Fractal

Η περιπλάνηση της Αλιρρόης

Γράφει η Κατερίνα Τσάτση // *

 

Γιώργος Δελιόπουλος, «Αλιρρόη», εκδ. ΑΩ

 

Στο παρόν κείμενο θα μοιραστώ μαζί σας όσα ένιωσα και σκέφτηκα διαβάζοντας την Αλιρρόη, την καινούρια ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου. Δεν έχω πρόθεση να κουράσω με εξειδικευμένες φιλολογικές αναλύσεις, καθώς πιστεύω ­–παραλλάσσοντας έναν στίχο του Γιώργου στις «άδειες λέξεις»– ότι όλοι πρέπει να επισκεπτόμαστε τον στίχο.

Η δομή της συλλογής –είσοδος, έξοδος και ανάμεσά τους οι εποχές της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης και η εποχή στον καθρέφτη– προσομοιάζει με μια περιπλάνηση εσωτερική, της ψυχής. Κυριαρχεί η γυναικεία μορφή –ίσως αυτό είναι το εύρημα του ποιητή για να καταδείξει «κακώς κείμενα» της εποχής που αφορούν τη γυναίκα– νομίζω, όμως, πως ο Δελιόπουλος καλεί τον καθένα από μας να βιώσει αυτό το εσωτερικό ταξίδι.

Η εποχή της άρνησης ξεκινά με την παραδοχή ενός εγκλεισμού, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό. Εγκλεισμό βιώσαμε κυριολεκτικά την εποχή της πανδημίας –πάλι ο ποιητής καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να υπενθυμίσει και να θίξει καίρια ζητήματα που απασχόλησαν τον άνθρωπο– δεν περιορίζεται βέβαια μόνο σε αυτό, καθώς ο εγκλεισμός μπορεί να αποκτήσει διαφορετικές μορφές:

 

Την ώρα που το σχήμα μου διπλώνεται

παλιώνει ο αέρας, οξειδώνονται τα λόγια

σου κρατώ τα δεκανίκια και

                                       τραυλίζουμε τη μοίρα

 

την ώρα που εδώ κανένας δε γιορτάζει

έβαλες μαύρα και γερνάς με τους χειμώνες σου

θέλησες μόνο να κεντάς σε μια γωνιά

και μόνη να ξηλώνεις 

(«γλέντι»)

 

Ας τρυπάει τη φωνή μου για θρήνους

τους νεκρούς μου θα κρύβω σε γείτονες τάφους

να μη βλέπει κανείς πού δακρύζω

(«114 Κασσάνδρα»)

 

Ήμουν πάντα στην πρώτη γραμμή

πριν βρεθώ ηττημένη στη λήγουσα

κλειδωμένη αναπάντητα σίδερα

θύμα είτε θύτης μαζί

 

όλα τώρα κλεψύδρες και άρρωστοι χρόνοι

κι όλα γύρω φθηνά σκηνικά και τσιμέντα

δίχως θέα ν’ αλλάζω τον δρόμο σελίδα

μόνο τρύπες στον τοίχο κλειστές    

(«εφιάλτης»)

 

Ο στίχος είναι στιβαρός, καθαρός –κάτι που χαρακτηρίζει την ποίηση του Γιώργου– αλλά και περίτεχνος μαζί, με τα στολίδια εκείνα που χρειάζονται, με την επιλογή των κατάλληλων λέξεων που θα απογειώσουν, χωρίς να βαρύνουν το μήνυμα που επιθυμεί να μεταδώσει, ώστε να το λάβει ο αποδέκτης, ο αναγνώστης. Εδώ ακριβώς θα πρέπει να τονίσω την αισιοδοξία που ξεπροβάλλει μέσα από τους στίχους της άρνησης:

 

αυτή την ώρα κάπου έξω κάπου πια μακριά

βρίσκουν σημεία πέρα από την άρνηση

μια μπάντα παιανίζει την αόρατη χαρά

–ο πόνος καταργήθηκε, τι νίκη!–

χιλιάδες όνειρα σηκώνουν το ποτήρι και μεθούν

χιλιάδες χέρια κουβαλούν με τα κεριά το φως

η μέρα γίνεται καλά και

θα ξυπνήσουμε στο αύριο πιο νέοι

 

αυτή την ώρα κάπου έξω κάπου μακριά

με περιμένει ακόμη κάποιο γλέντι

 

γιατί να μένω εδώ;

(«γλέντι»)

 

Ας χτυπά το αφύλαχτο σώμα η λάθος τροχιά

το ’χει κάνει παλιά με κρατήρες και μνήμες

μα ξεφύτρωσα πάλι ανθισμένη στην τέφρα

(«114 Κασσάνδρα»)

 

μα προσεύχομαι τώρα, ελθέτω η έξοδος  

κι ένα μόνο ζητώ, γεννηθήτω το νυν θέλημά

 

Μου.

(«προσευχή»)

 

Στην εποχή της οργής θαρρώ πως ο ποιητής απευθύνει σε όλους ένα κάλεσμα αφύπνισης. Είναι αξιοσημείωτο το πώς καταφέρνει με έναν στίχο που γεννιέται μέσα από αρνητικά φορτισμένες λέξεις να μας προκαλέσει να δραστηριοποιηθούμε, να αντιδράσουμε σε οτιδήποτε μας κρατά στάσιμους, ανέκφραστους, κομφορμιστές:

 

κάπου υπάρχουν οι διακόπτες για το φως

γουλιά-γουλιά τελειώνει –δες– η νύχτα

καιρός να σβήσουν τόσα επίθετα της ήττας

να ξεντυθώ τη φυλακή πριν τα καλά μου βάλω

(έχουν κι αυτές οι λεπτομέρειες αξία)

έτσι θα βγω με κεφαλαία γράμματα μπροστά

και την κραυγή μου σύνθημα στον τοίχο.

 

Όλοι ορίζουν τη μορφή τους στα λευκά

κι όλοι μια τρύπα στην παλάμη τους κρατούν

μα εγώ μια σφαίρα σφίγγω στη γροθιά

μια κουρασμένη απάντηση.

(«Ξύπνησα»)

 

Στον δικό μου ναό, και απόψε πεινώντας

θα πετάξω τα θαύματα έξω

δεν υπάρχουν σοφοί, κολασμένοι και άγιοι

ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας τον άλλον

και αλλάζουν κλουβί.

(«Στον ναό του Ανθρώπου»)

 

άλλο αίμα στην καρδιά δεν έχεις

σώμα άλλο για πειράματα

στάλα-στάλα σε ποτίζουν όλα

ενδοφλέβια σήψη

 

Διώξου!

 

από θέση πρώτη στη γραμμή πυρός

κυνηγώντας ήλιους ώς το χάραμα

πιο καλά σε λάκκους βασιλεύοντας

με το φως της λάμπας

 

Διώξου!

 

πριν σου πάρουν τη μερίδα

που φυλούσες για αύριο

οι ρωγμές σου αν τρυπούν

κι εξατμίζεσαι

 

Διώξου!      

(«Διώξου»)

 

 

Γιώργος Δελιόπουλος

 

 

Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε τον τρόπο ζωής μας, τον τρόπο σκέψης μας, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις;

 

Βαρέθηκα ν’ αποστηθίζω το όνομα

που άλλοι επέλεξαν για μένα

έκτοτε ανακυκλώνονται τα ίδια υλικά

φορτώνομαι τ’ απόβαρα της μνήμης

και σαν τυφλή ακολουθώ φαντάσματα

φθάνοντας πίσω από κάποια πρώτη

 

στους αιώνες των αιώνων Αλιρρόη Β΄.

(«Αλιρρόη Β΄»)

 

Μια ζωή εραστές δε γνωρίζουμε πρόσωπα

(στον καφέ πόση ζάχαρη θέλεις)

όταν σμίγουν τα ξένα κορμιά μας

δυο κομμάτια κρατάμε σφιχτά

δίπλα-δίπλα δυο γυάλινα σύμβολα

κι όπως βρίσκουν το ταίρι τους, έσσονται ένα

(«γυάλινα σύμβολα»)

 

ήταν να ’ρθει το θαύμα μου κάποτε

στα κρυφά, πριν ξυπνήσουν οι άλλοι

να μου πει, σήκω πάνω και φύγε

ήταν να ’ρθει το θαύμα μου κάποτε

 

(Μη ρωτάς που απλώνω το χέρι).

(«Βηθεσδά»)

 

Η εποχή του μηδενός ξεκινά με μια δεοντολογική διατύπωση σε πρώτο πρόσωπο: «Τώρα; πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου τα μηδέν». «Μηδέν», μια λέξη που συνειρμικά παραπέμπει στο τίποτα, στην ακύρωση. Συνοδεύεται, όμως, από το ρήμα «γυμνάζω», που παραπέμπει στην υγεία και τη δύναμη. Φαίνεται πως ο ποιητής προτρέπει τον αναγνώστη να αποδεχτεί τις όποιες ήττες του και να τις ανατρέψει:

 

Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα

μικρή-μικρή καταμεσής του δρόμου

κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου

με κάρβουνα σε αναμμένα χείλη.

 

Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;

όταν καούνε οι προσευχές μας στον βωμό

κι όταν καθένας κουλουριάζεται στην όχθη του

όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο

κι όπως οι λέξεις τους δεν ακουμπούν τα πράγματα

όταν μυρίζουν ναφθαλίνη στο συρτάρι

αφού δε γίνονται σωσίβια, άρα πνίγονται

πώς θα φωνάξουν τ’ όνομά μου βυθισμένες;

(«άδειες λέξεις»)

 

Καθυστέρησα πολύ την αναχώρηση

οι ορίζοντές μου γέρασαν σε τείχη

με το πηγαινέλα της ζωής

 

όταν βγήκα στις πεπατημένες μνήμες

βρήκα κι άλλα τείχη πιο μεγάλα

όση ώρα με σημάδευαν οι πέτρες τους

απ’ τις τέσσερις γωνίες του μυαλού

ένιωθα αόριστη –κάποια, κάτι, τίποτα–

σαν αντωνυμία στους αιώνες

 

πλέον κάθομαι ξυπόλυτη, έβαλα πιτζάμες

το κεφάλι πάνω-κάτω και μονολογώ

 

μακάριοι αυτοί που δεν πείνασαν να φύγουν

μακάριοι μακάριοι μακάριοι.

(«μακαρισμοί»)

 

Η επιλογή και ο συνδυασμός των λέξεων κατασκευάζουν σουρεαλιστικές εικόνες, οι οποίες αφήνουν το στίγμα τους στον αναγνώστη:

 

στο μαύρο παράθυρο τοίχο, προτού ανατείλει

η νύχτα κρεμά τα κλειδιά του αιώνα

τον κόσμο σκεπάζει με πρόχειρα ρούχα

μαζεύει τ’ αστέρια, κλείνει διακόπτες

τραβάει τον σύρτη στη σκέψη

το βάρος του πόνου συνθλίβει

 

κι ακούς ένα κρακ! στα σεντόνια

– τον ήχο γυναίκας που σπάει.  

(«στο μαύρο παράθυρο τοίχο»)

 

Ακολουθεί η εποχή της θλίψης – πόσο τραγικά επίκαιρος είναι εδώ ο ποιητής. Η θλίψη του πένθους, της απώλειας, της παραίτησης, της απογοήτευσης. Μέσα από τους στίχους μπορούμε να αναγνωρίσουμε όλα τα πρόσωπα της θλίψης:

 

Η κραυγή μου

μεταξύ των επιθέτων δίχως όνομα

μόνη πένθιμη μπαλάντα στο βιβλίο των ευχών

και αλήθεια στον πληθυντικό των μύθων

 

Η κραυγή μου

έξω από το πηγάδι ψίθυρος

στις απόμερες γωνιές του μέλλοντος

σε αρχεία δίχως παραλήπτη

(«κραυγή, Ι»)

 

Αν μ’ ακούς ορφανή στην οθόνη να κλαίω μαμά μην αργείς

 

η χαρά που δανείστηκα τόσο καιρό ήταν μέρος του ρόλου που τέλειωσε, κι απορρέω στη λύπη χωρίς οδηγίες, με τον πόνο σημαία πηδώ στο κενό μα το δίχτυ σου τρύπιο

 

γίνε δάκρυ και πνίξε το δάκρυ μου, χάδι γίνε κι ανάγλυφο πέπλο, ένας τοίχος να γράφω παράπονα, μια πλατιά αγκαλιά να ξαπλώσουν τα λάθη μου

 

πριν χαθεί το μικρό κοριτσάκι σου, που θυμάται των κήπων τα πράσινα φύλλα.

(«κραυγή, ΙΙ»)

 

κι αν σε κύκλωσαν τύψεις

απ’ τα κούφια οράματα παραιτήθηκα πρώτη

πριν με πάρεις για λάφυρο, να γλιτώσω το αίμα

 

μην κοιτάς τα στολίδια που ντύθηκα   

από μέσα γκρεμίζομαι, στη γέννα παλιώνω

μα όπου να ’ναι η φθορά εκτυπώνεται  

(«θυρωρός»)

 

Η ανθρώπινη ματαιότητα καταδεικνύεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην «μπαλάντα του βυθού»:

 

κατέφθασε η σκέψη μου στα τέσσερα

φορώντας λάθος νούμερο ζωή

[…]

μάταια περιμένω αξημέρωτα

ματαίως ψάχνω στον αφρό λευκά πανιά

μιαν ορφανή παλίρροια στην άμμο

[…]

μαντεύουμε αόρατους πνιγμένους

ναυάγιο καθένας στο λιμάνι του   

 

Βιώνεις τον αποχωρισμό, τη στέρηση του παιδιού στην «έρημο μήτρα»:

 

άδεια τώρα η έρημος μήτρα γερνά

το παιδί μου γεννιέται σε άλλη

την αλήθεια μαθαίνει στη γλώσσα της

 

και μια μέρα θα φτάσει αργά

ορφανό στο κατώφλι μου ξένος

ποιο! το δικό μου παιδί. 

 

Στη «διαθήκη» παρακολουθούμε τους προβληματισμούς, τις σκέψεις, τις ανησυχίες του ανθρώπου που φεύγει από τη ζωή, σε σχέση με αυτούς που μένουν πίσω:

 

κληρονόμους ορίζω της μοίρας μου

τους στενούς συγγενείς στο κελί

[…]

και μια μόνιμη θλίψη στην πρίζα

που για χρόνια συρμάτωνε φως.

 

Μία μόνο παράκληση, μη γίνω ποτέ

διερχόμενη λύπηση κι εφήμερο δάκρυ

γι’ αυτούς που αρνούνται να κλάψουν

σε πρώτο ενικό.

 

Ακόμα, όμως, και μέσα από τη θλίψη ο ποιητής θα πει ότι:

Ξημερώνει καινούρια σελίδα

η γιορτή της μεγάλης συγγνώμης

(«μια υγρή των ματιών καληνύχτα»)

 

Το ταξίδι της Αλιρρόης τελειώνει με την εποχή στον καθρέφτη. Ο ποιητής χρησιμοποιεί κυρίως το πρώτο πρόσωπο, αλλά με τέτοιο τρόπο σαν να καλεί τον καθένα από μας να δει το πρόσωπό του –και όχι το προσωπείο του– στον καθρέφτη. Ίσως αυτή είναι μια στιγμή κάθαρσης, απαραίτητης στο διάβα της ζωής, ίσως πάλι είναι ένας απολογισμός ζωής:

 

το δύσκολο είναι που ξυπνώ κάθε πρωί

στην προφητεία που γεννήθηκα

σαν τους θεούς μυρίζοντας λιβάνι

–ενώ οι άλλοι προχωρούν μπροστά

με κεφαλαία γράμματα και φρέσκα ρούχα–

πιάνω δουλειά στα ξένα θαύματα

μετρώ αντίστροφα τη μοίρα κάθε βράδυ

και λίγο πριν αναστηθώ σε Άνθρωπο

 

στη μέση της γιορτής εκεί

 

ξαναθυμάμαι τον κρυμμένο επιτάφιο

κι αναφωνώ στον εφιάλτη μου

τετέλεσται! δίχως να με σταυρώνουν.

(«εξομολόγηση»)

 

φτάνει το πένθος που μαζεύτηκε κουβάρι

οι ανοξείδωτες εικόνες που φιλούσαμε

 

τώρα, τώρα που στάζουν γύρη τα μαλλιά μας

εγκαταλείπουμε τα σώματα για λύτρα

λοξοτομώντας την αλήθεια με τον έρωτα

κι άσε τον χρόνο να μυρίζει ναφθαλίνη

τους γεωμέτρες να ορίζουν με τον χάρακα

πως δεν ξοφλήσαμε ακόμη τα μελλούμενα

 

εμείς οι δυο μαθητευόμενοι θεοί

είναι καιρός ν’ αποδημήσουμε την άνοιξη.

(«προφητικό»)

 

ο κόσμος πάνω-κάτω στον σταθμό

γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;

αφού στα σύννεφα δεν κόβουν εισιτήριο  

κι αν δε μου κάνουν τα παπούτσια

δραπετεύω ξυπόλυτη

 

να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά

τσαλακωμένα και κρατούν

το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα

 

όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα

εφημερεύουν ποιήματα.  

(«φτερά στη βαλίτσα»)

 

Αφού ολοκληρωθεί αυτή η αναμέτρηση με τον ίδιο μας τον εαυτό, που μπορεί να μας οδηγήσει στο ναδίρ, στον πάτο, στο μηδέν ενός κύκλου ζωής, ο ποιητής μάς γνωστοποιεί πως αυτό δεν είναι το τέλος, αλλά μια καινούρια αρχή:

 

ανεβάζω τις στροφές, καταργώ τα φρένα

στύβω το γκάζι τέρμα, μηδενίζομαι

λίγα γραμμάρια στον άνεμο φτερά

μια κατηφόρα η ανάποδη κορφή

 

ώσπου τρέχουν κουρασμένοι

κάτω από τις ρόδες

θάλασσες οι δρόμοι

 

και μακραίνουν μέσα.  

(«θερινή δραπέτις»)

 

 

 

* H Κατερίνα Τσάτση είναι φιλόλογος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top