Fractal

«Ειρκτή ιδιόκτητος». Στα χνάρια της ΑΛΙΡΡΟΗΣ μέσα από την ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιώργου Δελιόπουλο

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου //

 

 

 

Γιώργος Δελιόπουλος «Αλιρρόη, Το μηδέν στον καθρέφτη», εκδ. ΑΩ

 

1.Καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής:

 

Με ποιον τρόπο μπορεί να αφηγηθεί κανείς μια τρομακτική ιστορία εγκλεισμού; Υποθέτω πως απαιτούνται πολλά:

α) Ένα τουλάχιστον κεντρικό πρόσωπο στη θέση του θύματος.

β) Ένας τουλάχιστον δράστης-θύτης.

γ) Ένα ισχυρό κίνητρο και κατά προτίμηση ένα σαφές κατηγορητήριο.

δ) Ένας χώρος εγκλεισμού, αρκετά τρομακτικός.

ε) Λεπτομέρειες που δείχνουν ανάγλυφα τις ψυχικές διακυμάνσεις του έγκλειστου.

στ) Γεγονότα που περιπλέκουν την κατάσταση, δημιουργώντας απρόσμενες εξελίξεις και ανατροπές.

ζ) Ένα αίσιο ή λυπηρό τέλος.

η) Συμπεράσματα – διδάγματα που εξάγονται έμμεσα.

Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος στην ποιητική του σύνθεση με τίτλο “ΑΛΙΡΡΟΗ” επιχειρεί μια ποιητική προσέγγιση των ψυχικών διακυμάνσεων κατά τη διαχείριση του πένθους, με μια γυναίκα ως μοναδικό ομιλών πρόσωπο. Καταβύθιση, λοιπόν, στα άδυτα της γυναικείας ψυχής μέσα από την εξαιρετικά τραυματική εμπειρία του εγκλεισμού, κι όλα αυτά με έναν εκπληκτικά προσεγμένο ποιητικό λόγο που τολμά να πειραματίζεται. Η σύνθεση αρχίζει με την ενότητα που φέρει τον τίτλο «είσοδος» και τελειώνει με την ενότητα «έξοδος». Με αυτό το τέχνασμα, η όλη σύνθεση αποκτά τη χροιά αρχαίου δράματος. Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος γνωρίζει καλά ότι η πεπατημένη οδός είναι ασφαλής, όμως η αληθινή γοητεία του λόγου βαδίζει αναγκαστικά στο χείλος απύθμενων γκρεμών.

Ο αναγνώστης ας μη ρωτήσει ποια είναι -τελικά- η Αλιρρόη, αν είναι αληθινό πρόσωπο ή πλάσμα της φαντασίας: Αδύναμη πλευρά έχουμε όλοι μας κι αλίμονο στον άνθρωπο που δε μέτρησε ποτέ ανοιχτές πληγές στο κορμί του. Όσα διδάσκει ο πόνος είναι αδύνατον να μας τα διδάξει η χαρά. Ο Καρλ Γιούγκ υποστηρίζει πως στην ψυχή του κάθε άντρα κρύβεται η «Anima», η γυναικεία του πλευρά που τον συμπληρώνει. Κρύβεται το αγέρωχο και επιβλητικό, (άλλοτε ανασφαλές και πληγωμένο) θηλυκό, το αιώνιο πρότυπο της γυναίκας, με διαφορετικά χαρακτηριστικά για τον καθένα, αυτό που αναζητά με αγωνία για να ολοκληρωθεί, όχι μόνο ερωτικά, αλλά και υπαρξιακά. Η «Αnima» είναι απαραίτητη για την ψυχική σταθερότητα. Μακριά της η προσωπικότητα ενός άντρα μένει λειψή. Είναι το χαμένο πλευρό του Αδάμ, που του αποσπάστηκε βίαια, το «άλλο μισό» σύμφωνα με την απλοϊκή λαϊκή έκφραση. Ο αναγνώστης ας μην περιμένει, λοιπόν, εύκολες απαντήσεις σε τόσο σύνθετα ζητήματα. Η Αλιρρόη υπάρχει ποιητικά κι αυτό είναι αναγκαία και επαρκής ποιητική συνθήκη.

Ας μην αναρωτηθούμε ποιος είναι ο θύτης: Κάποτε οι άνθρωποι γύρω μας καταντούν η κόλασή μας, ενώ άλλες φορές, εμείς οι ίδιοι κρατάμε στα χέρια μας τα κλειδιά της ιδιόκτητης φυλακής μας. Κατηγορητήριο δε θα βρει κανείς, όσο κι αν ξεφυλλίσει το βιβλίο με αγωνία. Η «Αλιρρόη» δεν είναι μυθιστόρημα, για να αναζητούμε στο γιατί και το πώς αληθοφανείς απαντήσεις. Αν ο αναγνώστης περιμένει τέτοιες διευκολύνσεις, πιθανότατα θα απογοητευτεί. Σε ένα ποιητικό έργο αξιώσεων δεν πρέπει να περιμένει κανείς να βρει εδέσματα σερβιρισμένα σε εορταστικό τραπέζι. Παρόλα αυτά, η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου δεν είναι ερμητικά κλειδωμένη κι απρόσιτη. Αφήνει ανοιχτά περάσματα. Μοιάζουν με τα λαγούμια που μαθαίνει η Αλιρρόη ψηλαφητά στην παράξενη φυλακή της.

  1. Η εποχή της άρνησης:

 

εφιάλτης

 

Ήμουν πάντα στην πρώτη γραμμή

πριν βρεθώ ηττημένη στη λήγουσα

κλειδωμένη αναπάντητα σίδερα

θύμα είτε θύτης μαζί

 

όλα τώρα κλεψύδρες και άρρωστοι χρόνοι

κι όλα γύρω φθηνά σκηνικά και τσιμέντα

δίχως θέα ν’ αλλάζω τον δρόμο σελίδα

μόνο τρύπες στον τοίχο κλειστές

 

και η μόνη αλήθεια στην άκρη Εγώ

απ’ το βάρος τής ύλης κατάδικος

προσπαθώντας δεμένη στο χώμα

 

να μου ανοίξω, για όσο κρατήσουν, πανιά.

 

Από την πρώτη γραμμή της ζωής της η Αλιρρόη βρίσκεται στο περιθώριο, σε μιαν απροσδιόριστη φυλακή. Ο χρόνος είναι πια εχθρός κι ο χώρος σε τίποτα δε θυμίζει το ανοιχτό πεδίο δράσης των δρόμων. Ο εαυτός που συνθλίβεται, η ύλη που αποτελεί αιώνια φυλακή της ψυχής, τα αναπάντητα ερωτηματικά που βασανίζουν τη σκέψη, κι από την άλλη η άρνηση: Τα πανιά του ταξιδιού που τώρα είναι κλειστά, πρέπει ν’ ανοίξουν με κάθε τρόπο. Η φυλακή δεν της ταιριάζει. Η γυναίκα ζητά από τον Θεό να δώσει ένα άνοιγμα διαφυγής, μιαν ελπίδα απόδρασης ή έστω λίγη τροφή στην ελπίδα. Ας συγχωρήσει τα σφάλματα κι ας βγάλει από πάνω μας το βάρος της ενοχής. Αλήθεια, μάθαμε να αγαπούμε αρκετά τον εαυτό μας ή μήπως συνηθίσαμε να του φορτώνουμε βάρη; Έχω την αίσθηση ότι ο Θεός συγχωρεί ευκολότερα τον άνθρωπο, απ’ όσο ο ίδιος τον εαυτό του. Ανώριμος, στη βρεφική ηλικία απομένει ο εαυτός μας ο αδοκίμαστος. Τα χρόνια μας περνούν υπό φροντίδα και κηδεμονία. Ήρθε η ώρα της εξόδου, η ώρα που ο άνθρωπος θα ανακαλύψει το δικό του θέλημα.

Ο λόγος κάποτε δεν είναι ικανός ν’ αποδώσει τα συναισθήματα που συγκλονίζουν την ψυχή κι οι άναρθρες κραυγές σαν συντρίμμια συσσωρεύονται στο στόμα άσκοπα. Τι μένει, όταν οι λέξεις κομματιάζονται; Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος αγαπά τις τολμηρές μεταφορικές εκφράσεις που πλάθουν εικόνες ζωντανές. Αγαπάει, επίσης, τις εύγλωττες αντιθέσεις: Συναίσθημα ασφυξίας κι αέρας βρώμικος που αλλοιώνει τα λόγια. Μαύρες σκέψεις, μαύρα ρούχα, δεκανίκια της ανημποριάς και η ανούσια επανάληψη του «ράβε – ξήλωνε». Από την άλλη, η ζωή που με προκλητική χαρά ξεδιπλώνει την ομορφιά της κάπου μακριά, αθέατη, απρόσιτη, ιδανική, δώρο των τυχερών που νίκησαν τον πόνο κι ανανεωμένοι ζουν την αναγέννηση μιας δεύτερης νιότης.

 

γλέντι

Την ώρα που το σχήμα μου διπλώνεται

παλιώνει ο αέρας, οξειδώνονται τα λόγια

σου κρατώ τα δεκανίκια και

                                                   τραυλίζουμε τη μοίρα

 

την ώρα που εδώ κανένας δε γιορτάζει

έβαλες μαύρα και γερνάς με τους χειμώνες σου

θέλησες μόνο να κεντάς σε μια γωνιά

και μόνη να ξηλώνεις

[…]

χιλιάδες όνειρα σηκώνουν το ποτήρι και μεθούν

χιλιάδες χέρια κουβαλούν με τα κεριά το φως

 

Αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο μπορεί να αποδώσει κανείς ένα τόσο σύνθετο ποιητικό έργο. Εδώ καθεμιά λέξη έχει το δικό της βάρος και τη δική της θέση, όπως οι ψηφίδες που δε γίνεται να μετατοπιστούν, χωρίς να καταστραφεί η σύνθεση. Για να δώσω μια μικρή γεύση αυτής της καλοδουλεμένης στιχουργικής, απομονώνω ενδεικτικά μερικούς από τους στίχους που θεωρώ εξαιρετικά εμπνευσμένους, γνωρίζοντας από πριν πως παραβιάζω μια βασική αρχή της ποίησης: Το ποίημα είναι ένας αυθύπαρκτος ζωντανός οργανισμός κι ο αυθαίρετος τεμαχισμός είναι εξίσου ολέθριος με την οποιαδήποτε απόπειρα προσθήκης. Το κάνω για λόγους καθαρά πρακτικούς:

Πάτερ ἡμῶν, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν

στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος

 «προσευχή»
   
μα προσεύχομαι τώρα: ελθέτω η έξοδος

κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω τὸ νῦν θέλημά

 

Μου

 «προσευχή»
   
Ας τρυπάει τη φωνή μου για θρήνους

τους νεκρούς μου θα κρύβω σε γείτονες τάφους

να μη βλέπει κανείς πού δακρύζω

«114 Κασσάνδρα»
   

 

Το ποιητικό υποκείμενο αρνείται τη μοίρα του. Η ματιά της Αλιρρόης μοιάζει τυφλή. Η φωνή της μοιάζει σαν σταματημένη βελόνα στον δίσκο που σωπαίνει. Η φωνή της δεν έχει νόημα να υψώνεται ως θρήνος. Ας μη γνωρίζουν οι άλλοι το δράμα της κι ας έχει γεμίσει το σώμα της με πληγές-κρατήρες. «Το χάος κηρύττει σ’ απευθείας μετάδοση» την καταστροφή, μα αυτή επιμένει ν’ αντέχει «ανθισμένη στην τέφρα».

 

Γιώργος Δελιόπουλος

 

  1. Η εποχή της οργής:

Μετά την άρνηση, έρχεται η οργή. Άραγε ενάντια σε ποιους; Κάποτε γινόμαστε άθελά μας οι χειρότεροι εχθροί του ίδιου μας του εαυτού. Κάποτε πληρώνουμε αβλεψίες και σφάλματα του παρελθόντος, κι ενώ οι θύτες της ζωής μας είναι τα χέρια μας, καταλογίζουμε ευθύνες σε θεούς και δαίμονες, στην απρόσωπη μοίρα, στην ανώνυμη κοινωνία, στους «ανέντιμους άλλους» που μας μισούν. Παρόλα αυτά, όλοι γνωρίζουμε τους υπέροχους στίχους:

 

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

(K.Π. Καβάφης, «Ιθάκη»)

Ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης διδάσκει ότι πολύ συχνά οι θανάσιμοι κίνδυνοι έρχονται στον δρόμο μας είτε γιατί δε φανήκαμε αρκετά συνετοί κι εκλεκτικοί είτε γιατί μόνοι μας στήσαμε τα εμπόδια στον δρόμο μας. Η Αλιρρόη δεν βάζει τέτοιες σκέψεις στο μυαλό της. Άλλωστε διανύει την εποχή της οργής:

 

με την οργή στα δόντια μου αμάσητη

κάτω απ’ τη γλώσσα παρελθόντες χρόνοι

ένα ολόκληρο κενό μέσα στη φλούδα μου

[…]

Όλοι ορίζουν τη μορφή τους στα λευκά

κι όλοι μια τρύπα στην παλάμη τους κρατούν

μα εγώ μια σφαίρα σφίγγω στη γροθιά

 

μια κουρασμένη απάντηση.

(Από το ποίημα «Ξύπνησα»)

 

Η οργή αγαπά τη γενίκευση. Κάποια σκοτεινή συνομωσία, κάποιο σατανικό σχέδιο μάς έριξε στο λαγούμι, στο δεσμωτήριο, στο περιθώριο. Νομίζω ότι το β΄ πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο ποιητής στο ποίημα «Διώξου!» δίνει από τη μια την εντύπωση πως η πρωταγωνίστριά του Αλιρρόη απευθύνεται στον κάθε αναγνώστη κι από την άλλη, στον ίδιο της τον εαυτό. Το ρήμα επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές μέσα στο ποίημα και παντού συνοδεύεται από θαυμαστικό. Έτσι το «Διώξου!» ισοδυναμεί με «χάσου!» κι είναι η κραυγή της οργής με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση:

 

άλλο αίμα στην καρδιά δεν έχεις

σώμα άλλο για πειράματα

στάλα-στάλα σε ποτίζουν όλα

ενδοφλέβια σήψη

 

Διώξου!

 

από θέση πρώτη στη γραμμή πυρός

κυνηγώντας ήλιους ώς το χάραμα

πιο καλά σε λάκκους βασιλεύοντας

με το φως της λάμπας

 

Διώξου!

[…]

(Από το ποίημα «Διώξου!»)

 

Όσοι τολμήσουν στο μέλλον να κάνουν τον κριτή, μην έχοντας στοιχεία επαρκή, από την άνεση του καναπέ του σπιτιού τους κι εντελώς ανώδυνα κι απροβλημάτιστα, ας μάθουν πως υπήρξα κι εγώ και δεν επινοήθηκα, ακόμα κι αν το κορμί μου κατέληξε θαμμένο «στο μνημείο των ακήρυχτων πολέμων», όπου καμιά δόξα δεν περιμένει τους πεσόντες, παρά μόνο σκυλιά που σκαλίζουν το χώμα για κόκκαλα.

Στην Αλιρρόη ο έρωτας δεν έχει τη δύναμη να φέρει τους ανθρώπους κοντά. Συνταξιδεύουν άγνωστοι πάντα, ακουμπώντας στο λεωφορείο πλάτη με πλάτη. Ο δρόμος έξω απ’ το τζάμι χάνεται, όσο άδικα χάνεται η ίδια η ζωή. Υπάρχουν -λέει- γυάλινα σύμβολα για την αγάπη που αντέχει στον χρόνο. Είναι φτιαγμένα, ώστε να κουμπώνουν ακριβώς το ένα με το άλλο κι υποτίθεται πως η αγάπη θα απομείνει αράγιστη, όσο ο καθένας από τους δυο φυλάει ανέπαφο το δικό του κομμάτι. Να, όμως, που δε ραγίζουν μόνο τα σύμβολα, αλλά κι οι ίδιοι οι άνθρωποι:

 

Να μηρυκάζομαι βαρέθηκα στο γυάλινο των στίχων

για την ακρίβεια χαζεύοντας το ίδιο αναπάντητα

σαν τον παππού απ’ το μπαλκόνι τ’ αυτοκίνητα

(Από το ποίημα «Αλιρρόη Β΄»)

 

Η εικόνα του εύθραυστου γυαλιού, της εύθραυστης ζωής, με τις εύθραυστες ανθρώπινες σχέσεις μεταφέρεται στους στίχους. Και να, πάλι ο χρόνος ως εχθρός του ανθρώπου: τα γηρατειά, η ανημποριά, η απραξία κι ζωή που συνεχίζει μόνη κι αδιάφορη τη διαδρομή της, χωρίς εμάς. Η Αλιρρόη εκφράζει την πίκρα της για το περιθώριο στο οποίο βρέθηκε. Για το γεγονός ότι απόμεινε να παρατηρεί από μακριά τη ζωή της να ξεμακραίνει. Σαν τον παράλυτο της Βηθεσδά, περιμένει χρόνια και χρόνια το θαύμα που δεν έρχεται:

 

ξαφνικός επισκέπτης ο πόνος

κι έχω μπει στην ουρά υστερόγραφη

 

στοιβαγμένη σε άλλες αιτήσεις

με τυφλούς και χορτάτους ζητιάνους

με ανώνυμες λύπες κι αγγέλους

μα δεν έχουν φτερά να πιστέψω

(Από το ποίημα «Βηθεσδά»)

      

H Αλιρρόη αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην οργή και την αυτολύπηση, «πατημένη υπόσχεση κάτω από τις μπότες». Κι όμως, ακόμα κι έτσι, διακρίνω μια αμυδρή ανομολόγητη ελπίδα, αφού συνεχίζει να απευθύνει τον λόγο –αλήθεια σε ποιους;– μήπως κάποιοι την ακούσουν και νοιαστούν. Έχω την άποψη ότι όποιος βυθίζεται στο σκοτάδι της θλίψης, όποιος φτάνει στον πάτο του πηγαδιού της απόγνωσης, παύει να μιλάει, γιατί παύει να σκέφτεται. Του απομένουν μόνο άναρθρες ζωώδεις κραυγές. Αυτό το γνωρίζει ο ποιητής μας, μόνο που με κραυγές δε γράφεται ποίηση!

 

για να δείτε όλοι απ’ τη χαραμάδα

πως δεν ήμουν πρώτη ούτε η τελευταία

ξυπνημένη απότομα ασυνόδευτη

 

έξω από το παιχνίδι.

(Από το ποίημα «νυχτερινή σύλληψη»)

 

  1. Η εποχή του μηδενός:

Οι φάσεις από τις οποίες περνάει η ανθρώπινη ψυχή κατά τη διαχείριση του πένθους δεν είναι σταθερές και διακριτές. Συχνά ο άνθρωπος που βιώνει την απώλεια, κάνει κύκλους κι επιστρέφει ξανά και ξανά στα ίδια συναισθήματα, όπως ο εγκλωβισμένος σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο. Ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος το γνωρίζει αυτό, κι έτσι μετά την «εποχή της οργής» ακολουθεί η «εποχή του μηδενός», ενώ θα περίμενε κανείς τη φάση της διαπραγμάτευσης, δηλαδή την ψυχική κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος που πενθεί προσπαθεί να μετριάσει το κακό. Ανώφελα και χωρίς ελπίδα, συνήθως διαπραγματεύεται μετά την οργή, μήπως βρεθεί μια βολική λύση. Στο έργο μας, μετά την οργή ακολουθεί η κόπωση, η παραίτηση, η απόγνωση, το απόλυτο μηδέν.

Η Αλιρρόη μιλάει για δεσμοφύλακες που τη φυλάγουν με βάρδιες και για δικαστές που παίζουν τον ρόλο μικρών αόρατων θεών. Το καλοκαίρι δεν έρχεται ποτέ, γιατί ο χρόνος μετράει ανάποδα, ώστε να έρχεται στη θέση του ξανά ο χειμώνας. Το φως βιώνεται ως κάτι το ενοχλητικό, σχεδόν αιχμηρό. Εμπιστεύεται λοιπόν περισσότερο το σκοτάδι και βυθίζεται στην απόλυτη απραξία της παραίτησης. Επειδή η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου αγαπάει τις αντιθέσεις και μάλιστα τις απροσδόκητες, ένα παράθυρο μπορεί να είναι μαύρο, σκοτεινό κι όχι ανοιχτό, ολόφωτο. Είναι περισσότερο η ψευδαίσθηση ενός παραθύρου, ένα σχήμα στον τοίχο που ξεγελάει τις αισθήσεις:

 

στο μαύρο παράθυρο τοίχο

Η νύχτα κρατάει μυστικό το χαμένο της στοίχημα

μη βγουν στον πηλό τ’ ανοιχτά εκμαγεία της ήττας

και ψάξουν τη λάσπη για θύματα

 

στο μαύρο παράθυρο τοίχο, προτού ανατείλει

[…]

 

  1. Η εποχής της θλίψης

Εδώ θα περίμενε κανείς τον αργόσυρτο, ρυθμικό, σχεδόν σιωπηλό θρήνο του ανθρώπου που κουράστηκε πια να κραυγάζει. Παρόλα αυτά, η ενότητα αυτή αρχίζει με το ποίημα «κραυγή» σε δύο μέρη. Οι κραυγές, λοιπόν, της Αλιρρόης επανέρχονται. Απευθύνει τον λόγο γενικά στον αναγνώστη αλλά και ειδικότερα στη μητέρα της:

 

κραυγή, II

Αν μ’ ακούς ορφανή στην οθόνη να κλαίω –μαμά– μην αργείς

 

η χαρά που δανείστηκα τόσο καιρό ήταν μέρος του ρόλου που τέλειωσε, κι απορρέω στη λύπη χωρίς οδηγίες, με τον πόνο σημαία πηδώ στο κενό μα το δίχτυ σου τρύπιο

 

γίνε δάκρυ και πνίξε το δάκρυ μου, χάδι γίνε κι ανάγλυφο πέπλο, ένας τοίχος να γράφω παράπονα, μια πλατιά αγκαλιά να ξαπλώσουν τα λάθη μου

 

πριν χαθεί το μικρό κοριτσάκι σου, που θυμάται των κήπων τα πράσινα φύλλα.

 

Η Αλιρρόη μιλάει με καλοσύνη στον θυρωρό. Μου κάνει εντύπωση αυτή η ευγένεια και το γεγονός ότι δεν τον αποκαλεί δεσμοφύλακα. Δεν του επιτίθεται φραστικά, δεν του καταλογίζει ευθύνες, μα τον παρηγορεί:

Μη φοβάσαι τα βέλη

η φαρέτρα μου άδεια χωρίς δηλητήριο

τη φέρω για γλάστρα

[…]

 

Τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη:

κι αν δε σου ’ρχεται πρόχειρο κλάμα

σαν απλός θυρωρός στο κλουβί

γείρε πίσω απ’ τον τοίχο κι ανάσαινε

 

μήπως βρούμε μαζί τον ρυθμό

στην αντίστροφη μέτρηση

κι όσο οι άλλοι μάς κλείνουν τριγύρω με σίδερα

τελικά συνηθίσουμε.

(Αποσπάσματα από το ποίημα «θυρωρός»)

    

Τελικά, ποιοι είναι αυτοί που χτίζουν τις φυλακές και με ποια εξουσία σέρνουν στα σκοτάδια της απομόνωσης τις ψυχές των ανθρώπων; «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», λέει με θλίψη ο Αλεξανδρινός Δάσκαλος. Εδώ, όμως, δε χρειάζονται τείχη, ούτε βαριές πόρτες και κλειδαριές. Αυτό που κάνει την Αλιρρόη να βουλιάζει είναι η πικρή σκέψη πως η ζωή είναι σύντομη και πως τα χρονόμετρα ρυθμίστηκαν να μετρούν ανάποδα τις μέρες, από τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Η ματαιότητα του κόσμου, η φθορά της υλικής μας υπόστασης, η διάψευση των ελπίδων, η ψευτιά των ανθρώπων δημιουργούν μέσα της ένα κενό ανείπωτο. Μέσα σ’ αυτό έχει γκρεμιστεί και στα σκοτάδια της δικής της ψυχής παραπαίει.

Στο ποίημα «Η μπαλάντα του βυθού», που μου έφερε άθελά μου στο μυαλό το «πιάνο βυθού» του Γιάννη Βαρβέρη, απομονώνω τους τελευταίους στίχους που μπορούν να προσθέσουν πολλά στον προβληματισμό μας:

 

[…]

μαντεύουμε αόρατους πνιγμένους

ναυάγιο καθένας στο λιμάνι του

καθένας στο μπουκάλι σφραγισμένος

κι οι γλάροι στα βαθιά νερά το είδανε

το παραμύθι μας εδώ τελειώνει.

(Από το ποίημα «η μπαλάντα του βυθού»)

    

 Οι άνθρωποι ναυαγούν και στη στεριά. Καμιά αφιλόξενη θάλασσα, κανένας εχθρικός άνεμος δεν ευθύνεται. Βουλιάζουν στον δικό τους βυθό, εγκλωβίζονται στο δικό τους μπουκάλι, κι ίσως -τελικά- η θλίψη δεν είναι παρά μια απόφαση, μια στάση ζωής. Συχνά θεωρούμε προτιμότερο να αποδίδουμε την κακοδαιμονία της ζωής μας στις αόρατες δυνάμεις που κυβερνούν τις ζωές μας και μας καταδυναστεύουν. Το προτιμούμε αυτό, για να μην παραδεχτούμε τις δικές μας αστοχίες. Η Κική Δημουλά λέει για τον θεό: «ως αόρατος είναι όμορφος, ως αόρατος είναι ανεξακρίβωτα φταίχτης και, προπάντων, αόρατος ευκολότερα υπάρχει» (Από το δοκίμιο «Τι θα γνωρίζουν για μας τα αντίγραφά μας»).

 

‒αφού το ’ξερες, Θεέ μου

βολεύομαι μπρούμυτα

με τις φλούδες τριμμένη στο πάτωμα

και το στόμα γωνία κλειστό

δεν αντέχω σκληρά παζαρέματα

μια παρθένα της σάρκας η έκπτωτη

νηστικός κι ο χειμώνας προβλέπεται

γιατί μ’ έστειλες κάτω στον λάκκο;‒

(Από το ποίημα «μια υγρή των ματιών καληνύχτα»)

    

  1. Η εποχή στον καθρέπτη:

Η εποχή στον καθρέπτη θα έπρεπε να αντιστοιχεί με την περίοδο της αποδοχής, αν ακολουθούσε πιστά τη θεωρία της κλινικής ψυχολογίας για τα στάδια του πένθους. Θα έπρεπε η πρωταγωνίστρια να έχει ήδη αρχίσει να αγαπάει το κελί της και τους βασανιστές της. Θα έπρεπε να έχει συνηθίσει πια στη σκέψη ότι ο εγκλεισμός δεν είναι παροδικός. Ο αναγνώστης παρατηρεί ότι ανάβει μέσα της το φως που διαλύει τα σκοτάδια. Ενώ θα περίμενε να δει κανείς την Αλιρρόη αποκαμωμένη, εκείνη ετοιμάζεται για τη μεγάλη έξοδο στη ζωή. Την απορία για την απροσδόκητη στροφή εκφράζει κι η ίδια:

 

μυστήριο

Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά

στη γλώσσα των μετάλλων

για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι

 

και αντίθετα στο ρεύμα ν’ ανεβαίνει

της καμπάνας σκαλοπάτια σ’ όποια νύχτα

η φωνή μου με τακούνια γιορτινά.

 

Ο ποιητής τονίζει με έμφαση πως δεν είναι δύσκολο να σηκώσει κανείς τον σταυρό της θυσίας, να αποδεχτεί ευθύνες και να πληρώσει το κόστος σκληρών αποφάσεων. Αυτή η πράξη κρύβει έναν ηρωισμό που σιωπηλά γλυκαίνει τις πληγές. Το δύσκολο είναι να ζεις μια ζωή ταπεινή, προδιαγεγραμμένη, που δεν επέλεξες ποτέ, να υπηρετείς τους άλλους που τραβάνε μπροστά και θριαμβεύουν, χωρίς καν να ιδρώσουν. Κανείς τελικά δε φυλάκισε την Αλιρρόη. Σερνόταν χωρίς να το ξέρει σε μια φυλακή ξεκλείδωτη, σε μια φυλακή δίχως πόρτες. Για να σωθεί, αρκούσε να θυμηθεί τα φτερά της, που είχε αφήσει διπλωμένα σε κάποια βαλίτσα. Νομίζω πως -τελικά- το δίδαγμα είναι αισιόδοξο, μετά από τόσο θρήνο: Στα χέρια μας κρατάμε τα κλειδιά! Εμείς είμαστε οι δεσμοφύλακες της ψυχής μας!

Η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου είναι προσεγμένη και στιβαρή. Δεν είναι ελαφρύ κι ευχάριστο ανάγνωσμα. Ο αναγνώστης καλείται να τη μελετήσει σε πολλά επίπεδα. Να απολαύσει πρώτα τις ευφάνταστες μεταφορές και τις ζωντανές εικόνες κι έπειτα να ανιχνεύσει τις κρυμμένες ιδέες. Δεν πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα ποιημάτων, αλλά για μια ενιαία σύνθεση, αληθινά εμπνευσμένη. Ο ίδιος λέει για τη γραφή του:

[…]

να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά

τσαλακωμένα και κρατούν

το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα

 

όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα

εφημερεύουν ποιήματα.

(Από το ποίημα, «φτερά στη βαλίτσα»)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top