Fractal

Μοναχικός διαβάτης ο ποιητής.

Γράφει η Δήμητρα Μήττα // *

 

Για την «Αναζήτηση» του Σπύρου Κατσίμη, εκδ. Στ. Ζαχαρόπουλος

 

Μη ζητάς να μάθεις

πού είμαι και πώς

μη ζητάς να μάθεις

στο μέρος αυτό πώς πάνε

ένα μόνο να ξέρεις: πόσο

σε αγαπώ.

(σ. 32)

 

Αναζήτηση είναι ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Σπύρου Κατσίμη

Περιλαμβάνει είκοσι τρία ποιήματα χωρισμένα σε δύο ενότητες που υποβάλλουν χρόνο και τόπο: «Πανσέληνος», «Το καφενείο».

Διαβάζοντας τους τίτλους των ποιημάτων στα περιεχόμενα αναπόφευκτα το μάτι πέφτει στα συνολικά δεκαέξι ποιήματα που είναι χωρίς άρθρο, τέσσερα ποιήματα στην πρώτη ενότητα, δώδεκα στη δεύτερη. Από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από μια κάποια Παράκληση ή Έξοδο ή Πανσέληνο, από μια  Μοναξιά ή Επικοινωνία, από έναν κάποιον Διαχωρισμό ή κάποιες Αλλαγές, βρισκόμαστε σε ένα συγκεκριμένο (Το) ξύπνημα, χώμα, εργοστάσιο, ταξίδι, καφενείο, δάσος, αίμα, σοκάκι, γράμμα, σε έναν συγκεκριμένο (Ο) επισκέπτη ή χωματόδρομο, σε μια ορισμένη (Η) απόσταση, στάση, αγαπημένη. Κι ύστερα, αρχίζει κανείς και παίζει με τις λέξεις, ανακατεύει τα κομμάτια του παζλ και ο αναγνώστης βρίσκεται άλλοτε σε ένα αστικό ή ημιαστικό περιβάλλον (στο καφενείο ή σε ένα σοκάκι), άλλοτε εκτός, ας πούμε στο δάσος, σε έναν χωματόδρομο· σε εξωτερικό ή εσωτερικό της ψυχής τόπο, στο όνειρο ή στην πραγματικότητα.

Η αίσθηση της μοναξιάς, της ερημιάς και του διαχωρισμού διατρέχει τα ποιήματα της συλλογής. Αυθόρμητα συνδέονται κάποια από αυτά με την παγκόσμια περιπέτεια του εγκλεισμού (για όσους αυτό ήταν δυνατό!) –ας πούμε «Το χώμα» με τους μοναχικούς περιπάτους στις έρημες πόλεις (σ. 9) ή «Ο επισκέπτης» που τόσο αναμενόταν αλλά δεν ερχόταν (σ. 10), ακόμη κι αν είναι ο ίδιος ο θάνατος (σ. 29)–, των διαχωρισμών και της απόστασης (σ. 11), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν διαβάζονται εκτός τόπου και χρόνου –ή εντός πολλών τόπων και χρόνων. Και δεν ξέρω ποιο ακριβώς εργοστάσιο είχε κατά νου ο ποιητής με τη θάλασσα να σκεπάζει τα ερείπια και τις σκουριές και το καλοκαίρι να αναφαίνονται και να τα βλέπουν οι κολυμβητές / το καλοκαίρι / πάντα στην ίδια θέση (σ. 17) αλλά εμένα μου προκλήθηκαν ζωηρές αναμνήσεις από τα μεταλλεία στα Λιμενάρια της Θάσου ή στις Σκουριές της Σερίφου.

Ενίοτε, και πριν σταματήσει το ρολόι της ζωής, ο ποιητής βυθίζεται στο νάμα των αναμνήσεων από μια παλιά αθωότητα (τα πρώτα δάκρυα, το πρώτο του φιλί, σ. 7), σε όσα αναβλύζουν και φωτίζονται από ένα σιγανό μεθύσι με τους φίλους που διαρρηγνύει τους φραγμούς της καρδιάς και του νου και ομολογεί το βαθύ συναίσθημα της αγάπης, προτού φτάσει το σκοτεινό ξημέρωμα (σ. 8), αυτό που φέρνει σε επαφή με την πραγματικότητα της μοναξιάς, ενός εφιάλτη, των ευπρεπών ορίων, η μέρα που κάνει το λαμπερό σκοτάδι να χάνεται σε μιαν άλλη ζωή (σ. 13).

Στα ποιήματα του Κατσίμη, η ζωή δείχνεται ενίοτε σαν ένα ταξίδι πάνω στο ίδιο καράβι –ας πούμε ένα καπηλειό ή ένα καφενείο (σ. 21, 23)– και το οποίο περιλαμβάνει πάθη, όνειρα, δισταγμούς, εξεγέρσεις  και εγέρσεις. Άλλοτε πάλι κάποιοι στέκουν μόνοι μες στη βροχή επιχειρώντας μια στάση, ή ωθούμενοι σε αυτή, με ή από μια βαθιά υπαρξιακή αναρώτηση σκοπού και προσανατολισμού, οπωσδήποτε μακριά από θορύβους, φλυαρίες, πολυσύχναστα μέραη (σ. 20, 22).

Το ποίημα «Αλλαγές», με τις αναφορές σε έναν δρόμο με μουσικούς, μικροπωλητές, ακροβάτες, μάγους, ανακαλούν στη μνήμη τον κόσμο που έφερε στην επιφάνεια με τους πίνακές του ο Τουλούζ Λωτρέκ, του καμπαρέ, του τσίρκου, της μαγείας, της ψευδαίσθησης, εκεί όπου τα όρια της λογικής διαρρηγνύονται και το χαοτικό κύμα ορμά θέτοντας σε κίνδυνο κάθε ευταξία. Έχει άραγε δίκιο ο ποιητής όταν λέει ότι ο δρόμος αυτός δεν υπάρχει πια / στο νέο κόσμο; (σ. 25).

Σε αντίθεση με το ποιητικό υποκείμενο του Καβάφη στο ποίημα «Τα παράθυρα» που στέκεται εντός ψάχνοντας κάποιο ανοιχτό παράθυρο ή με τον φόβο ότι μπορεί να το βρει, ο μοναχικός, κουρασμένος και μελαγχολικός διαβάτης του Κατσίμη στέκεται κάτω από το αναμμένο φανάρι / και άκουγε /τη μουσική των κλειστών παραθύρων (σ. 28).

 

Σπύρος Κατσίμης

 

Και αυτά τα ποιήματα του δοκιμασμένου από καιρό στον ποιητικό λόγο Σπύρου Κατσίμη αποτελούν διαμαντάκια λόγου, ίσως και με ένα πικρό καταστάλαγμα σοφίας από τον χρόνο που περνά, ίσως και από το χρονικό διάστημα που δοκιμάστηκε η κοινωνικότητα του ανθρώπου (δύσκολο να ξεφύγει κανείς από τη συνθήκη του εγκλεισμού που βιώσαμε). Κλείνω το σημείωμα αυτό αντιγράφοντας «Το χώμα»:

 

Κανείς δεν είδε τον διαβάτη

που διέσχιζε με τη βροχή του Μάη

έρημους δρόμους, άνθη μαραμένα

δέντρα καχεκτικά στα πεζοδρόμια

σπίτια που έγιναν καταφύγια και νεκρούς

μοναχικούς μες στα νοσοκομεία.

…………………………………………………………

Κανείς δεν είδε τον διαβάτη να περνάει

τη θλιβερή του πόλη, ακολουθώντας

τη ματωμένη σημαία της άνοιξης

στο νοτισμένο χώμα.

 

Μάης 2020

 

 

 

* Η Δήμητρα Μήττα γεννήθηκε στη Βέροια. Είναι καθηγήτρια φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Καλλιτεχνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης), διδάσκουσα σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές θεάτρου, υπεύθυνη για τη σύνταξη ηλεκτρονικού μυθολογικού λεξικού (users.sch.gr). Από το 1987 δοκιμάζεται στη λογοτεχνική και δοκιμιακή γραφή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top