Fractal

Πρώτη ανάγνωση: “Andro I”

Γράφει ο Θάνος Γιαννούδης //

 

Ανδρέας Αντωνίου, “Andro I: Μύθοι και Ιστορίες”, Βακχικόν, Αθήνα, 2019

 

Πολλές φορές βιαστική, άλλοτε παρελκυστική κι άδικη για την πραγματική της αξία και για το αποτύπωμα που θα αφήσει στο χρόνο, η πρώτη ανάγνωση μιας ποιητικής συλλογής εμπεριέχει πάντα ένα ρίσκο ως προς την τελική της τύχη. Αφήνοντας στην άκρη τις φορμαλιστικές του απόψεις και προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιγραμματική παρουσίαση και την αναλυτική βιβλιοκριτική, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να μιλήσει για τις εντυπώσεις που αφήνει η ‘’πρώτη ανάγνωση’’ μιας ποιητικής συλλογής. Μια ανάγνωση ενδεχομένως ατελής και άχαρη, απαραίτητη όμως ώστε να ακολουθήσουν η δεύτερη, η τρίτη και όλες οι επόμενες…

(Στην –πρώτη για τη νέα δεκαετία- Πρώτη μας Ανάγνωση, θα σταθούμε για τρίτη συνεχόμενη φορά σε έναν ποιητή εκτός γεωγραφικού ‘’κέντρου’’, του οποίου το σώμα κατοικεί μεταξύ Λευκωσίας και Θεσσαλονίκης, η ψυχή του ωστόσο ανιχνεύεται κάπου μεταξύ Μέσης Γης και Άβαλον. Ο λόγος για τον Ανδρέα Αντωνίου, ποιητή που αγωνίζεται να επαναμαγεύσει τη γραφή και τον έμμετρο στίχο και να τα συνδυάσει σε μια αχώριστη ένωση με το παραμύθι, το θρύλο και το υπέρλογο στοιχείο. Προσπάθεια που συμπλέκει φωνές και αφηγήσεις, ορισμένες φορές μάλιστα κλυδωνιζόμενη από το δυσθεώρητο βάρος, σε κάθε περίπτωση όμως άξια λόγου και θαυμασμού)

 

-> Ποιος είναι ο καλλιτέχνης και τι έχει δημιουργήσει ως τώρα:

Έχοντας μελετήσει σε βάθος Φιλοσοφία και θεωρία της Λογοτεχνίας, ο Αντωνίου, μελετητής και ποιητής ταυτοχρόνως, έχει εκδώσει ως τα 31 του κιόλας τέσσερις ποιητικές συλλογές κι ένα μυθιστόρημα. Πολυγραφότατος ομολογουμένως, με συνεπή ωστόσο και σταθερή λογοτεχνική πρόταση, έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα χαρακτηριστικό ύφος και έναν αναγνωρίσιμο τρόπο γραφής, πάντοτε σταθερά προσηλωμένος στην έμμετρη ποίηση και στο νεοφορμαλιστικό κίνημα, του οποίου συγχρόνως έχει αναδειχθεί σε θεωρητικό υποστηρικτή.

 

-> Πώς δομείται η συλλογή – Ποιες θεματικές επιλέγει:

Το ‘’Andro 1: Μύθοι και Ιστορίες’’ αριθμείται συνειδητά με τον αριθμό 1, δηλώνοντας πως αποτελεί ένα πρώτο τμήμα μιας νέας ευρύτερης σειράς και σύνθεσης που ο ποιητής έχει συλλάβει. Στην πρώτη αυτή ματιά στο ‘’άντρο’’ του, ο Αντωνίου εξιστορεί τον έρωτα ενός ξωτικού με μια θνητή στην ‘’Ιστορία του αηδονιού’’ που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ τη συλλογή κλείνουν ποιήματα αυτόνομα, πολλαπλών θεματικών. Τόσο στην αφήγηση του πρώτου μέρους όσο και σ’ εκείνα τα ποιήματα, τα μοτίβα του ποιητή εκκινούν από το συνεχές ταξίδι και την αφομοίωση θετικών στοιχείων και φράσεων από σειρά πολιτισμών και θρύλων ανά την υφήλιο είτε μεσανατολικών είτε βορειοευρωπαϊκών και φτάνουν ως τις σκέψεις για την ανθρώπινη ύπαρξη και το μέλλον της γραφής. Διαρκής σε όλο το ταξίδι είναι ο έρωτας, με τις μυριάδες μορφές του, ενώ ιδιαίτερη συγκίνηση δημιουργούν οι ‘’στάσεις’’ σ’ αυτή τη συνεχή μετακίνηση, όταν ο Αντωνίου αναθυμάται τη μορφή της μητέρας, αλλά και αναλογίζεται πάνω στον καλλιτεχνικό αγώνα του.

 

-> Με ποιους επικοινωνεί:

Στον δοκιμιακό λόγο του ο Αντωνίου έχει προτείνει μια ποίηση που έρχεται σε άμεση επικοινωνία με το έργο του Τόλκιν και του Καββαδία, ως φορέων που καθιστούν δυνατή την απεύθυνση σε ένα διευρυμένο μέρος του αναγνωστικού κοινού. Είναι, συνεπώς, προφανές πως στη συλλογή του κάλλιστα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την παρουσία ξωτικών, δασών, επινοημένων γλωσσών που παραπέμπουν στον πρώτο, αλλά και του στοιχείου της θάλασσας, του ταξιδιού, των παράξενων τόπων από κοινού με ένα ύφος παρακμής κι αισθητισμού που φέρνουν στο νου τον δεύτερο. Ειδικά με τον Καββαδία επικοινωνεί και μέσω ποιημάτων-απαντήσεων που αποτελούν έμμεση ‘’συνέχεια’’  εξακτινώσεων του ποιητή των θαλασσών. Πέραν αυτής της ενδιαφέρουσας πρόσμιξης, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει επικοινωνία με τμήμα του έργου του Ουράνη (λογικός συνδυασμός δια μέσου του Καββαδία), αλλά και του Δροσίνη ως προποιητικό υλικό ιδίως στα αφηγηματικά του παραμύθια.

 

-> Ύφος συλλογής:

Με όπλο του κατά βάση τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο των λαϊκών θρύλων, χαλκευμένο όμως σε τετράστιχες στροφές που ενίοτε ανανεώνει με μικρότερα μορφικά σχήματα, ο Ελληνοκύπριος ποιητής δομεί ένα ύφος με ξεκάθαρο σκοπό την υποβολή και το ταξίδι του αναγνώστη, αν και ομολογουμένως δεν στέκονται όλοι οι στίχοι του στο ίδιο ύψος και κάποιες χασμωδίες και παρατονισμοί θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί. Συμπλέκοντας φανταστικούς προορισμούς με υπαρκτές ή μυθοποιημένες τοποθεσίες της ανατολής και του βορρά, τοποθετώντας μια δική του επινοημένη γλώσσα κατά το ‘’τολκίνειο’’ πρότυπο πλάι σε μεσογειακά ονόματα τραγουδιών, ο Αντωνίου επιθυμεί να βασιστεί πάνω σε ήδη υπάρχουσες εικόνες του αναγνώστη και να τις διευρύνει – πάντα με τη ματιά του ακούραστη, ασταμάτητη και ουδέποτε στατική. Αξίζει να αναφερθεί ως χαρακτηριστικό της γραφής του και η κορύφωση που επιδιώκει να δώσει στα φινάλε των εκάστοτε ποιημάτων του με τετράστιχα που λειτουργούν εν είδει κατασταλαγμένης γνώσης για τη ζωή.

 

-> Αρνητικά σημεία:

Ο Αντωνίου περιγράφει πρωτόγνωρες χαρές όπως το παιδί που ανακαλύπτει το νέο θαυμαστό κόσμο, αγνοεί ωστόσο ορισμένες φορές πως δεν έχουν όλοι οι αναγνώστες απαραίτητα τη δική του θεωρητική σκευή ή δεν κατέχουν σε βάθος τα όπλα εκείνα που θα τους επιτρέψουν να κατανοήσουν όλες τις αναφορές και το υπόβαθρο των μύθων και των θρύλων που πραγματεύεται. Έτσι, ενίοτε η αφήγησή του εκπίπτει σε έναν εντυπωσιασμό απλά των λέξεων και της επιφανειακής προσέγγισης τόπων και αισθημάτων, για να έρθει αμέσως μετά μια εντυπωσιακή εικόνα κι αίσθηση βαθύτατης ουσίας να τα ανατρέψει. Ενδεχομένως, οπότε, η προσπάθειά του να κέρδιζε ακόμα περισσότερο αν ήταν λιγότερο εκτεταμένη και δεν επέτρεπε κάποιους πλατειασμούς να καθιστούν τμήματά της ελαφρώς άνισα.

 

Ανδρέας Αντωνίου

 

-> Στίχοι που ξεχωρίζουμε:

 

-> ‘’Τα πάντα είναι μάταια και μάταια σε θρηνώ

Την τρυφερή σου ομορφιά και τα φτωχά σου νιάτα

Δεν μας σπλαχνίζεται κανείς σε Γη και Ουρανό

Κι είναι τα σπλάχνα των ποιητών χίλιες πληγές γεμάτα

 

Ανθέ μικρέ της άνοιξης σπαράζει η καρδιά μου

Όταν σε σκέφτομαι πονώ και πιάνεται η ψυχή μου

Είν’ οι φωνές μας μάτια μου σαν δύο κόκκοι άμμου

Που φεύγουνε και χάνονται στο χάος της ερήμου’’

– ‘’Garlarnad (της Παρθένου)

 

->’’Μάγισσα κι άστρο τ’ ουρανού και κόσμημα του κόσμου

Ποιο τάχα αρχαίο ξωτικό τα ξόρκια σού ‘χει μάθει;

Κι οι πόνοι είναι αφόρητοι που άναψες εντός μου

Απ’ των χειλιών σου τις φωτιές και των ματιών τα βάθη

 

Δώσε μου την αλήθεια σου, ό,τι έχεις για αλήθεια

Κάποιο μεγάλο νόημα, μια υψηλή Ιδέα

Κάτι να ‘χω παρηγοριά, στήριγμα και βοήθεια

Γιατί είναι η αλήθεια σου απ’ όλες πιο σπουδαία’’

-‘’Το σκονισμένο ράφι’’

 

->’’Μπλε φεγγαρόπετρα. Γούρι και χαϊμαλί

Μάγια που ’καναν Αιγύπτιοι και Βαβυλώνιοι

Και λάμπεις τόσο, φως του λάπις λαζουλί

Αυτό το φως που μας πονά και μας τυφλώνει

 

Τυφλό κορίτσι που ερωτεύεσαι τη Γη

Κι ομίχλη γύρω μας τυλίγει σαν μετάξι

Αρχαίο στίγμα που ‘γινες κρυφή πληγή

Πληγή για αυτόν που τόλμησε να σε κοιτάξει’’

-‘’Luna desnuda’’

 

->’’Θα μ’ οδηγούνε έξαντες σε σένα κι αστρολάβοι

Οι ξεχασμένοι του παλιού βασίλειου Φαραώ

Κι αν μείνω μόνος, κι αν κανείς δεν θα με καταλάβει

Το φως σου θα ακολουθώ, ακόμη κι ας καώ

 

Και θα σε χάνω δυο φορές μα  μία θα σε βρίσκω

Φεγγάρι μου αλαργινό, θλιμμένο και χλωμό

Μα κι αν τον βλέπω σπάνια τον αργυρό σου δίσκο

Για σένα το ταξίδι μου δεν θα ‘χει τελειωμό.’’

-‘’Στη χώρα των Φαραώ’’

 

 

-> Αγαπημένο ποίημα:

 

‘’H πικρή αλήθεια’’

 

Ο χρόνος επικίνδυνα άρχισε να περνά

Κι η κόρη, όπως όλοι μας, επήρε να γερνά

Και μόνο μία σκέψη στο νου της πια γυρνά

‘’Τι θ’ απογίνω’’

 

Ο ξυλοκόπος γέροντας τής έλεγε συχνά

‘’Εκείνος που αγάπησες δεν θα ‘ρθει πια ξανά!’’

Κι εκείνη του απάνταγε με λόγια ειλικρινά

‘’Δεν τον αφήνω’’

 

Μα όμως γίνεται η ζωή βαριά, πολύ βαριά

Κι η κάθε μέρα μοναξιάς πονά σαν μαχαιριά

Δεν άντεχε πια μόνη της χωρίς παρηγοριά

Και είπε ‘’φτάνει!

 

Είναι αβάσταχτο πολύ το βάσανο αυτό

Κι αφού να είμαστε μαζί δεν ήτανε γραφτό

Θα βρω ένα άλλο ν’ αγαπώ και να τον παντρευτώ

Κι ας μη μου κάνει’’

 

Και βρήκε κάποιον πλούσιο και όμορφο πολύ

Που ‘ταν από οικογένεια σπουδαία και καλή

Και μια αγάπη άρχισε αμφίβολη, δειλή

Μα ήταν κάτι

 

Μέρα στη μέρα έγινε η αγάπη δυνατή

Και [η] κοπέλα ξέχασε εκείνον τον ποιητή

Κι η μνήμη του ολότελα πια είχε ξεχαστεί

Σαν μια απάτη

 

Και η αγάπη ρίζωσε και έβγαλε κλαδιά

Σαν μια γερή και δυνατή, ψηλή βελανιδιά

Κι απέδωσε γλυκούς καρπούς, τρία μικρά παιδιά

Τρία αγόρια

 

Και η κοπέλα ένιωσε χαρά και θαλπωρή

Τον ποιητή σταμάτησε πια να τον καρτερεί

Και βρήκε αυτό που έψαχνε, κι ας πέρασαν καιροί

Μια παρηγόρια

 

 

-> Γενική αποτίμηση:

Το πρώτο ‘’Andro’’ του Αντωνίου αφήνει διάχυτη μια ευχάριστη αίσθηση παραμυθιού και κατορθώνει στις δυνατές του στιγμές να μαγέψει και να ταξιδέψει εξίσου τον αναγνώστη στους θρύλους που έχουν διαποτίσει βαθιά την εσωτερική του υπόσταση. Με όπλα του την ειλικρίνεια του αισθήματος, την όσο το δυνατόν απλούστερη ρητορική ώστε να γίνει ευρύτερα κατανοητό, αλλά και την εντυπωσιακή και πολυεπίπεδη εικονοποιία του, ο Αντωνίου δομεί έναν κόσμο που δρα ως αντίβαρο στη συγκαιρινή ποιητική μιζέρια. Φυσικά και δεν είναι άμοιρος πλατειασμών, υπερβολών και απλουστεύσεων, όμως το ζύγι στη ζυγαριά της κρίσης θα γείρει σίγουρα υπέρ του και πιθανόν στις επόμενες μας επισκέψεις στο λογοτεχνικό του ‘’άντρο’’ οι εντυπώσεις μας να είναι αυστηρά και μόνο θετικές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top