Fractal

Ακροβατώντας πάνω σε τεντωμένο σκοινί

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Τώνια Κατζουρού: “Ακροβατώ” Εκδόσεις, Ραδάμανθυς, Χανιά, 2020

 

Όταν μια εργαζόμενη γυναίκα μέσα στον καθημερινό της μόχθο, καταφέρνει να κρατάει μια γωνιά του εαυτού της διαθέσιμη για να κρύβει – φυλαχτό – ό, τι πολύτιμο από ένστικτο αυτοσυντήρησης, διαφυγής απ’ την πραγματικότητα ή για να βρει καιρό ή πρόσφορο έδαφος αργότερα να το εκφράσει, είναι πολύ σημαντικό, όσο και δύσκολο.

Αυτά διαλογιζόμουν το πρωί με τη σκέψη μου στην απέριττη τυπογραφικά, πρώτη ποιητική συλλογή, “Ακροβατώ” της Τώνιας Κατζουρού, που γεννήθηκε, μεγάλωσε, εργάστηκε και ζει στα Χανιά, στην αγαπημένη της πόλη. Τόσο λιτή και η φιγούρα της που ακροβατεί πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί κι αυτό να αιωρείται στο κενό.

Μπήκα στον πειρασμό να σχολιάσω το εξώφυλλο, γιατί συνήθως, αποτυπώνεται εκεί συνοπτικά

το περιεχόμενο του βιβλίου. Κι από την άλλη, αρχίζω να διαβάζω και να μελετώ τα κομμάτια της ψυχής της ποιήτριας, όπως τα έχει ταξινομήσει εκείνη, από το τέλος. Η τελευταία σελίδα, σχεδόν πάντα, είναι αποκαλυπτική:

 

Μην τα φοβάσαι, πάντα, τα μεγάλα σύννεφα,

πως θα σου φέρουνε βροχή!

Καμιά φορά “βρέχουνε” φως!

Έχε τα μάτια σου ανοιχτά

κι αν έχεις τύχη,

σ’ αυτό το φως

θα λούσεις την ψυχή σου!

(Βρέχει φως)

Κάθε έργο, τόσο σε πρακτικό, όσο και σε πνευματικό επίπεδο, έχει αρχή, κορύφωση,  και τέλος.

Η Τώνια Κατζουρού εισάγει στην ποίησή της τον αναγνώστη με το ποίημα “Σιωπηλή άνοιξη”, που φανερώνει πως η ποιήτρια είχε στον κόρφο της κρυμμένα χαρτιά, που για δικούς της λόγους κρατούσε μυστικά, μπορεί και ξεχασμένα πίσω από τον καιρό, περιμένοντας, προφανώς, να “βρέξει φως!”. Και να που έβρεξε φως. Και είδε ότι καλόν” κι άρχισε να μαζεύει τα σκορπισμένα κομμάτια της ψυχής της, ποιήματα, είτε καταχωνιασμένα στην ψυχή και στα συρτάρια της είτε δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα. Ένα μέρος από αυτά τα ποιήματα, ατόφια, είναι αλήθεια, πίσω από λέξεις και γνώριμες, αλλά φορτισμένες, κουβαλούν μιαν άνοιξη που πριν δεν άνθισε και δεν τραγούδησε ποτέ:

“Όσα κι αν είπε ο κότσυφας τραγούδια,

όσο  κι αν γέλασαν στους κήπους τα παιδιά,

όσο κι αν βούιξαν μελίσσια στα λουλούδια

κι αν στα ποτάμια κελάρυσαν νερά,

βουβοί απόμειναν οι δρόμοι μες στην πόλη,

αυτή την άνοιξη

που ο φόβος τριγυρνά.

 

Σαν δρόμος που κοιμάται, οι βιτρίνες

κι ο βρυχηθμός του

όλο σβήνει στα στενά.

Μια ανήσυχη ησυχία μας σκεπάζει

και στις κεραίες

εκρεμάστηκε η χαρά.

Η άνοιξη αυτή μ’ άλλη δεν μοιάζει”.

(Μια σιωπηλή άνοιξη).

 

Τώνια Κατζουρού

 

Ένα απλό, φαινομενικά, ποίημα, θα νόμιζε κανείς πως αναφέρεται στην παρούσα κατάσταση, στους περιορισμούς που επιβάλλει στον κόσμο η ανάγκη επιβίωσης λόγω της πανδημίας. Και σαφώς συμβαίνει και αυτό. Αλλά, δεν σταματάει εκεί ο στοχασμός της ποιήτριας, όταν έχει αφήσει πίσω της καιρούς που η άνοιξη δεν άνθισε και δεν κελάηδησε ποτέ, γιατί συχνά υπήρχε υποταγή στο νόμο. Ποιος δεν θυμάται, από όσους έχουν πάνω τους κάποιες δεκαετίες, άλλες ανοιξιάτικες εποχές που οι δρόμοι της πολιτείας ήταν έρημοι, τα πάρκα βουβά, η εξοχή χωρίς χαρούμενα παιδιά, χωρίς χαρά, γιατί  υπήρχε πάντα το επιβεβλημένο “γιατί” και το “αλλά” του υπέρτατου νόμου. Στο ίδιο σχοινί ακροβατούσε σχεδόν ο κόσμος όλος.

Ωστόσο, η Τώνια Κατζουρού επιμένει στο τώρα, στην κάθε στιγμή, ίσως. Δεν έχει ανοιχτά τα μάτια της για να μην βλέπει το χάος που την απειλεί, δεν είχε “χτες” δεν έχει “αύριο” κι ας θέλει να χαρούν τα μάτια το φως, τα χρώματα του ήλιου:

 

“…Όμως τα μάτια αυτά

δεν έχουν όνειρα.

Δεν έχουν προορισμό.

Σκοτάδι διασχίζουνε

και ύστερα γυρίζουν και κλειδώνουν…”

(Ακροβατώ}

 

Τον κόσμο της τον έφτιανε όπως ζούσε, με ατέλειες. Απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο που θεωρεί υπεύθυνο για τις παραλείψεις, του τις θυμίζει  “Χωρίς φωτογραφίες τα κάδρα”,  “ Το ποίημα χωρίς τίτλο”. Όλες της οι έγνοιες περίμεναν τον αναμενόμενο να τις τελειώσει, πάντα. Το σύμπαν έμενε αδιάφορο. Κι εκείνη πάντα στην ίδια θέση, αν και “μετακομίζει συνεχώς” μες το μυαλό της,  “κορίτσι πρόθυμο με τα όνειρα κομμάτια…” , φταίει μάλλον “αυτή η ήσυχη βροχή/ που επίμονα χαϊδεύει τα μαλλιά σου…” και φταίει “αυτή που σου“…θαμπώνει τη ματιά…” και δεν μένει άλλο από το να του δώσει την ευκαιρία να της  “βάλει τη θηλειά…” , να καταλήξει στην “εκτέλεση”.

Όμως η Τώνια Κατζουρού δεν κραυγάζει. Μια διακριτική λύπη διαπερνά τα κύτταρά της  για το ανεκπλήρωτο του αναμενόμενου που αφήνει ένα κενό. Άλλωστε, φαίνεται, πως διαλέγεται με τον απόντα ώσπου τις μοσχοβολημένες Κυριακές, αράζει στην ακτή του χρόνου και κάνει απογραφή των πεπραγμένων της. Αναθυμάται τα παλιά, βιώνει τα καινούργια, χαράζει χάρτες στη σιγή, ιχνογραφεί τον εαυτό της  κι αφήνεται στο χρόνο να  ρυθμίσει τα πάντα, γιατί “εκτός σχεδίου χτίζει ο χρόνος εποχές/ χωρίς την άδεια κανενός…” Και παρακεί, “ο θάνατος δεν έχει τίποτ’ άλλο να σκεφτεί / παρά μονάχα τον καιρό του”.

Ποίηση φιλοσοφημένη, η ματιά της λαμπερή, διεισδυτική, ανατέμνει και αναλύει τα πάντα, κάπως βιαστικά κι απόλυτα λες και δεν σηκώνει αντίρρηση ο λόγος της. Ο ρυθμός υποβόσκει και υποφώσκει, αλλού δίνοντας έμφαση στο ζητούμενο κι αλλού χαμηλώνοντας, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, όπως και η ζωή που μας πάει όπου εκείνη ορίζει, αδιάφορη σαν τους άγνωστους περαστικούς που την προβληματίζουν κι αναρωτιέται:

 

“Ποιοι είν’ αυτοί,

που περιφέρουν τις σκιές τους

στο ημίφως;

Γιατί περιδιαβαίνουν βιαστικά,

χωρίς μιλιά,

έξω από το σπίτι, στην αυλή μου;

Ποια ανάμνηση τους φέρνει εδώ,

σιμά στις σκέψεις μου,

σιμά στα όνειρά μου;

Όλο και σκοτεινιάζει

πιο πολύ.

Λιγότερο διακρίνω”. (ποιοι είν’ αυτοί)

 

Όπως και να ‘χει, όποια κι αν ήταν η ζωή, η ποιήτρια ζει το παρόν με αισιοδοξία. Γιατί υπάρχει ο ήλιος που φω τίζει και ζεσταίνει τη Μεγάλη Μητέρα ΓΗ. Γιατί περιμένει την άνοιξη. Που σίγουρα θα ξανάρθει αφού  “Σφαίρα γαλαζοπράσινη / κυλά μες στα σκοτάδια.[…] όλο αλλάζει”. Κι ακόμα ξέρει πως:

“…Όσες πληγές  κι αν έχει απ τα παιδιά της,

μάνα είν’ η γη

κι απλόχερα χαρίζει,

τις ομορφιές που τάχτηκε

να κουβαλάει στους αιώνες…”

(Εαρινή ισημερία)

 

 

Η Τώνια Κατζουρού, μια σύγχρονη ποιήτρια, μέσα από τη θεώρηση του παρελθόντος χρόνου και την προοπτική του μέλλοντος, δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν  μεταιωρίζεται, πατάει γερά και βλέπει καθαρά τριγύρω της. Πίσω από έναν απλό, καθημερινό, θαρρείς, “διαλογικό”, μονόλογο, υπάρχει ο φιλοσοφικός στοχασμός, η ρεαλιστική αντίληψη, αλλά και η μαγική αντίληψη του κόσμου, θα έλεγα, που ενδυναμώνει την αισιόδοξη ποιητική διάθεση, τη δική της αλήθεια, που δεν είναι άλλη από την καθολική αλήθεια πως δεν υπάρχει τέλος του δρόμου, γιατί τα πάντα διαγράφουν κύκλους και γυρίζουν. Γυρίζει ο ήλιος, γυρίζουν οι εποχές και σίγουρα, “τα μεγάλα σύννεφα […]καμιά φορά ‘βρέχουνε φως!’” Και κλείνοντας έναν αποκαλυπτικό “κύκλο φωτός”,  θα πρόσθετα, που άρχισε με την “Εαρινή συμφωνία” και τελειώνει με το “Βρέχει φως”, προτρέπει:

 

“Έχε τα μάτια σου ανοιχτά

κι αν έχεις τύχη,

σ’ αυτό το φως

θα λούσεις την ψυχή!”

 

 

Ελένη Χωρεάνθη, Παλαιό Φάληρο, 25 Απριλίου 2021

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top