Fractal

Μια υπομονή κι ένας κρυμμένος ήλιος

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου, «Αναπαράσταση», εκδόσεις Πικραμένος, 2019

 

Εκδοτικά, η δεύτερη ποιητική παρουσία της Ελευθερίας Θάνογλου. Στην προσέγγισή μου για το πρώτο της βιβλίο, έγραφα: «η νέα αυτή ποιητική φωνή, έχει να υποσχεθεί πολλά καλά για το μέλλον». Το άμεσό της μέλλον, ήδη παρόν, με επιβεβαίωσε πλήρως. Γιατί στα ποιήματα της πρόσφατης ποιητικής της συλλογής, με τίτλο «αναπαράσταση», έχουν εμφανέστατα γίνει από σοβαρά και στέρεα βήματα ως άλματα, πάντα προς τα εμπρός. Και όχι μόνο.

 

Για να το καταφέρεις αυτό, χρειάζεται να απογυμνωθείς. Όπως η γυμνή κρεμάστρα1, που [έμεινε γυμνή / κατακτώντας το κενό / της καλά κλειστής ντουλάπας], έτσι και όποιος καταπιαστεί σοβαρά με τη γραφή, αργά ή γρήγορα καταλαβαίνει ότι για να προχωρήσει πέρα από τα τετριμμένα, χρειάζεται να απαλλαγεί από τα συμβατικά ρούχα, τα κυριολεκτικά, αλλά και άλλα, τα στερεοτυπικά. Η ποιήτρια, ξεφορτώνεται καλύμματα και προσωπεία, και σε πρώτο πρόσωπο φανερώνει ότι

[σου γράφω πάλι γυμνή], γνωρίζοντας πως [όλα κάποτε / γυμνή θα με βρουν], σε μία προσπάθεια να κατακτήσει την πληρότητα του γεμάτου κενού της καλά κλειστής Ποίησης.

 

ου γράφω πάλι γυμνή], Σημειώνω τη λέξη «σου». Απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα ή γενικά στον αναγνώστη; Στο τετράδιό της ή στην Ποίηση; Στην ψυχή της ή στη ζωή; Γιατί «πάλι»; Το έχει ξανατολμήσει ή εννοεί πάλι γυμνή, όπως μετά από τότε που εξήλθε από τη μήτρα; Ή αναφέρεται στην εποχή που αθώο νήπιο, έπαιζε γυμνή το καλοκαίρι στην ακροθαλασσιά και «έγραφε» με αλίκτυπα ξύλα γραμμές στην άμμο; Το βέβαιο είναι ότι με τη λέξη «πάλι», συσχετίζει –αν όχι εξαρτά– τη γραφή, τη γύμνια και τον άνθρωπο («σου») με (από) τον χρόνο. Θα επανέλθω.

 

Η γύμνια και ο πόνος. Η νεότητα και ο θάνατος. Δυο λέξεις: Ζωή Καρέλλη2:

[Πίσω αφήνουμε τον πόνο μας, / εμείς οι πιο γυμνοί, οι πιο απελπισμένοι, /

τιμωρημένοι, δίχως να πιστεύουμε / στην τιμωρία μας, πηγαίνουμε / να

συναντήσουμε, ξανά να ορίσουμε / τη γνώση της νεότητας και του

θανάτου].

 

Σε παράλληλη πορεία, το ποιητικό υποκείμενο, αποκαλύπτει ότι όσο κι αν καταφέρνει να απαλλαγεί από τα κάθε λογής ρούχα, είναι κάποια εσώρουχα, μαύρα, καλά κολλημένα πάνω του (της). Με όλη την ευθύτητα που το (την) διακρίνει, ομολογεί:

[Δεν μπορώ να ξεφύγω από τα μαύρα ποιήματα].

Ίσως και να μην το θέλει κατά βάθος να ξεφύγει, διότι  [οι ανείπωτες λέξεις, έλεγες / γεννιούνται μέσα στο μαύρο].

Σε απόλυτη ταύτιση με την πλειονότητα των ποιητών. Μνημονεύω μία πρόσφατη ομολογία, αυτή της Κλεοπάτρας Λυμπέρη3:

[– Γιατί ο ποιητής ζει σε ένα διαρκές πένθος;

– Γιατί από το πένθος γεννιούνται νέες ιδέες].

 

Το μαύρο. Ως χρώμα, ως αίσθηση, ως πρόσληψη. Ακόμη και [στα όνειρά σου έβλεπες / έναν μαύρο ήλιο που έβρεχε].

Έτσι, καταδυόμενη στη θάλασσα από μαύρο μελάνι, ακούγοντας τα κύματα να μιλούν [για τις σιδερένιες αστραπές / και τα μαύρα λάβαρα], λευτερώνεται σαν  [μαύρη πεταλούδα η ψυχή], γίνεται έμπνευση:

 [βγήκε απ’ το κουκούλι της / έκατσε πάνω στο μολύβι μου].

 

Αρχίζει η θάλασσα των λέξεων να ζωγραφίζεται στο χαρτί, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, κατά τον υπερρεαλιστικό τρόπο:

[το θαύμα της θάλασσας / το ανύπαρκτο του ορίζοντα άγγιζε].

Εκεί, [ναυαγούσαν όλο το βράδυ / ξανά και ξανά τόσα πρόσωπα μέσα σου].

Υπήρχε αέρινος παλμός κάτω από την φαινομενική ακινησία, αφού [φάνταζε η θάλασσα / ακίνητη / όπως οι άνεμοι του έρωτα / επάνω απ’ τ’ αγάλματα].

Μία άλλη θάλασσα (γραφή; ζωή; ψυχανάλυση;), «εκδίδεται» στον Χρόνο, επί πληρωμή φυσικά:

[η ώρα πορφυρή βουτούσε σε ιερόδουλη θάλασσα].

Τίμημα; Το αίμα του ποιητή.

Μετά από το καυτό του Χρόνου σπέρμα, αλάτι πλέον εντός της,

[ακόμη και η θάλασσα υποχωρούσε στα ενδότερά της / δεν άντεχε να γλείφει τις ίδιες και τις ίδιες πληγές].

Αρκετές πληγές αποκάλυψε γι’ απόψε.

 

Πρώτη, τη μοναξιά. Γιατί

[η μεγάλη μοναξιά / πάντα φανερώνεται / καταμεσής της λίστας / των ηρώων]

και δη των αφανών ηρώων. Ύστερα από το μεγάλο ταξίδι, αφού [η μοναξιά μας ολόκληρες μέρες / ταξίδευε σε ακίνητες θάλασσες], ήρθε τώρα να κατασταλάξει στη στεριά, να στεριώσει σε φιλόξενες γι αυτήν πολυκατοικίες: [τώρα πια / πολυώροφες νύχτες μοναξιάς / κι αισθήματα σ’ αφέγγαρα μπαλκόνια], διαφυλάσσοντας τα υπάρχοντά της: [τα βράδια ανάσκελα η μοναξιά / φρουρεί τις αναμνήσεις της].

Οι νύχτες, κατεξοχήν της μοναξιάς και της μνήμης.

Το φως της μέρας; Απαλύνει τον πόνο; Φέρνει φωτεινότερες μνήμες ή συνεχίζεται η γεύση της νύχτας;

[Έτσι χάραζαν οι μέρες / μηρυκάζοντας στίχους μέσα από το δέρμα σου].

 

Κι ας είναι [οι μνήμες μου επώδυνες / άλυτοι κόμποι μέσα μου].

Πιστοποιούν το γεγονός ότι υπάρχεις. Έχω αναμνήσεις, άρα υπάρχω. Συχνά βέβαια παρασύρομαι. [Στη στερνή λουρίδα μιας νωπής ανάμνησης / ξυπόλυτη, / με βήμα σημειωτόν / με προσπερνούσαν τα πράγματα].

 

Σε αυτό βοηθάει και η συνήθεια, η οποία με τη σειρά της είναι φρουρός της πλάνης. Εν τω μεταξύ, η καθημερινότητα συνεχιζόταν, προσπερνώντας τα ολοφάνερα,

[αμελώντας να ράψω δυο μάτια / στην πάνινη κούκλα μέσα μου / που ήξερε αυτό που δεν έβλεπε / και φανταζόταν αυτό που δεν υπήρχε].

 

Ελευθερία Θάνογλου

 

Ο τρόπος για να απαλλαγείς από τη μοναξιά; Κυρίως ένας. Η ανθρώπινη επαφή. Τότε, η μοναξιά πεθαίνει, όπως εκείνη1, [που πέθανε μέσα / στα δάχτυλά σου].

 

Κλειδί στη ζωή και στην Ποίηση; Ο Χρόνος.

[Περνούσε ο χρόνος / βηματίζοντας σε πεζοδρόμια ασφαλή / δίπλα σε γυάλινες βιτρίνες / κι ανθρώπινα μοτίβα].

Χρόνος. Σήμαντρο θανάτου, πένθους, απώλειας:

[χρόνια τώρα έγραφα για μια πένθιμη καμπάνα / με τον αντίχειρα κομμένο].

Με δύο έξοχους στίχους, αναδεικνύεται η παντοδυναμία και η διαρκής επέμβασή του σε όλα, κάτω από ένα εξαιρετικής ποιότητας προσωπείο ακινησίας: [ακινητοποιημένος ο χρόνος / σφυρηλατούσε μορφές στην πέτρα].

Θυμάμαι και το [η μοναξιά μας ολόκληρες μέρες / ταξίδευε σε ακίνητες θάλασσες] και αμέσως συνειρμοί με αλώνουν: θάλασσα-χρόνος, πέτρα-μοναξιά, μοναξιά-χρόνος, πάντα ρει. Η σχετικότητα της κίνησης, φαίνεσθαι και είναι, φαντασία και πραγματικότητα, …

Συμπέρασμα: Ποίηση.

 

Έρχεται η ώρα της απόδοσης ευθυνών. Η ώρα του απολογισμού. Γυμνός εσύ, για να δεις καθαρότερα, απογυμνώνεις και τον άλλο, ώστε να αξιωθείς να δεις γυμνή και την αλήθεια. Ξεκινάς με τις πρώτες, σκληρές μεν αλλά απαραίτητες διαπιστώσεις:

[μόνο αληθινά ψέματα / ψεύτικες αλήθειες / και μια μεγάλη έκτρωση, μου έλεγες].

Το β΄ πρόσωπο ενικού παίρνει το προβάδισμα, γιατί ξεκινώντας από το εσύ, θα φτάσει στο εγώ.

Εσύ, που [συνέχιζες να έρχεσαι / με μια σταυρωμένη αφή / χαρτόπαιζες τα χρόνια μου], εσύ που [απαρνήθηκες τα πέταλα / για μιας στιγμής κοτσάνι].

Εγώ: [κοιτούσα έξω μου / νεκρές πηγές, / ποτάμια ξεραμένα. // Κοιτούσα μέσα μου / κομμένα δέντρα, ετοιμόρροπα πουλιά].

 

Εσύ κι εγώ;

[Τριμμένη ρίγανη οι συλλαβές του σ’ αγαπώ / σε γυάλινα βάζα, / δωρίστηκαν σε ξένους].

Αποτέλεσμα; Ζωή στο σκότος της χίμαιρας, των προσωπείων, της απόκρυψης, της παραμόρφωσης. Όλα καταρρέουν στο πρώτο φως του ήλιου, στην πρώτη εμφάνιση φωτός διαύγειας, ρεαλισμού, αντικειμενικότητας.

Όλα χάνονται, στην πρώτη του λάμψη:

[έμαθα να σε βλέπω μες στο σκοτάδι / έμαθες να με βλέπεις μες στο σκοτάδι / ανάψαμε το φως και τυφλωθήκαμε].

 

Τη δύσκολη τούτη ώρα, φυσική κατάληξη η απαισιοδοξία. Το τοπίο άνυδρο, ξερό, δεν έχει στάλα αποθέματος αισιοδοξίας:

[στέρεψαν οι στέρνες, / τα νερά στα ξεροπήγαδα / ήλιοι νεκροί και αργυραμοιβοί σφαγμένοι].

Είναι τόση η ερημιά, που αντί να ανθίσει έστω και ένα μικρό λουλούδι στην αχανή της έκταση, ανθίζει η ίδια, με τα βαριά, σκούρα της άνθη, πάνω στην ανθρώπινη πλάτη, αυξάνοντας τόσο το φορτίο, που κάθε προσδοκία απογείωσης ματαιώνεται:

[μάταια στην πλάτη μου τόση ανθισμένη ερημιά / πτήσεις δεν ενδέχεται να υπάρξουν]. Το αντιθετικό, οξύμωρο σχήμα λόγου (ανθισμένη ερημιά), κορυφώνει την ποιητική ένταση.

 

Ακόμη μία πολύ δυνατή εικόνα, από τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα4:

[(Ο ίσκιος στηρίζει τα δάχτυλά του / πάνω στον ώμο μου)].

Κρατάω εδώ τη λέξη «ίσκιος». Έχω τους λόγους μου.

 

Η ερημιά τούτη, ίσως είναι ελάχιστα Σολωμική, λίγο περισσότερο «Ελιοτική», πάντως είναι «Αλλιώτικη», πιο κοντά ίσως σε αυτή του Γιώργου Μπλάνα5:

[Όσοι έχουν το χάρισμα του ποιητή κατοικούν μιάν ερημιά / ή παραμερίζονται απ’

τους κατόχους της σοφίας].

 

Ανθοφορία (ανοιξιάτικη;) που ακολουθείται από τη μελαγχολία του φθινοπώρου, [σκοτωμένα φύλλα στα χέρια μου] και την απογοήτευση: [σκέφτομαι πως τίποτα / τίποτα / πια δεν περιμένουν].

 

Η ζωή, καλά κλεισμένη σε ένα εναλλακτικό κυβερνείο, με κυβερνήτη τον Χρόνο, έξω από το οποίο, απουσία χώρου, απουσία ζωής. Μόνο μία νεκρή φύση:

[έξω από τις κάμαρες του κυβερνείου το πουθενά, / το τίποτα και μια λουλουδιασμένη στράτα].

Και μέσα όμως, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Ο Χρόνος είναι σκληρός άρχων: [χάθηκε ο λεπτοδείχτης της μνήμης μου / κι ούτε ο Αύγουστος μπορούσε να με παρηγορήσει / προσφέροντάς μου μια αναμάρτητη πανσέληνο].

Υπομονή; Το αύριο θα είναι καλύτερο;

Αφού [το μέλλον έμβρυο που δεν γεννήθηκε ποτέ] κι εμείς, για να αντέξουμε, μέσα από τα παράθυρα του κυβερνείου, [βρίσκαμε διέξοδο στη συνεχή παρατήρηση του έξω κόσμου].

 

Δεν θέλει πολύ, για να καταλήξεις στον μηδενισμό. Από το μηδέν του θανάτου, στο μηδέν της γέννησης:

[ακατάστατα τα χρόνια μου / ξεκινούσαν απ’ του θανάτου τις θημωνιές / να φτάσουν στο μηδέν της γέννησης].

Ίσως και [σε μια Αχερουσία κολυμπήθρα], στο μηδέν της κατάληξης, στη βάπτιση με το αμείλικτο νερό του θανάτου (βλ. και την ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου: ΑΜΕΙΛΙΚΤΟ ΝΕΡΟ6)

 

Στην πρώτη της ποιητική συλλογή, «Οι πέντε εποχές του κόκκινου», η ποιήτρια (εξακολουθώ να θεωρώ ότι) διαπραγματευόταν κυρίως πέντε ζητήματα: της απουσίας, της μετάνοιας, της παράθλασης, της αλμύρας και των πτήσεων, με έντονη την παρουσία και των πέντε αισθήσεων.

Εδώ, ο λόγος βρίσκεται πίσω από ένα εξώφυλλο, με έργο ζωγραφικής του πολυγραφότατου, επίσης ποιητή Αντώνη Σκιαθά, με τίτλο «Γιορτινό Τραπέζι». Έντονες οι επιρροές εξπρεσιονισμού και συμβολισμού. Μέσα από μια αφαιρετική και κάπως σουρεαλιστική αναπαράσταση μιας γιορτής, η οποία «πρόκειται να» γίνει, αφού δεν υπάρχει το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο, όχι μόνο ετοιμάζει το γιορτινό τραπέζι, αλλά και με τη συμμετοχή του θα λάβει χώρα η γιορτή, γίνεται εικάζω μια ποιητική «αναπαράσταση» μιας ολόκληρης ζωής, προς τιμήν του Άρχοντα Χρόνου.

Αναπαράσταση αναγκαία για να εξαχθούν συμπεράσματα. Για να αξιολογηθούν τα πάντα. Φιλία. Έρωτας. Σχέσεις. Χωρισμοί. Θάνατος. Επιλογές. Απολογισμός. Ευθύνες, εντός και εκτός. Λήψη αποφάσεων. Χάραξη πορείας.

Στόχος;

Να πλουτίσει η αυτογνωσία.

Να πτωχεύσει το εφήμερο, η μάσκα, η αδιαφορία, η παραμόρφωση, η υποταγή.

 

 

Η αναπαράσταση στο εξώφυλλο γίνεται με απουσία ανθρώπινων σωμάτων. Με παρουσία ανθρώπινων αναμνήσεων, πράξεων, ενεργειών, αλληλεπιδράσεων, κινήσεων, νοοτροπιών, συμπεριφορών.

Γιατί ο χρόνος, μπορεί να απομακρύνει για λίγο ή για πάντα τα σώματα, δεν μπορεί όμως να παρέμβει στη μνήμη, στην αγάπη, στην καρδιά. Δεν μπορεί να εμποδίζει την ενεργειακή αναπαράσταση σταθμών της ζωής.

 

Η ποίηση της Ελευθερίας Θάνογλου, κινητοποιεί τον αναγνώστη και τον κάνει συμπρωταγωνιστή σε μία –κατά τη γνώμη μου– «αναπαράσταση» ζωής, όπως ανέφερα και πριν.

Θέατρο; Της Μνήμης. Σκηνή; Το γιορτινό τραπέζι. Σανίδια; Οι πέντε αποχρώσεις του κόκκινου. Εδέσματα; τα προσωπικά βιώματα, τα οποία με τη βοήθεια της Ποίησης, ως πέντε άρτοι, επεκτείνονται και στο συλλογικό, παγκόσμιο τραπέζι. Τραγούδια; Μοιρολόγια; Ύμνοι;  Άδουν εναλλάξ ο έρωτας, ο χωρισμός, η μοναξιά, ο ίδιος ο Χρόνος, ο απολογισμός, η απαισιοδοξία.

 

Λόγος, ο οποίος ενσωματώνει εκτός από το θεμελιώδες συστατικό κάθε καθαρόαιμης Ποίησης (το βίωμα), πολλά ακόμη πολύτιμα συστατικά, όπως είναι ο στοχασμός, η κριτική στάση (προς τους άλλους αλλά και η αυτοκριτική), η αυτογνωσία, τα ψήγματα δοκιμιακών αναζητήσεων, η καθαρότητα και η ελευθερία – τυχαίο το όνομα της ποιήτριας; – σκέψης και έκφρασης, το υπέρυθρο βλέμμα και το απρόσμικτο προσωπικό ύφος.

 

Το πρώτο πρόσωπο ενικού, αναλαμβάνει τολμηρά τις ευθύνες του, απευθύνεται στο δεύτερο με την ίδια τόλμη –περνώντας από τη διαπίστωση στο κατηγορώ– και διαπραγματεύεται το εμείς, πληρώνοντας τα κενά με την περιγραφική ευρύτητα του τρίτου ενικού και πληθυντικού. Οι λέξεις ξαναβρίσκουν το πληγωμένο νόημά τους και μπαίνουν κάτω από τον ήσκιο του Ποιητικού Λόγου.

 

Η δύναμη της αγάπης, μπορεί να μεταμορφώσει τον αγαπημένο, σε δροσερό ήσκιο:

[γινόσουν ολόκληρος ήσκιος] και ο πόθος, τής έστω “ησκιώδους” επαφής, επέφερε προσαρμογές για τη διευκόλυνση του ποθούμενου αγγίγματος:

[ζάρωνα… μήπως και δεν με βρει ο ήσκιος σου].

Τι είναι αυτό που μας κάνει να μιλάμε, να γράφουμε Ποίηση, να επικοινωνούμε;

[Δεν είναι το φως που με τους ήσκιους / μας κάνει να μιλάμε. / Είναι οι μέρες των ατέλειωτων βροχών, / οι μέρες των πετρωμένων υποσχέσεων].

Γι αυτό κράτησα στην αρχή, τη λέξη «ίσκιος» από το ποίημα του Λόρκα.

 

Ήσκιος όμως ή ίσκιος;

Σχολιάζω παρενθετικά εδώ την εύστοχη κίνηση να γραφτεί τρις, άρα συνειδητά, ο ήσκιος με ήτα. Το ήτα, είναι απαλότερο του αιχμηρού και σκληρού ιώτα, σε απόλυτη συμφωνία με την απαλότητα της υφής της σκιάς και την ηρεμία της ποιότητάς της (η σκιά, ήσκια, ήσκιος̇ βλ. και ησκιό, ησκιάδα, ησκιοδροσερός, και σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας, βλ. λεξικό).

Με την αφορμή αυτή, σημειώνω εδώ την τεράστια σημασία που έχει κάθε γράμμα, για τη διαμόρφωση του νοήματος και της προσωπικότητας μιας λέξης. Ήτα ή Ιώτα. Όχι μόνο για τη μουσικότητά της, ζήτημα άκρως σημαντικό για την Ποίηση, αλλά και για τη σημασία της, ζήτημα καθοριστικότατο για την έννοιά της (βλ. λ.χ. την επίπτωση του ι και του η στις λέξεις «ίμερος» και «ήμερος»).

 

Η Ελευθερία Θάνογλου, λες και συνομιλεί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στην ερώτηση που απευθύνει εκείνος στον εαυτό του7

[Τις παγωμένες νύχτες, / ψυχή μου, πώς αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα, / εσύ

πού αναζήταγες τον ουρανό;]

 

έχοντας η ίδια περάσει κάτω από τους ήσκιους της μοναξιάς, της μνήμης, του χρόνου, του χωρισμού, του θανάτου, της δυσκολίας, του απολογισμού και της απαισιοδοξίας, οι οποίοι πέφτουν ως ανελέητοι προβολείς πάνω στην «αναπαράστασή» της, η οποία με τη σειρά της λαμβάνει χώρα κάτω από τον ήσκιο των δέντρων του ανθισμένου ποιητικού της κήπου,

 

ψιθυρίζει, σε κείνον, στον εαυτό της αλλά και σε κάθε αναγνώστη, ότι πίσω από κάθε ήσκιο, κρύβεται το φως της ελπίδας:

 

[κάθετοι βράχοι φύονται ανάμεσα στους κήπους.

Μα, κάθε βράχος και μια υπομονή

κι ένας κρυμμένος ήλιος].

 

 

 

 

Αναφορές

 

  1. Ελευθερία Θάνογλου, {Οι πέντε εποχές του κόκκινου}, εκδόσεις Πικραμένος, 2017
  2. Ζωή Καρέλλη, Νεώτεροι, {Οι θεμελιωτές της ποίησης στη Θεσσαλονίκη}, επιλογή – σημειώματα Ντίνος Χριστιανόπουλος, εκδόσεις Ινόνια 2010 σελ.21
  3. Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Περί Συνομιλίας: 117, {Ποίηση με τέσσερα πόδια}, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2017, σελ. 26
  4. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Αρραβώνες, {Εκλογή Ποιημάτων},εισαγωγή – μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη, εκδόσεις Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2001 σελ.54
  5. Γιώργος Μπλάνας, ΜΟΝΑΧΟΣ, {Η Απάντησή του}, εκδόσεις Νεφέλη, 2000, σελ. 27
  6. Φωτεινή Βασιλοπούλου, {Αμείλικτο Νερό}, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019
  7. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ρήμαγμα, συλλ. Ξένα Γόνατα, {Ντίνος Χριστιανόπουλος / Ποιήματα}, εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ.46

 

 

 

  * Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top