Fractal

Αλιβάνιστος – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου- Κύρκου // *

 

 

Ο Παπαδιαμάντης ξεκινάει το διήγημά του αυτό σχηματίζοντας το σκηνικό, τους χαρακτήρες και το χώρο. Τρεις γυναίκες βαδίζουν επί ώρες και επιτέλους φτάνουν στον προορισμό τους, το Δασκαλειό (θα μάθουν κάτι εδώ; Γι’ αυτό και το όνομα;), καθώς οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου χρυσίζουν τις δυο ράχες (η άδοξη ερωτική ιστορία της θειας Μολώτας και του μπαρμπα-Κόλια, που βρίσκονται και οι δύο στη δύση της ζωής τους).

 

 

Έχουμε τα ονόματα των τριών γυναικών, αλλά και λεπτομερή περιγραφή της φύσης, η οποία στην ουσία δημιουργεί την βαριά ατμόσφαιρα και προϊδεάζει κατά κάποιο τρόπο το ανεκπλήρωτο του έρωτα μεταξύ της θειας Μολώτας και του Αλιβάνιστου, «Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζαν ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων». Η φύση χρησιμοποιείται ως συμβολισμός εδώ, όπως και στο σημείο, «Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους», ενώ το τέλος του διηγήματος προβλέπεται κατά κάποιο τρόπο με τη μεταφορική φράση, «Η ψυχή κ’ η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού». Η ψυχολογική ανάταση αυτή αντικατοπτρίζει την ψυχική ευφορία που θα νιώσουν όταν στο τέλος δοθεί άφεση αμαρτιών στα δύο μέρη.

Το θρησκευτικό στοιχείο είναι έντονο στην ιστορία, τη χαρακτηρίζει και τη χρωματίζει ανάλογα με τα γεγονότα που συμβαίνουν, αλλά και την ψυχική φόρτιση των χαρακτήρων. Οι τρεις γυναίκες, η αγία τριάδα ίσως, το νερό=νάμα της πηγής που θα ‘ενώσει’ ξανά τον Κόλια και τη θεια Μολώτα, το εκκλησάκι που σκοπεύουν να κάνουν Πάσχα λέγεται Αι-Γιάννης, παραπέμποντας στον Ιωάννη το Βαπτιστή, ερημίτης κι αυτός, ασκητής, του οποίου το πιστεύω του ήταν το ‘μετανοείτε’, τα κοχύλια και οι πεταλίδες που χρησιμοποιεί ο Σταμάτης σα λιβανιστήρι στην θεια Μολώτα και τον Κόλια, προοιωνίζοντας το θετικό κλείσιμο της ιστορίας, ενώ όταν έφτασαν οι βοσκοί στο εκκλησάκι «Κ’ εκοίταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια…», παραπέμπει ο συγγραφέας στ’ αστέρι πάνω από τη φάτνη που καθοδηγούσε τους τρεις μάγους ίσως, ή όταν ο ιερεύς έψαλε το ‘Κύματι θαλάσσης’ συμβολίζοντας προφανώς τα εμπόδια που δεν επέτρεψαν στο ζευγάρι να ενωθεί, ή όταν η θεια Μολώτα «εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την θυρίδα της Προσκομιδής…», όχι τυχαία βέβαια, καθώς εκεί γίνεται η προετοιμασία των δώρων για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, τα Τίμια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος.

Υπάρχει αληθοφάνεια στο κείμενο, είναι ρεαλιστικό, με λογική πλοκή και συνέπεια όσον αφορά τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Ο παπα-Γαρόφαλος άργησε γιατί άλλαξε δρόμο για να δει το χωράφι του κι έχασε το δρόμο του, δικαιολογώντας έτσι την αγωνία των γυναικών και των αντρών που τον περίμεναν και η καθυστέρηση αυτή εξάπτει το ενδιαφέρον του αναγνώστη που περιμένει να μάθει για την τύχη του παπά και της αναμενόμενης τελετουργίας. Ενώ αυτός φαίνεται αρχικά να είναι ο στόχος του συγγραφέα, προς το τέλος του διηγήματος μπαίνει ένθετη και η ιστορία της θειας

Μολώτας, και η αγωνία του αναγνώστη μετατοπίζεται τώρα σ’ αυτή, στην παράξενη συμπεριφορά της και την αιτία πίσω απ’ αυτή, αλλά και πίσω από τον απομονωμένο τρόπο ζωής του μπαρμπα-Κόλια. Η εισαγωγή του χαρακτήρα του Κόλια γίνεται στη μέση του διηγήματος από το Σταμάτη, ο οποίος λειτουργεί εδώ σαν (παιχνιδιάρης) προάγγελος, που αλλάζει λίγο την ατμόσφαιρα και τον τόνο της ιστορίας. Η εισαγωγή του Σταμάτη στην ιστορία απ’ τη μια καθυστερεί την αφήγηση και εξάπτει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά κι απ’ την άλλη παίζει κι αυτή το ρόλο της στην ιστορία, αφού φέρνει στο προσκήνιο τον Αλιβάνιστο και τον ερημικό βίο του. Άρα, θα έλεγα ότι υπάρχει μια συνθετική διαμόρφωση πλοκής εδώ με πολλά πρόσωπα και διαφορετικές γραμμές δράσης, που αρχικά φαίνονται ανεξάρτητες, αλλά στην πορεία αποδεικνύονται αλληλένδετες και δομημένες έτσι ώστε να υπάρχει μια λογική ενότητα στην ιστορία. Όλοι επιθυμούν και επιτυγχάνουν το ίδιο πράγμα, τη συμμετοχή στην Ανάσταση, μια «Ώρα Ασπασμού και αγάπης», όπου παλιές ‘αμαρτίες’ συγχωρούνται και επέρχεται η ενότητα και η συμφιλίωση.

Η «ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της» θεία Μολώτα, πιστεύω ότι είναι εσκεμμένα έτσι τραυλή, αντικατοπτρίζοντας την κρυψίνοιά της, καθώς τόσα χρόνια πέρασαν από το γεγονός με τον Κόλια και δεν έχει αναφέρει ποτέ τίποτα σε καμία γυναίκα απ’ την παρέα της. Ίσως και αυτή η ‘αναπηρία’ της να είναι αποτέλεσμα ή να δηλώνει την αντίδρασή της στην απώλεια ενός συντρόφου που επιθυμούσε αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να έχει.

Το διήγημα διέπεται από το νόμο της έκπληξης, καθώς ο αναγνώστης δεν έχει προηγούμενα σημάδια που να δικαιολογούν την παράξενη συμπεριφορά της θεια Μολώτας και να φανερώνουν την αιτία, δηλαδή το σύντομο και μη καρποφόρο ειδύλλιό της με τον Αλιβάνιστο. Στο σημείο αυτό υπάρχει κάποια κλιμάκωση, καθώς τα δυο μέρη αντιδρούν με αντικοινωνικό, αμήχανο τρόπο σ’ αυτή τους την επανασύνδεση, αλλά έρχεται το αντικλιμακούμενο κλείσιμο, όπου εκτονώνεται η συγκινησιακή φόρτιση, όπου η θεια Μολώτα ζητάει συγχώρεση από τον Αλιβάνιστο και ο πάτερ «ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν» και όλοι μεταλαμβάνουν και ανταλλάσουν ευχές. Εδώ λοιπόν επέρχεται η αποκατάσταση μιας ήρεμης ψυχολογικής κατάστασης και αν αναλογιστούμε το «Η ψυχή κ’ η καρδούλα των εδροσίσθη…» της πρώτης παραγράφου, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι υπάρχει ένα είδους κλεισίματος-ανοίγματος όπου το τέλος αντανακλά την αρχή με κάποιο τρόπο.

 

 

* Η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου έχει σπουδάσει Λογοτεχνία και έχει πάρει το MA Creative Writing απ’ το Lancaster University. Τα διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε online και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολόγια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει στην Αθήνα με το σύζυγό της και τα δυο της παιδιά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top