Fractal

Ποιητική ανάδυση νοσταλγικών αμοντάριστων πλάνων

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Φροσούλα Κολοσιάτου, «Αμοντάριστα πλάνα». Εκδόσεις Βακχικόν. Αθήνα, 2021

 

Η αρχή της προϋπηρεσίας της Φροσούλας Κολοσιάτου στο χώρο της ποίησης ανάγεται στο μακρυνό 1979, στην πραγματικότητα κάπου μισό αιώνα πριν. Έκτοτε ασχολείται ενεργά μ’ αυτή με συστηματικό τρόπο, αφού έως σήμερα έχει εγγράψει στο βιογραφικό της σημείωμα δέκα ποιητικές συλλογές: Κατοχική εποχή (εκδόσεις Διογένης,  1979), Διαγωγή (εκδόσεις Γνώση, 1981), Ηλικία (εκδόσεις Ομπρέλα, 1995),  Σα να συνέβη (εκδόσεις Ομπρέλα, 2002), Όταν φεύγουν τα φλαμίγκος (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005), Μέσα από παλιά φινιστρίνια (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008), Μισό σκοτάδι (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010), Σκοτεινή συγκατοίκηση (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014), και Φοράει τα μάτια του νερού (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017). Για κάποιες από αυτές, μάλιστα, τιμήθηκε με ανάλογα λογοτεχνικά βραβεία.  Η  δέκατη και τελευταία κατά σειρά ποιητική της συλλογή, τα  Αμοντάριστα πλάνα, εν προκειμένω, από τις Εκδόσεις Βακχικόν (Αθήνα, 2021), επεκτείνει το εύρος της σε τόπους ευρύτερους γύρω της, και σε κάποιες εσώτερες πτυχές του εαυτού της. Το ποιητικό της τερέν απλώνεται σε δύο μέρη που τα αποκαλεί «Χαμηλό υψόμετρο» και «Προσωπική γεωγραφία», τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν και εντελώς ξεχωριστές ποιητικές συλλογές από πλευράς περιεχομένου. Επειδή ίσως συγκατοικούν στο βιβλίο ετούτο, γι’ αυτό πιθανόν και να πήραν τον ενιαίο τίτλο   «Αμοντάριστα πλάνα». Το «Χαμηλό υψόμετρο», το πρώτο μέρος των είκοσι ποιημάτων, έχει ως αφορμή ανάδυσης την πρωτόγνωρη εμπειρία της επέλασης της πανδημίας του κορονοϊού, όχι μόνο εδώ αλλά στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, η οποία στην κυριολεξία άλλαξε συλλογικές συνήθειες και ατομικές συμπεριφορές, η πραγματικότητα της καραντίνας και του ημερήσιου εγκλεισμού για πολλές ώρες στο σπίτι, το μεταναστευτικό πρόβλημα που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σχεδόν καθημερινά στα δελτία ειδήσεων με τα ορατά και αόρατα θύματά του, οι άστεγοι, οι αναίτιες και ανεξέλεγκτες πολλές φορές επιθέσεις της αμερικανικής αστυνομίας στους δύσμοιρους αφροαμερικανούς, καθώς και πολλά άλλα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που έδωσαν γένεση στην ποιητική παραγωγή της Φροσούλας Κολοσιάτου.

«…Σβήνει η ανάσα του Τζορτζ Φλόιντ/Κάτω απ’ τη μπότα του φασίστα/Καθώς το διαλυμένο σώμα είναι στην άσφαλτο/Σαν κάποιος να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του διπλανού σπιτιού/Η σιωπή χτυπάει τα τύμπανα/Φωνάζει: ‘Τι φταίμε άλλωστε εμείς/Αν αυτοί είναι αναρχικοί πρόσφυγες/Μετανάστες αλλόθρησκοι/Ομοφυλόφιλοι ή/Μαύροι’/ Πολύφυλλη  βουή το σκοτεινό ποτάμι…», γράφει στο ποίημά της με τον εμβληματικό και πασίγνωστο τίτλο «I can’t breathe»! Ο φόβος την νόσησης, της προσβολής και του θανάτου από την πρωτόγνωρη επίθεση του αόρατου και ύπουλου ιού, και στα καθ’ ημάς, απεικονίζεται με έκδηλη αγωνία: «… Το στατιστικό ενδεχόμενο/Μεταφέρει μια απαράδεκτη/Σχεδόν αναμονή του δικού μας θανάτου/Και το απόκομμα της μέρας/Έχει το ράμφος της δύσπνοιας/Με εκατόμβες νεκρών/ Αόρατος πόλεμος/Φοβάμαι τον βηματισμό της ανοχής/Αύριο κανένας δεν ξέρει τι θα συμβεί» (‘Οικόσιτοι’). Ωστόσο, η αγωνία και οι προβληματισμοί για την ποιήτρια δεν μένουν εκεί, αφού για τους επιζώντες της δυνητικά θανατηφόρου πανδημίας καινούργια ερωτηματικά θα αναφύονται τακτικά στην καθημερινότητα τα οποία παραπέμπουν σε παλιότερα προφητικά αλλά τόσο επίκαιρα για την εποχή μας κείμενα του Τζορτζ Όργουελ.

 

Φροσούλα Κολοσιάτου

 

«…Όταν φύγουν τα μέτρα έκτακτης ανάγκης

Φαίνεται πως μερικά θα παραμείνουν

Οι θερμικοί σαρωτές

Τα συστήματα αναγνώρισης προσώπων

Συμβατά με μια ιδεολογία που έρχεται

Μέτρα επιτήρησης υψηλής τεχνολογίας

Μιας επιδοτούμενης ανεργίας

Μαζί με ανθρώπους που θα βλέπουν στο δρόμο

Ένα σύμπαν από ένα πλάνο».

 

Όμως, όπως ήδη είπαμε, το πρώτο μέρος ακολουθεί ένα περισσότερο προσωπικό και ελεγειακό δρόμο με είκοσι δύο ποιήματα και τίτλο «Προσωπική γεωγραφία», πλημμυρισμένο από ατομικά και οικογενειακά βιώματα, και ακόμα επώδυνα πατριωτικά τα οποία παραπέμπουν στα παιδικά και εφηβικά χρόνια της ποιήτριας στα χώματα της γλυκιάς και πικρής γενέτειρας, της μεγαλονήσου της Κύπρου. Έτσι, χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το «Να πάρουν φως τα πράγματα», όπου η Φροσούλα Κολοσιάτου υπενθυμίζει σε όλους τους πατριώτες της, σε όλον τον απανταχού ελληνισμό, την ομορφιά της θυσίας  όπως αυτή βρίσκεται σε κοινή θέα και υπενθυμίζοντας το διαχρονικό καθήκον όλων, στα Φυλακισμένα τουτέστιν Μνήματα της Λευκωσίας: «Τόση ομορφιά/Σκαμμένη στην επιφάνεια της ιστορίας/ Σε ένα σιωπητήριο πουλιών/Ταπεινή και περήφανη/ Μια βροχή έφερε δάκρυα/Και την έγνοια του θανάτου/Αγχόνες και νεκρά παλληκάρια/Να σας κρατήσω/Όπως το χάδι/Αβάστακτο/Στην απουσία που κρύβεται τόση θυσία/Να επισκεφτείς τα Φυλακισμένα Μνήματα»!

Αλλά όσα και να γράψει, όσα και να αναφέρει η ποιήτρια, αγωνίζεται ενάντια στην επέλαση της λήθης με τη βοήθεια πάντοτε της μνήμης: «Οι ιστορίες δεν τελειώνουν/Ανοίγουν κατευθύνσεις απρόσμενες/Ανορθόγραφες επιγραφές/Σταγόνες νερού στα τζάμια της μνήμης/ Φέρνουν φως/Τι εποχές/Ενάντια μιας λήθης καλπάζουσας» (‘Ένα επίπεδο πιο χαμηλά’).

 

Η γνωστή παραλιακή γωνιά της γενέτειρας πόλης της ποιήτριας. Οι Φινικούδες στη Λάρνακα.

 

Μέσα σε αυτή την ενότητα, το πεδίο και το σύμπαν της Κολοσιάτου, είναι βαθύτατα ιδιωτικό, προσωπικό, υπαρξιακό, οικογενειακό, και βεβαίως αφόρητα νοσταλγικό, με πολλαπλές και συνεχόμενες επελάσεις της ατομικής μνήμης αλλά και των συλλογικών βιωμάτων των δικών της ανθρώπων, την τουρκική εισβολή του 1974, τα βομβαρδιστικά από τον ουρανό και τα δελτία ειδήσεων των ραδιοφώνων με τα συνεχή πολεμικά ανακοινωθέντα. Όμως, η «Προσωπική γεωγραφία», αποτελεί την κατάδυσή της και στον περισσότερο δικό της χώρο, τον οικογενειακό, με άλλες φορές ευθύ ποιητικό λόγο, και άλλοτε με υπαινισσόμενα και ατελέσφορες ενδιάμεσες σιωπές. Εδώ είναι ευνόητο ότι αναδύεται η άρρηκτα δεμένη σχέση μεταξύ της μικρής της ηλικίας στον γενέθλιο τόπο και του ποιητικού κειμένου. Η νοσταλγική επιστροφή της μνήμης σε εκείνα τα χώματα, ιδωμένη κάτω από το πρίσμα της σύγχρονης και επώδυνης ιστορίας του νησιού της, για χρονικό διάστημα σχεδόν μισού αιώνα πια, σε συνδυασμό με την απομάκρυνσή της για τους δικούς της καθαρά λόγους από εκεί, δανείζεται βιωματικά τμήματα και τα εξωτερικεύει έτσι ώστε να προσπαθεί να γεφυρώσει το όποιο χάσμα δημιουργήθηκε ανάμεσά τους και παρέμεινε έτσι παρουσιάζοντας κάποια χρονικά κομμάτια ωσάν αμοντάριστα και ασυναρμολόγητα πλάνα και θέτοντας παράλληλα σε εφαρμογή τη θεραπευτική διαδικασία της  επούλωσης.

Το πέρασμα του ανίκανου χρόνου, είναι πάντα μπροστά στο δεύτερο ειδικά μέρος της ποιητικής συλλογής.  Ίσως το πλέον συγκινητικό της ποίημα να ακούει στο όνομα «Ο  πατέρας έφυγε»:

 

«Παλιές οικογενειακές φωτογραφίες /Ζητούν βοήθεια/ Δρασκελούν κρυφά τη νύχτα /Ασκούνται χαμηλόφωνα /Μέσα βουλιάζει κάτι οικείο /Μια ίσια γραμμή χωρίς δεσμεύσεις /Ανακεφαλαιώνει απώλειες

Ο πατέρας μου και εγώ σε κάδρο/Με κρατάει κοριτσάκι από το χέρι/ Το αεράκι μάς χαϊδεύει/Μαζί μου πάντα/ Να μου γνέφει/Σαράντα χρόνια να μου λείπει/Οι ουρανοί του πένθους/Με μια πλάκα και ένα κονδύλι/Τότε μου έλεγες ιστορίες /

Κουβαλούσαμε μαζί τα ψώνια /Με το μεγάλο ποδήλατο/Φυτέψαμε μαζί τις λεμονιές στον κήπο

Νομίζεις ότι θα ανοίξει η πόρτα και θα γυρίσει/ Με το καπέλο του στο χέρι/Η μάνα θα τον περιμένει /-Κάτσε να φάμε θα του λέει/Έτσι περνάει ο καιρός σχεδόν παράφορα /Χωρίς θερμοκρασία/Ασπρόμαυρος

Πρώτα ο μύθος του Νοέμβρη/ Καθώς οι μέρες του αυτές/Με τις οικογενειακές συναθροίσεις/Δεν θα ξανάρθουν

Κανένας δεν είναι πλάι στον άλλο/Και ο πατέρας έφυγε/Άνθισε όμως ο κήπος γέμισε κόκκινο/Αγαπημένο και απαγορευμένο/Όπως ο Πενταδάκτυλος»

 

Μια ελεγεία για τον χαμένο πατέρα, τον χρόνο που απομακρύνθηκε ανεπιστρεπτί, με στίχους έντονα βιωματικούς, και πώς θα γινόταν το αντίθετο άραγε,  η συγκεκριμένη συλλογή της  Φροσούλα Κολοσιάτου, έρχεται σε επαφή με σύγχρονα  προβλήματα του καιρού μας, με υπαρξιακά θέματα που άπτονται όλων των ανθρώπων και της καθημερινότητας, αλλά και με ατομικές νοσταλγικές ποιητικές εκφάνσεις που χαρακτηρίζουν κυρίως το δεύτερο τμήμα του βιβλίου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top