μεταξύ των δύο λαών. Ωστόσο, εκείνο που αντιλαμβάνεται ο απαιτητικός αναγνώστης είναι μια φράση που κυριαρχεί στη μνήμη, «εμείς μέναμε ανέκαθεν εδώ, εσείς ήρθατε μετά». Παρ’ όλα αυτά όμως, και εξαιτίας αυτών των γεγονότων και των μετέπειτα, «δεν λιγοστεύει ο καημός».

 

 

2]. Στο εκτενές αφήγημα «Αχ, το Ρηνάκι μου!» μιλάει ένας ψαράς. Ρηνάκι είναι η βάρκα του που του προσφέρει τα προς το ζην, η νυφούλα του. Ζώντας στην περιοχή της Χαλκιδικής εκφράζει την πίκρα του για την κρίση της παραδοσιακής αλιείας λόγω της υπεραλίευσης με τα σύγχρονα μέσα, και για τους Ιταλούς και τους Γάλλους που ρημάζουν τις θάλασσές μας. Η ζωή των ντόπιων ψαράδων καταγράφεται με θαυμαστή ενάργεια. Ο αφηγητής μάς μιλά για τη συμμετοχή του στον πόλεμο της Κορέας  και τον Εμφύλιο. Συνθήκες δεινές που μαλάκωσαν, θαρρείς, με το πέρασμα της ζωής χάρη στη Ρηνούλα του. Η ίδια η βάρκα τον παρασέρνει στο να καταθέσει μνήμες δεινές και ανεξίτηλες. Τόσο στο πρώτο κείμενο, όσο και σ’ αυτό, κυριαρχεί η στοργή και η ταπείνωση των απλών ανθρώπων της αυθεντικής ζωής, που με τα χρόνια βρήκαν τη λύτρωση, τόσο στην Πόλη των Πόλεων, όσο και η καθημερινότητα μέσα σε μια απλή βάρκα, πανάκριβα αποκτήματα και περιουσίες. 3]. Το κείμενο «Από Καλλίπολη Κιζιλί» κάλλιστα μπορεί να σταθεί πλάι στο έργο του Στρατή Δούκα, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, (έκδ. 1929 και 1936), συμπληρώνοντάς το κατά κάποιο τρόπο. Αποτελεί την πορεία δύο κτηνοτρόφων, του Σταυράκη και του Δημητρού, που στις 2 Οκτωβρίου 1922 ξεκινούν από την Ανατολική Θράκη με τα γίδια τους εν μέσω της απειλής των Τσετών και των Βουλγάρων, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Όλα τα τοπωνύμια, όπως Περίσταση, Καντίκιοϊ και άλλα, αφορούν πόλης της Θράκης. Το κοπάδι μεταφέρεται με τρένο ως την Αλεξανδρούπολη. Στη συνέχεια, φτάνουν Κομοτηνή και μετά Ξάνθη όπου το κοπάδι χάνεται. Νέστος, Λαγκαδίκια, Ασπροβάλτα, Χορτιάτης και στο τέλος, Κιζιλί, τόπος με πολλά δέντρα. Το κείμενο το διαπερνά ένας συναισθηματικός βηματισμός μιας έξοχης μαρτυρίας και ο αναγνώστης έχει την εντύπωση του αιώνιου κυνηγητού των Ελλήνων από τους ίδιους πάντα εχθρούς της πατρίδας.  Η εικόνα στο τέλος, με την πάλη των σκύλων με τους λύκους και οι οικογενειακές τραγωδίες συμπληρώνουν τη μοίρα του Ελληνισμού: Τα λάθη των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και των ντόπιων πολιτικών μας, που έχουν ως κ αποτέλεσμα την Προσφυγιά, τον Θάνατο κι έκτοτε η συνέχεια της ζωής στην προγονική γη με τη Μνήμη των Χαμένων Πατρίδων να επιβιώνει κι αυτή ίσαμε το τέλος της ζωής.

 

 

4].   Με το κείμενο «Η Έξοδος» ο συγγραφέας επιστρέφει στη σύγχρονη εποχή: Καλλικράτεια Χαλκιδικής. Χωράφια που με τα χρόνια μετατράπηκαν σε οικόπεδα. Πρόσωπα: Ο Βάσος, παλιός βαθμοφόρος και ο Ηλίας με τον εγγονό του. Κατεβαίνουν στην πόλη με το αυτοκίνητο του Βάσου. Στη διαδρομή παίρνουν μαζί τους και τον Μανούσο, παλιό χρήστη, που τους εξιστορεί την πάλη του με τον εθισμό στην ηρωίνη. Ο ναρκομανής είναι κατά κάποιον τρόπο πρόσφυγας στην ίδια του την χώρα, όπως οι ήρωες-αφηγητές των προηγούμενων κειμένων του βιβλίου. Οι άλλοι δύο, όταν ακούν τον αγώνα του Μανούσου με την ηρωίνη σκληραίνουν τη στάση τους απέναντί του. «Η Έξοδος» αποτελεί την άκαρπη προσπάθεια ενός εθισμένου να βγει από το μαρτύριο για να επιστρέψει μάταια στον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας, μήπως και ξεφύγει από την καταλαλιά και την περιφρόνηση. 5]. «Στο καφενείο του σταθμού» μιλά μια άστεγη πρώην μετανάστρια στη Γερμανία τη δεκαετία του ’70, όπου ζει και κοιμάται στον σταθμό πλένοντας ποτήρια. Ο σύζυγός της, που της έκλεψε το παιδί, είναι άφαντος για χρόνια. Η γυναίκα κάνει δουλειές εξευτελιστικές, έχοντας πάντα για αφεντικά ασύδοτους εργοδότες. Και σαν να μην έφτανε και η κόλαση που περνούσε, μπροστά στο Κέντρο Διερχομένων της Θεσσαλονίκης τη χτυπάει αυτοκίνητο. Είκοσι μέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο. Μια ζωή γεμάτη από μνήμες σακάτικες, που τη συνοδεύουν από τη Γερμανία ίσαμε σήμερα. Η ξένη χώρα και η πατρίδα, τόποι εχθρικοί και αφιλόξενοι. 6]. «Πουλιά στα σύρματα»: Το κείμενο αρχίζει με δυο γυναίκες, παρουσία του συγγραφέα, που περιμένουν σε μια στάση το λεωφορείο 28, και οι οποίες πουλάνε είδη προικός μισοτιμής. Μιλάνε μ’ ένα γέρο που τους γνωστοποιεί πως είχε κοπεί η κυκλοφορία και πως το αστικό θα αργούσε. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας παλιατζής με ένα Ντάτσουν που παίρνει μαζί του τη μια γυναίκα. Ξεσπάει βροχή. Εικόνα πουλιών πάνω σε ηλεκτροφόρα σύρματα σε παράταξη. Κι εδώ αναφέρεται η Γερμανία ως τόπος σκληρός για τους μετανάστες – μονόλογο που συνεχίζει ο γέρος αφού καταφθάνει κάποια στιγμή το αστικό. Ο συγγραφέας με τον ηλικιωμένο κατεβαίνουν στη στάση Νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Συνεχίζοντας ο γέρος, του μιλάει για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ο ελληνισμός της εργατιάς περιγράφεται στην ξένη χώρα με τρόπο παραστατικό. Το ρητό στο τέλος του διηγήματος που ειπώθηκε από τον επίσκοπο Αυγουστίνο στην πολιορκία της Ιππώνος από τους Βανδάλους το 430 μ.Χ. «Vacabimus, Videbimus, Laudabimus» δηλ. «θ’ αναπαυτούμε, θα τον δούμε, θα τον υμνήσουμε», γραμμένο σε μια ταυτότητα που κρέμεται από τον λαιμό του γέρου φαντάζει σαν ύστατη ελπίδα όλων των απανταχού λεηλατημένων από τις συνθήκες της ζωής. 7].

 

Γιάννης Πατσώνης

 

«Αρχή Ινδίκτου»: Σκηνές επίσκεψης στα ερείπια ενός ναού του 11ου αιώνα, στη Μαξιμιανούπολη, επτά χιλιόμετρα μακριά από την Κομοτηνή. Οι ντόπιοι αναλαμβάνουν να μας γνωστοποιήσουν μνήμες από τη Ρωμαϊκή Εποχή, τα χρόνια του Βυζαντίου, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, έχοντας για φόντο το Παπίκιον Όρος. Τα τοπωνύμια κι αυτά ποιητικά. Αυτό το τόσο τρυφερό, νοσταλγικό διήγημα, που αγγίζει τα όρια της συναισθηματικής-γεωγραφίας, τοποθετημένο στην Ελλάδα της παλαιάς εποχής, κλείνει με μια δέηση στον Κύριο. 8]. Στο διήγημα «Σκαλωτή»[1] έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ξόδι-κηδεία μιας γυναίκας, της Φωτούλας, της οποίας το φέρετρο οδηγείται στον τάφο πάνω σε ένα Ντάτσουν. Η κηδεία περιγράφεται με λεπτομέρεια. Οι μνήμες των συγγενών μετά την ταφή που αναφέρονται, λες και ενταφιάζουν κι αυτοί την παλαιά ζωή τους – ο καθένας εκεί που τον όρισε η μοίρα: τη μητέρα της νεκρής και τον άντρα της, παλιό ποδοσφαιριστή, τον Γιούρι, τον καφετζή, από το Σοχούμι της Αμπχαζίας. 9]. «Επισκεπτήριο στο Γεντί Κουλέ»: Εδώ η λογοτεχνία του Γιάννη Πατσώνη συμβαδίζει με το δοκίμιο επειδή καταγράφεται κυρίως η ιστορία του κτιρίου. Το μάτι του αφηγητή ανακαλύπτει πολλά γεγονότα, φράσεις-υποδείξεις των κατά καιρούς έγκλειστων. Κολάζ με αποκόμματα εφημερίδων συμπληρώνουν την ιστορία της ρημαγμένης ζωής των φυλακισμένων σε συνδυασμό πάντα με καταγραφή ιερών χωρίων που εξαγιάζουν κάθε τόπο μαρτυρίου. 10]. Η συλλογή κλείνει με το διήγημα «Το γιατρικό». Η νευρώδης γραφή του συνδυάζει το αφήγημα με το παραμύθι. Το κείμενο αποπνέει άπλετη τρυφερότητα. Και το γιατρικό, δυο μπουκαλάκια με σκέτο νερό από τη Βραχοσπηλιά της Αγίας Παρασκευής, της προστάτιδας των ματιών, που γιάνει μια τυφλή θεία, επαληθεύει ακόμη μια φορά τη δύναμη της πίστης ως αιτία όλων των θαυμάτων.

 

 

 

Β] ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Η γραφή του Γιάννη Πατσώνη αποπνέει θρησκευτική τρυφερότητα,  συγκίνηση για έναν χαμένο κόσμο σαφώς καλύτερο από τον σημερινό, του οποίου τα πρόσωπα ζουν πότε βασισμένα στη μνήμη σε συνδυασμό με την τωρινή, ανούσια  ζωή τους. Οι τόποι στο βιβλίο καταγράφονται με μια ξεχωριστή παραστατικότητα και τα άτομα αποτελούν τη μοναδική σύνδεση ανάμεσα το παρελθόν και το μέλλον. Το παρελθόν πάντα προέχει σε σύγκριση με το παρόν της ύφεσης και της ανέχειας. Ομολογουμένως, ένα βιβλίο σπουδή για το ράγισμα της ελληνικής ψυχής.

Απρίλιος 2019

 

 

 

[1] Η Σκαλωτή είναι ορεινό χωριό στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του νομού Δράμας  με 102 κατοίκους κατά την απογραφή του 2011.

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top