Fractal

Aλαφροΐσκιωτοι ήρωες

Γράφει ο Ιωάννης Ν. Περυσινάκης // *

 

Χαρούλα Βερίγου, “Μια κούρσα για τη Χαριγένεια” (Φίλντισι, Αθήνα 2017)

 

Χαριγένεια σημαίνει κατά λέξη αυτή που έγινε με χάρη, που η γενιά της έχει χάρη. Περιέργως, είναι ένα όνομα που προσιδιάζει σε ηρωίδες ερωτικών μυθιστορημάτων της αρχαιότητας. Στο μυθιστόρημα υπάρχουν και άλλοι ήρωες με αρχαία ονόματα, όχι από αρχαιοπληξία, αλλά εξαιτίας της σημασίας τους: είναι όπως λέμε “όνομα επώνυμο” (nomen omen): Αριστόθεος, Μελάνθη, Χαριάννα, Σεμέλη κ.ά. Μια κούρσα μπορεί να σημαίνει ‘ένα αυτοκίνητο δώρο’ (381), ‘μια βόλτα, ένα ταξίδι με κούρσα’ (242, 385), ‘μία κούρσα η αντιμετώπιση κάποιου θέματος’ (240), ‘μία κούρσα η πορεία της ζωής’ (405, και μάλιστα σε συνδυασμό με το νερό του ποταμού που δεν γυρίζει πίσω, όπως στον Ηράκλειτο). Όλες οι σημασίες περιέχονται στο βιβλίο, η πρώτη λανθάνουσα. Επικρατέστερη όμως είναι η τελευταία.

Πρόκειται αρχικά για την ζωή της Χαριγένειας με την μητέρα της, Τζιβαγιέρας, και των δύο θυγατέρων της, Ανδρομάχης και Ανεζώς. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνεται από έναν μοντέρνο σύγχρονο μύθο: ο Παύλος και η Σεμέλη είναι ένα πλούσιο αγαπημένο και ευτυχισμένο ζευγάρι στο Ηράκλειο, αλλά δεν έχουν αποκτήσει παιδί. Η Σεμέλη τελικά παρακινεί τον Παύλο να κάμει ένα παιδί με ξένη γυναίκα, με τη συμφωνία πως μόλις γεννηθεί θα γίνει δικό τους παιδί, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να την βρεί η φυσική της μητέρα (είναι τελικά κορίτσι, Χαριάννα), έναντι μεγάλης αμοιβής που θα επιτρέπει στη φυσική μητέρα να ζήσει άνετα τη ζωή της, αυτή και οι δύο άλλες κόρες της. Η Χαριγένεια με πολλή ανθρωπιά και φιλοσοφημένη σκέψη, αντιμετωπίζει τα θέματα ηθικής που θέτουν οι σύγχρονες αυτές μορφές της ζωής. Και, μετά από έντονο προβληματισμό, δέχεται τελικά να κυοφορήσει το παιδί του Παύλου και της Σεμέλης- με έντονη τρυφερότητα για τον Παύλο και το κυοφορούμενο μωρό, ακόμη και με ερωτικά συναισθήματα λανθάνοντα (“Χαριγένεια, μήπως να κάμεις την τιμή στον εαυτό σου και να γίνεις τελικά το στοίχημα της ελπίδας του; [του Παύλου] μονολόγησε” η ίδια, 121). Δεν μαθαίνουμε όμως ποτέ γιατί ο Παύλος επέλεξε την Χαριγένεια και όχι άλλη γυναίκα. Εδώ το μυθιστόρημα στερείται “το εικός και αναγκαίο” της πλοκής του έργου. Πάντως ο Παύλος φαίνεται να γνωρίζει την ιστορία της Χαριγένειας (165, 168).

Οι διάλογοι των ηρώων, ή οι μονόλογοι της Χαριγένειας (αλλά και της μητέρας της), είναι γραμμένοι με ανεξάντλητη τρυφερότητα και αισθαντικότητα και σοφία. Τεχνικά μέσα που υποστηρίζουν την πλοκή και την αφήγηση είναι η κουρούνα, ο κισσός και η μηλιά, αλλά και ο καπνός, φυτά και λουλούδια, όπως και στο δημοτικό τραγούδι. Ωσάν αρχαία χορικά σχολιάζουν τα συμβαίνοντα και τα θέτουν σε αδιαμφισβήτητη τροχιά. Τα όνειρα ή και οραματισμοί λειτουργούν όπως οι χρησμοί στην αρχαία τραγωδία. Η πλοκή όμως υπηρετείται κυρίως από τους αλαφροΐσκιωτους ήρωες, την Χαριγένεια και τη Ζωή, με το όνειρο της Χαριγένειας και το μενταγιόν και όσα σχετίζονται με αυτά. Αυτό, βέβαια, στερεί το έργο από ρεαλισμό, δηλ. από την “κατά το εικός ή αναγκαίο” πλοκή του- παρόλο που οι ήρωες φυσικά αποφασίζουν για τις πράξεις τους. Και είναι τραγική ειρωνεία ότι η Καλλιόπη, η μητέρα της Ζωής, βεβαιώνει την Χαριγένεια και εμάς, ότι η Ζωή, αυτό το αλαφοΐσκιωτο παιδί, είναι αδύνατο να ήξερε ότιδήποτε για το κυοφορούμενο παιδί και για τον (υποτιθέμενο) χαμό του (375): αυτή κυρίως είναι που γνωρίζει τα πάντα για το κυοφορούμενο (233-34), που και στη βάφτισή του παραβρέθηκε και αυτή φώναξε το όνομα για το μωρό, Χαριάννα (339). Όπως ήδη το είχε ονοματίσει και η ίδια η μητέρα του (268, 337). Την ύστατη ώρα η Καλλιόπη ομολογεί ανακουφισμένη: “ώστε ήξερες, τα ήξερες όλα, σουσουράδα, ε σουσουράδα!” (386). Έτσι η πλοκή επιβραβεύεται. Η Μελάνθη, η κούκλα της μικρής  Ζωής, είναι το προσωπείο της.

Αυτό υπογραμμίζει ότι ο κυρίαρχος κόσμος του μυθιστορήματος είναι ο κόσμος των αλαφροΐσκιωτων. Όταν η Ζωή άνοιξε το υφασμάτινο πουγκί που της είχε εγχειρίσει ο μυστηριώδης νέος με την άσπρη Mercedes και είδε το μυστηριώδες μενταγιόν της Χαριγένειας μέσα σε αυτό, έτοιμη να λιποθυμήσει, είπε: «Μα δεν μπορεί! Είναι δυνατόν; Αποκλείεται, αποκλείεται. Πώς γίνεται; Τι παιχνίδι είναι αυτό;… Απίστευτο» (394). Τα λόγια αυτά είναι μία εξαίρετη αυτο-αναφορά της συγγραφέως και σφραγίζουν την πλοκή του έργου σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, στο επίπεδο του αλαφροΐσκιωτου. Οι ήρωες αυτοί ενεργούν ψυχόρμητα, με βάση τα συναισθήματά τους και την σκέψη τους, όμως όλες οι ενέργειες μεταλλάσσονται συντονισμένα σε αυτό το μεταφυσικό επίπεδο. Από την άλλη, υπάρχει ο παράλληλος σκληρός κόσμος της πραγματικότητας, η σκληρή τοπική κοινωνία, με τα κουτσομπολιά και τον φθόνο, και τα πάθη της ηρωίδας, τα οποία όμως τελικά δεν μπορούν να την βλάψουν, ωσάν να εξοστρακίζονται από την καλοσύνη και την αγάπη, και την διαίσθηση που διατρέχει όλο το έργο: “όταν όλοι κοιμούνται, τυχαίνει και μένει ξάγρυπνη η ψυχή ενός μόνου παιδιού για να είναι μάρτυρας της αλήθειας” (341-2).Είναι η αγάπη και η καλοσύνη της ίδιας της ψυχής της συγγραφέως.

Η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία τους, αλλά βάζει τους ήρωές της να διαλέγονται μεταξύ τους. Η πλοκή είναι περιπεπλεγμένη σε σχέση με το προηγούμενο μυθιστόρημα. Η Ζωή σχολιάζει ή συνδέει από την αρχή τα γεγονότα στο ημερολόγιό της, σε μία παράλληλη πορεία ωσάν από άλλη διάσταση. Μετά την καταχώριση ενός σχολίου της Ζωής μετά τον βιασμό και την κακοποίηση της Χαριγένειας, η συγγραφέας έρχεται στην αφήγησή της: “Είναι σίγουρη η Ζωή πως μετά από αυτή τη διήγηση, η γιαγιά της είχε πάρει την κατσαρόλα με την κοτόσουπα και την πήγε όπως ήταν στην άρρωστη” (100). Η Ζωή επικοινωνεί με τρόπο μυστικό με την Χαριγένεια, ιδιαίτερα κατά την κυοφορία και την κύηση της Χαριάννας, και έχει έτσι το προνόμιο να μοιράζεται τη γνώση του “παντογνώστη συγγραφέα”, ειδικά ως προς την πορεία της Χαριγένειας: σχεδόν ταυτίζεται μαζί της. Στα τελευταία κεφάλαια η ταύτιση γίνεται με προσωπικά στοιχεία από τη ζωή της συγγραφέως και αυτή κινεί την πλοκή του μυθιστορήματος στο τέλος του. Η Ζωή έβαλε τα ακουστικά του κινητού στα αυτιά της ετοιμοθάνατης μητέρας της να ακούσει ένα τραγούδι: “μελοποιημένοι στίχοι της” (: της συγγραφέως) λέγει (387). Ο Αχέροντας, η Αμμουδιά, οι Φιλιάτες, η Κέρκυρα είναι στοιχεία της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής της συγγραφέως με τον σύζυγό της (τον Ξένο τον Έλληνα, 390, 407, που είναι σύζυγος της Ζωής).

Αφηγηματική τεχνική που επαναλαμβάνεται και εκφράζει τις ηθικές αντιλήψεις των ηρώων είναι η πρόληψις. Όταν η Χαριγένεια επέστρεφε χαρούμενη στο σπίτι και η μορφή της μητέρας της σφηνώθηκε με μαύρη κορνίζα στο μυαλό της, την προλαβαίνει στις τελευταίες της στιγμές (142 κ.ε.). Άλλοτε αναλογίζεται «μα τώρα, τώρα γιατί;» να είναι τόσο ανήσυχη (264): μοιράζεται τρυφερές στιγμές με τα κορίτσια της, και με το κυοφορούμενο, του οποίου μαθαίνουμε το όνομα για πρώτη φορά· τότε βρίσκει στην αυλή ένα κιτρινισμένο διπλό μεσαίο φύλλο εφημερίδας με το άρθρο: «Νεαρός συνελήφθη για αποπλάνηση ανηλίκων» στη Θεσσαλονίκη. Ανησυχούσε πως η Ανεζώ στο μυαλό της θα είναι πάντα ένα άβγαλτο και ανυποψίαστο για το κακό μικρό παιδί (277), και σε δύο σελίδες παρακάτω μαθαίνουμε πως έπεσε θύμα βιασμού από τον κτηνώδη Κεντήλα (279). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λανθάνει η αντίληψη ότι η συμφορά που τελικά συμβαίνει είναι το τίμημα για, εξαγοράζει την επικείμενη ευτυχία.

Οι «κακοί» τιμωρούνται όχι νομοτελειακά, αλλά από την αντίδραση άλλων των οποίων έχουν παραβιάσει την δίκη: «Είναι που καμιά φορά, όταν η εκδίκηση αποφασίσει να βάλει την υπογραφή της, μπορεί να το κάνει με τον πιο απίθανο, τον πιο απρόβλεπτο τρόπο» (325), γράφει για την τιμωρία του Κεντήλα, και ανάλογα για τον Βλαντή και τον Γιακουμή (224-25), για τους δύο καταχθόνιους τρομοκράτες της μικρής πόλης.

 

Χαρούλα Βερίγου

 

Το όνειρο που βλέπει τη νύχτα πριν από την επιστράτευση, με τα θέματα από τα οποία αποτελείται, συνδέει τα επεισόδια του μυθιστορήματος. Ανάλογο όνειρο βλέπει και η Καλλιόπη (386). Η φράση μιας μυστηριώδους γυναικείας μορφής, με την οποία αρχίζει: “Φως στο φως, έτσι γράφεται η αρχή αυτού του τέλους” (327, 399, 408), με έναν τρόπο επιβλητικό και επιτακτικό υπενθυμίζει “τον ίσκιο μιας γυναίκας” στην “Σαπφώ” στο ιταλικό σχεδίασμα του Σολωμού.[1]Αυτό ενισχύεται από τη μυστηριώδη γυναίκα που εμφανίζεται στο όραμά της στο ρημαγμένο σπίτι στην Κρήτη στον Επίλογο που την παρακινεί να γράψει την αλήθεια της Χαριγένειας (410). Το όνειρο περιλαμβάνει το περίφημο μενταγιόν («θα φέρεις αυτό για να περάσεις απέναντι»), με έξι φιλντισένια πέταλα σε σχήμα μαργαρίτας και τις επτά διάφανες πολύτιμες πέτρες στο κέντρο, το οποίο αλλάσσοντας χέρια (από την Χαριγένεια στην Ζωή, και πάλι στην Χαριγένεια, και πάλι στην Ζωή, που για δεύτερη φορά το δίδει πάλι στην Χαριγένεια- η οποία το προσφέρει τελικά θυσία στον Αχέροντα και περατιάτικα, 409), λειτουργεί ως σημείο αναγνώρισης σε παραλογή δημοτικού τραγουδιού και με την μαγική του δύναμη επικυρώνει την εξέλιξη και την πλοκή του έργου και σφραγίζει τη λύση του. Το μενταγιόν εμφανίζεται για πρώτη φορά στην διήγηση με μιαν ηλιακτίδα που έπεσε πάνω του στο λαιμό της και με μια λάμψη που τρεμόπαιξε αντιφεγγίζοντας στο θολό τζάμι (293). Είναι μία ad hoc επινόηση της συγγραφέως, το χρειάζεται η διήγηση- μια παλιά γνωστή τεχνική. Εδώ μαθαίνουμε την ιστορία του, καθώς και τη διαλεκτική σχέση του με την τάση της Ανεζώς να κεντά τόσο επιδέξια μαργαρίτες, η οποία επαναλαμβάνεται συντομευμένη στην τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος (407-8).

Στο όνειρο επίσης περιέχεται η σιβυλλική φράση (χρησμό την ονομάζει αλλού η συγγραφέας, 362): “Μη Καλλιόπη, εμείς μαζί θα περάσουμε τον ποταμό από τη γέφυρα, με κούρσα”, μία φράση που αναφέρεται στον θάνατο της Καλλιόπης του μυθιστορήματος (και μητέρας της συγγραφέως), και της Χαριγένειας, και ενοποιεί το μυθιστόρημα και τα βάσανα της ηρωίδας. Ενώνει τα δύο νήματα του μυθιστορήματος την Χαριγένεια και την περιπετειώδη ζωή της με την Χαριάννα, αλλά και με την Καλλιόπη και τη Ζωή ως ήρωες του έργου, αλλά και πρόσωπα της πραγματικής ζωής της συγγραφέως. Ο Αριστόθεος, ο ευγενής και διακριτικός σύζυγος της Καλλιόπης (374), ευρίσκεται στη θέση του πατέρα της, και η γιαγιά Αικατερίνη στη θέση της γιαγιάς Ζωής. Και αν ψάχνουμε στοιχεία ταυτότητας, στο Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο η γιαγιά βεβαίωνε τη Ζωή πως μόνο για όσα πράγματα αποφάσισε με την καρδιά της δε μετάνιωσε (91), στη Χαριγένεια η γιαγιά Αικατερίνη συμβουλεύει τη Ζωή «με την ψυχή σου να σκέφτεσαι» (236) και η ίδια η συγγραφέας λέγει στον Επίλογο (411): «με την ψυχή μου κοίταζα, η ψυχή δεν ξεγελιέται». Ο Αλέξανδρος, σύντροφος της Ζωής (363) στη Χαριγένεια, είναι ζωγράφος και λείπει και αυτός στην Ασίζη, είναι ο Αλέξανδρος του Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, με τον οποίο είναι ερωτευμένη η Ζωή, που είναι στη θέση της συγγραφέως. Η λύση του μυθιστορήματος είναι η εκφώνηση του ονόματος της φοιτήτριας “Χαριάννα Μαραϊχά” (381) από την Ανδρομάχη στην κυρία Καλλιόπη, δηλ. ότι ότι το μωρό έζησε, που αποτελεί μία εξαίρετη ‘αναγνώριση’ αρχαίας τραγωδίας, καθώς και η μεγαλειώδης τελετουργική μεταφυσική σκηνή ψυχοστασίας στον Αχέροντα στο τελευταίο κεφάλαιο. Στη διαβατήρια αυτή σκηνή η Χαριγένεια συνειδητοποιεί: «από τον έρωτα στον Αχέροντα μόνο ένα αχ με χωρίζει», όπως λέει ένα παραδοσιακό αρμένικο τραγούδι: «ένα τραγούδι τα λέει καλύτερα όταν όλα έχουν φτάσει στην ώρας τους» (407). «Ένα δάκρυ, ένα παράπονο καθενός και καθεμιάς από εμάς είναι που έσμιξαν στο Αχ του έρωντα», καταλήγει η ίδια η συγγραφέας στον Επίλογο.

Η συγγραφέας υποστηρίζει την πλοκή με πολλές αυτοαναφορές. Όταν γεννήθηκε το μωρό, η μαία ζήτησε να βαφτιστεί εσπευσμένα γιατί δεν φαινόταν να έχει ζωή (336, πβ. 344). Ο παπάς σχολίασε αθώα ότι δεν του φαίνεται για ετοιμοθάνατο, και ανάβει την ελπίδα της θετικής λύσης. Και αργότερα μαθαίνουμε, από την ίδια την Χαριγένεια μάλιστα, πως το μωρό δεν ζει πια (376, 374). Αυτό ήταν ένα ψέμα για να διευκολύνει την συμφωνία ότι η φυσική μητέρα δεν έπρεπε να συναντήσει ποτέ το παιδί που γέννησε για τον Παύλο και την Σεμέλη. Αλλά και απαίτηση για δραματικότερη πλοκή. Όταν η κυρία Καλλιόπη ερώτησε την Ανδρομάχη, την κόρη της Χαριγένειας, πώς περνά η μητέρα της τις ώρες της, η συγγραφέας μας λέγει ότι «άκουσε την Ανδρομάχη με έκπληξη να της διηγείται το απίστευτο πως από το Σεπτέμβριο, που γνώρισε ένα κορίτσι από τη σχολή Καλών Τεχνών στην οποία ήταν καθηγητής ο σύντροφός της, κόντευε να φυτρώσει σην αυλή η κυρία Χαριγένεια» (380). Ο Φραγκίσκος, σύντροφος της Ανδρομάχης, διαπίστωσε την καταπληκτική ομοιότητα της φοιτήτριάς του με την μητέρα της Ανδρομάχης και τους έφερε σε επαφή. Αυτό το ‘απίστευτο’ είναι η πλοκή του μυθιστορήματος, πράγμα που αποτελεί σπουδαία αυτοαναφορά. Επίσης, στο τελευταίο κεφάλαιο όταν η Ζωή άνοιξε το υφασμάτινο πουγκί που της είχε εγχειρίσει ο μυστηριώδης νεαρός, πως τάχα το είχε ξεχάσει στην καρέκλα της, και είδε το μυστηριώδες μενταγιόν μέσα σε αυτό, αναφώνησε: «Μα δεν μπορεί! Είναι δυνατόν; Αποκλείεται, αποκλείεται. Πώς γίνεται; Τι παιχνίδι είναι αυτό;… Απίστευτο» (394). Αυτό το ‘δεν μπορεί’, ‘αποκλείεται’ είναι η επιβράβευση της πλοκής του μυθιστορήματος, η αναγνώριση και η λύση της τραγωδίας, και είναι άλλη μία καίρια αυτοαναφορά.

Μετά από αυτό, η Ζωή βασισμένη στο όνειρο είπε: «Νομίζω πως τώρα ξέρω, πού θα συναντηθούμε» (395). Πράγματι στο Φανάρι στην Αμμουδιά μία γυναικεία φιγούρα στηριζόταν με κόπο στο λουστραρισμένο μαύρο της μαστούνι, και λίγα μέτρα πιό πάνω στη γέφυρα η άσπρη Mercedes.||«Πέρασαν σαράντα χρόνια, Ζωή μου… Αγκαλιάστηκαν» (400). Εδώ μαθαίνει η Ζωή από τη Χαριγένεια ότι η Χαριάννα Μαραϊχά μετά τη Σχολή Καλών Τεχνών έγινε ζωγράφος, ζούσε τα τελευταία δέκα χρόνια ακτιβίστρια στην Αφρική προσφέροντας τα έργα της για να σταματήσουν οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ήταν εισηγήτρια ενός Συνεδρίου στα Ιωάννινα με θέμα: «Ο καθένας μας έχει τη δύναμη να αλλάξει τον εαυτό του και τα πράγματα.  Όλοι μαζί μπορούμε να φέρουμε τις μεγαλύτερες αλλαγές στον πλανήτη» (402).

Επίσης, εντύπωση προκαλεί στον Επίλογο η προγραμματική αρχή της συγγραφέως. «Αρκετοί μιλούν ή γράφουν για αλήθειες λέγοντας και ψέματα. Η ταπεινότητά μου δεν ήθελε να μπει στην διαδικασία να επινοήσει ψέματα» (411). Όμως όλοι οι ποιητές, αλλά και ιστορικοί, ακόμη και φιλόσοφοι, υπόσχονται πως θα πουν την αλήθεια: Ο Οδυσσέας «γνώριζε πολλά ψεύδη που ήταν όμοια με αλήθεια» (Οδ. 19.203). Οι Μούσες στον Ησίοδο λέγουν: «Ξέρουμε ψεύδη πολλά να λέμε όμοια με αλήθεια, ξέρουμε όμως όταν θέλουμε αληθινά να λέμε» (Θεογ. 27-8). Και πάντοτε λέγεται ότι αυτοί θα δώσουν κῦδος, κλέος ἄφθιτον, θα αθανατίσουν τον υμνούμενον. Η μορφή στο ερειπωμένο σπίτι βεβαίωσε την συγγραφέα ότι «εσύ πάντως ξέρεις πού κρύβεται η αλήθεια της Χαριγένειας» (410). Η σχέση όμως ποιητή και υμνούμενου είναι αμφίδρομη: αν ο ποιητής δίδει κλέος ἄφθιτον, κερδίζει και ο ίδιος αθάνατη φήμη.

 

 

[Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε το λεπτό χιούμορ και την πολιτική θέση που εκφράζει η συγγραφέας. Όταν άκουσε τον ιερέα να λέει ότι η νεοφερμένη Χαριγένεια είχε επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά και μάλιστα χωρίς αιδώ, ο δικαστικός κλητήρας επαύξησε “εδώ, εδώ μάλιστα, όπως τα λες παπά μου, εδώ πληρώνονται όλα” (74), που είχε μαύρα μεσάνυχτα για την αιδώ του παπά και την πέρασε για το επίρρημα. Καθώς και παρετυμολογική ερμηνεία της φράσης “με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι”, για τον Αδάμ και την Εύα (370). Παρενέβαλε με εκτίμηση την μνημειώδη παράσταση στο “Αθήναιον” το “Μεγάλο μας τσίρκο” της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου με τον Νίκο Ξυλούρη (166-7) την περίοδο της Χούντας. Πολιτικέςσυμπεριφορές στην τοπική κοινωνία επί Χούντας, όπως οι συζητήσεις του Γιάννη του μανάβη, και η δολοφονία με λοστό του φωτισμένου Μέλιου από τον Γιακουμή και τον Βλάντη (185).]

[Επαναλήψεις σε κλιμακωτό σχήμα είναι προσφιλής τεχνική που δίδει έμφαση στην περιγραφή και στις ιδέες (68, 137, 242, 325-6, 406). Επίσης, παροιμίες (143) και επίλεκτες μαντινάδες (190, 303) ή τραγούδια (387, 395, 407) υποστηρίζουν ρητορικά την αφήγηση και τονίζουν την δραματικότητα των γεγονότων. Πλήθος μεταφορών στα όρια της υπερρεαλιστικής έκφρασης. Φαίνεται πως η συγγραφέας έχει μεταφυσική σχέση με το αύριο, όχι μόνο σε αυτό το βιβλίο: “Όταν μια μόνο αχτίδα σου αναγγέλλει συλλαβιστά Έρ-χε-ται Αύ-ρι-ο” (197)· “αύριο, στον καιρό της αγάπης”(362, 408, 412)· “αύριο θα περάσουν όλα, αύριο θα δεις, θα είναι όλα παρελθόν” (386· πβ. επίσης 253, 267, 268, 328, 351, 352). Τέλος, φαίνεται ακόμη πως υπάρχει μία αλαφροϊσκιωτη σχέση ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τις εκδόσεις Φίλντισι: το φίλντισι χρησιμοποιείται συχνά σε παρομοιώσεις, το μενταγιόν έχει έξι φιλντισένια πέταλα γύρω γύρω, αλλά τρυφερή σχέση υπάρχει και με άλλα φιλντισένια σκεύη του σπιτιού της Χαριγένειας.]

[Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη της μητέρας της Καλλιόπης “και στις ιέρειες των δακρύων, γυναίκες θύματα βίας της κοινωνίας”. Η σπαρακτική φωνή της αθώας Ανεζώς, που έπεσε θύμα βιασμού, “με πόνεσε, με πόνεσε, με πόνεσε” (279, 285), σαν στίχος χορικού τραγωδίας, είναι η καταδίκη της κοινωνίας της βίας- και άλλη μία πτυχή του σκληρού κόσμου στον οποίο κινούνται οι ήρωες.]

 

 

* Ο Ιωάννης Ν. Περυσινάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

 

 

______________

[1] ΛίνουΠολίτη, ΔιονυσίουΣολωμού, Άπαντα,τόμοςδεύτερος, Παράρτημα, Ιταλικά (ποιήματα και πεζά) Μετάφραση, β έκδοσηΊκαρος, Αθήνα 1969) σ. 103.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top