Fractal

«Ο ποιητής παλεύει με τις λέξεις για να σμιλεύσει το ακατέργαστο μέταλλο και να φτάσει στην Ποίηση».

Γράφει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη // *

 

Ιωάννας Μ. Αθανασιάδου, “Άγρυπνες σιωπές”, ποίηση, εκδ. Βεργίνα, 2018, σελ. 60

 

Γράφουμε για να εκφραζόμαστε και να επικοινωνούμε. Γράφουμε για την συν-κίνηση_συγκίνηση, για το μοίρασμα.  Ανάγκες πανανθρώπινες που μας γαληνεύουν και μας ολοκληρώνουν. Όταν δεν βρίσκουμε άλλο τρόπο να τις ικανοποιήσουμε, προστρέχουμε στην αρωγή της γραφής και της ποίησης, ή κάποιας άλλης μορφής έκφρασης μέσω τέχνης.                                      Και βέβαια το ποιο σπουδαίο ποίημα το γράφουν η φύση και η ζωή, η Ποίηση πέρα από την Ποίηση.

Η ποίηση ενέχει το ανερμήνευτο και το μαγικό, όπως κάθε δημιουργία. Παράλληλα υπάρχει ο κίνδυνος να καταποντιστεί ο ποιητής εγκύπτοντας στα αχανή βάθη της. Να καεί όπως όταν κάποιο σώμα πλησιάσει τον φωτοδότη και ζωοδότη Ήλιο. Κάποιες φορές οι λέξεις μας κατακλύζουν και ίσως χρειάζεται να τις τιθασεύσουμε. Ο ποιητής παλεύει με τις λέξεις για να σμιλεύσει το ακατέργαστο μέταλλο και να φτάσει στην Ποίηση.

 

Η Ιωάννα Αθανασιάδου στο τέταρτο ποιητικό βιβλίο της με τίτλο «Άγρυπνες σιωπές», εκδόσεις Βεργίνα με όχημα τις λέξεις, τους συμβολισμούς και τις εικόνες που δημιουργούν το σκηνικό εσωτερικών αναζητήσεων, προσπαθεί να καλοσυνέψει τους ενάντιους ανέμους της ανθρώπινης μοίρας.

Στο εξώφυλλο η μακέτα της Γεωργίας Ασημακοπούλου με τους σκούρους κορμούς, τα γυμνά κλαδιά και κάποια ροζ φυλλώματα, τα περισσότερα σε πτώση, μας προϊδεάζει για τα δύσκολα της ανθρώπινης μοίρας που πραγματεύεται η ποιητική συλλογή της Αθανασιάδου. Ωστόσο όπως τα  διάσπαρτα ανθάκια στη μακέτα, στη συλλογή υπάρχουν και ποιήματα που πραγματεύονται την ομορφιά της ζωής και των ανθρωπίνων. Την χαρά, την αισιοδοξία, την συμπόνια, την ελπίδα κλπ. Γι’ αυτό, ως αντιστάθμισμα αισιοδοξίας και χαράς επιλέχτηκε να μπει στο οπισθόφυλλο το ποίημα «Πυγολαμπίδες».

Η ποιητική συλλογή είναι αφιερωμένη στο σύζυγό Γιάννη Ατματζίδη και στα παιδιά της Στέλιο και Πολυξένη της ποιήτριας. Στα παρακείμενα του βιβλίου εντάσσεται και εισαγωγικό κείμενο με τον τίτλο «Ποίηση», όπου η Αθανασιάδου καταθέτει σκέψεις της για την ποίηση και το ποίημα και όπου μεταξύ άλλων αναφέρει «(Το ποίημα πρέπει) Ν’ αναπνέει σαν ζωντανός οργανισμός… (πρέπει να έχει) την ταπεινότητα ενός λουλουδιού».

 

Η συλλογή αποτελείται από 38 ποιήματα, τα περισσότερα γραμμένα σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ενώ ορισμένα είναι γραμμένα σε τριτοπρόσωπο.

Ποίηση ζεστή και χαμηλόφωνη που καταθέτει στοχασμούς και προσεγγίζει θέματα μνήμης, νοσταλγίας και συναισθηματικής έκφρασης. Συμβολισμοί που αντλούν απ’ το μυστήριο του χρόνου, την ματαιότητα, το πρόσκαιρο του ανθρώπου, την απουσία, την αινιγματική αιωνιότητα.

Σύμβολα της ποιήτριας το όνειρο, ο χρόνος, οι ώρες, το τριαντάφυλλο, ο όρκος, ο άνεμος κλπ, με την επαναλαμβανόμενη χρήση των οποίων ζωγραφίζει τον καμβά των εικόνων και μεταφορών της.

Η Αθανασιάδου θεάται το φυσικό περιβάλλον και τον κόσμο στη δίνη του χρόνου και μας κατακλείζει με επαναλαμβανόμενες εικόνες, στην προσπάθεια να περιγράψει αισθήματα χαράς και οδύνης.

Το ύφος της ποιήτριας ζεστό, και λυρικό, ο λόγος πληθωρικός, αγγίζοντας το όριο του πλεονασμού, με πληθώρα κοσμητικών επιθέτων στις λέξεις σύμβολα της ποίησή της, το οποίο χαρακτηρίζεται επίσης από μια εγγύτητα με την φύση, όπου με μια ανιμιστική  παλέτα προσωποποιεί φυσικά στοιχεία. Η Ιωάννα Αθανασιάδου βάζει πολλά έμψυχα από την πανίδα και τη χλωρίδα της φύσης να δρουν με άψυχα στοιχεία και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για να ζωγραφίσει με ζωντάνια μεταφορικές εικόνες, όπως:

“Η αρμύρα γίνεται νέο δέρμα μας”, σ. 16,

“σπέρνουμε φως στις αφέγγαρες νύχτες”, σ. 17,

“Ο ουρανός αποκοιμιέται στα σπλάχνα των κυμάτων,”, σ. 19,

“όπου άφησαν τα πουκάμισά τους οι μέρες μας”, σ. 22,

“κέντησε η πίκρα τα μαντήλια τ’ ουρανού”, σ. 26,

“κρατήσαμε τους ανέμους με τις παλάμες”, σ. 31,

“Τα παράθυρα λαβωματιές ανοιχτές”, σ. 35,

“Ένα ρυάκι μουρμουρίζει την προσευχή του νερού”, σ. 42,

“οι ώρες άστοργες”, σ. 44,

“Άγουρα χρόνια παραμένουν στο κατώφλι μας”, σ. 48,

“και οι μέρες να στήνουν καρτέρι στις πυγολαμπίδες”, σ. 53, 

Το ύφος της χαρακτηρίζεται και από μια θρησκευτικότητα που πατάει πάνω στις λαϊκές και εκκλησιαστικές παραδόσεις για να εκφραστεί. Έτσι βρίσκουμε πολλά θρησκευτικά σύμβολα, τα οποία επίσης επανέρχονται πληθωρικά, όπως πχ  τάγματα αγγέλων, καντήλια, εκκλησάκια, προσευχές, καμπαναριά, προσευχή, εικονοστάσια,  Γολγοθάς, σταυρωμένοι, εικονίσματα και άγια των αγίων, ανάσταση. Η προσευχή υπάρχει και σε δυο τίτλους ποιημάτων.

Το πρώτο με τον τίτλο «Προσευχή της λησμονιάς» αναφέρεται σε αισθήματα μοναξιάς, ανεκπλήρωτου και ματαίωσης. Στο δεύτερο με τίτλο «Προσευχή του νερού», μέσα από εκκλησιαστικά σύμβολα και μέσα από όμορφες εικόνες και μεταφορές έχουμε μια υμνητική προσευχή, χαράς και ευδαιμονίας της πλάσης όλης. Ένα δοξαστικό θα λέγαμε.

Χαρακτηριστικός ο υπέροχος στίχος  «Τα ουράνια δοξολογούν την άναρχη στιγμή». Παραθέτω απόσπασμα:

 

Ιωάννα Μ. Αθανασιάδου

 

«Προσευχή του νερού//Άναψε ο ήλιος τη μέρα,/η πλάση άλικο τριαντάφυλλο./Οι δεκαοχτούρες μάς θυμίζουν τα δεκαοχτώ όνειρα /που κρεμάσαμε στο πλατάνι της ακροποταμιάς./Τα ουράνια δοξολογούν την άναρχη στιγμή./Περήφανος χρυσαετός κρατάει τη σημαία της νίκης,

περνοδιαβαίνουν τα τάγματα των αγγέλων./Αργοπορημένα τα μαυροπούλια /πετούν να προλάβουν μια θέση στις στέγες,/κάνουν μια στάση στα ψηλά καμπαναριά./Τα παιδιά μαζεύουν τ’ αστέρια στο καλαθάκι τους,/η νύχτα σβήνει παραπονεμένη. /Ευλαβικές οι ανεμώνες στις ρίζες των δέντρων,/χάδι διάφανο οι ηλιαχτίδες.», σ. 42

Και σε άλλα ποιήματα εκφράζεται η χαρά της ζωής, όπως στο «Πελαγίσια όνειρα», σ. 27 π.χ ή στο «Πυγολαμπίδες», σ. 53, που προαναφέραμε.

 

Διερωτόμαστε σε ποιές Άγρυπνες σιωπές να αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου, καθώς δεν αποτελεί τίτλο ή στίχο κάποιου ποιήματος της συλλογής. Σιωπές θλίψης, οδύνης, επαγρύπνησης, σιωπές του άρρητου και άφατου; Το ποιητικό υποκείμενο μιλά μάλλον για την σιωπή της διάψευσης «α όνειρα αμίλητα στον κήπο με τις τριανταφυλλιές» γράφει στο ποίημα «Ξεχασμένες αγάπες», για τη σιωπή της ματαίωσης «το παράπονο σιωπηλό» διαβάζουμε  σε στίχο του ποιήματος «Ακοίμητα δειλινά». Αλλά και για τη σιωπή της απώλειας, «και μια σιωπή παγερή απλώθηκε μέσα μας.»  στο ποίημα «Έφυγες», όπως και η σιωπή της μνήμης «η μνήμη σιωπηλή» στο ποίημα «Δρόμοι της Δράμας». Φαίνεται ότι το ποίημα «Ακοίμητα δειλινά» το οποίο παραθέτουμε να είναι αντιπροσωπευτικό τόσο για τον τίτλο όσο και για το περιεχόμενο της συλλογής, όπου τα περισσότερα ποιήματα αποτελούν έκφραση συναισθημάτων ψυχικού φορτίου, όπως αδικίας, ανεκπλήρωτου, μοναξιάς, απώλειας, υπαρξιακού άγχους:

«Ακοίμητα δειλινά //Σκάλωσαν οι καημοί στα δειλινά,/οι χρησμοί ανεκπλήρωτοι,/τα μάτια των αγαλμάτων τ’ ακοίμητα,/δακρυσμένα, αδειανά./Σώματα με τις ρυτίδες των αιώνων/μιλούν με τον άνεμο,/θυμούνται τα όνειρά τους./Ξεχασμένο το δίκαιο,/το παράπονο σιωπηλό,/η αγρύπνια ανυπόφορη./Τα πέλματά τους με τη δύναμη της νιότης ακόμη,/ποιός φαντάστηκε μιαν αθανασία που πονά;/Πεταμένες οι μάσκες του εφήμερου,/η ζωή, μια βαριά σκιά.»

 

Το στερητικό άλφα επανέρχεται σε πολλά επίθετα εκφράζοντας εμφατικά αισθήματα ψυχικού πόνου και συνθήκες δυστοπίας. Παραθέτω παραδείγματα: καημούς αδιάβαστους, άνυδρους δρόμους, σελ. 12, αγιάτρευτη πληγή, σελ. 3, οι πέτρες οι ασυγκίνητες, σελ 22,  άκλαυτα πρόσωπα, σελ. 22,  άφθαρτος χρόνος σελ 25, ζωής ατιθάσευτης, σελ 26 αφέγγαρες νύχτες, άφωτες, αδειανές, σελ 28 κλπ.

Επίθετα με το στερητικό άλφα υπάρχουν και στους ακόλουθους τίτλους ποιημάτων: «Άγραφες πλάκες», σελ. 26, «Άστοργες ώρες», σελ. 44, «Άγουρα χρόνια», σελ. 48, «Ακοίμητα δειλινά», σελ. 49.

 

 

Στα ποιήματα «Αγαπημένε ποιητή»,  και «Οδός Κ… 17», σ. 34 & 35, αφιερωμένα στον  Δραμινό ποιητή, Νίκο Κωνσταντινίδη, η ποιήτρια με ευαισθησία εκφράζει τα συναισθήματά της, θρηνεί και αναπολεί τον αγαπημένο ποιητή που στάθηκε μέντοράς της και της φανέρωσε δρόμους της ποίησης. Παράλληλα μέσα από την δημιουργία και τον στίχο αντλεί ελπίδα και απαντοχή για το δυσαναπλήρωτο κενό της απώλειάς τιμώντας τη μνήμη για τον μέντορα. Γράφει στη σ. 35, «Φορτίο αβάσταχτο η αγάπη,»  αλλά και «έμεινε η αγάπη να ζωντανεύει τη μορφή σου,», σ. 36.

Στο ποίημα «Δρόμοι της Δράμας», σ. 32, γίνεται αναφορά στον γενέθλιο τόπο, τον οποίο στερήθηκε για μερικά χρόνια αλλά στον οποίον επέστρεψε και όπου διαφαίνεται ότι συναισθηματικά τον έφερε πάντα στην καρδιά της. Γράφει:

«Παιδιά που ξεχαστήκαμε στο παιχνίδι των ημερών/να ξοδεύουμε τις στιγμές μας στις ίδιες διαδρομές,
στις ίδιες επιστροφές./Ριζωμένοι σ’ αγαπημένα μονοπάτια,/ν’ αφουγκραζόμαστε τις ανάσες των σπιτιών,/το τρίξιμο του χρόνου στα παραθυρόφυλλα.
».

Σε κάποια ποιήματα η Αθανασιάδου αναμοχλεύει ιστορικές μνήμες που παραπέμπουν σε τραυματικές ψυχοκοινωνικές συνθήκες, όπως π.χ. στο  «Εμφύλιος», σελ. 20,  «Χρέος», σελ. 22,   «Εξόριστοι», σελ 38 κλπ.

Ορισμένα ποιήματα της συλλογής, αντλούν ιδέες από μυθικά και προϊστορικά σύμβολα όπως το ποίημα  « Προμυθέας»,  σ.25 και το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο  «Τροία », σ. 56.

Η Ιωάννα Αθανασιάδου εκφράζει επίσης υπαρξιακές ανησυχίες, όπως στο ποίημα, σ. 43:  «Είδωλο//Πρωινά γεμάτα φως και ψιθύρους,/γεύση του άχρονου κι ελπίδα./Αντίπερα της ψυχής μας, θαμπό το είδωλό της,/ποια η αλήθεια και ποια η πλάνη άραγε;/Ακροβάτες ανάμεσα στο “είναι” και στη φθορά,/κοιταζόμαστε στου παρελθόντος τον καθρέφτη/και το μόνο που βλέπουμε είναι το παρόν που μας προβληματίζει./Φτωχά είδωλα τα πρόσωπά μας,/οι μέρες μας ξέπνοες ,/η αγωνία μάς σιγοτρώει./Τί άραγε είμαστε εμείς,/τι το είδωλό μας/και τί “τ’ ανάμεσό τους;”

 

Εδώ το ποιητικό υποκείμενο παραφράζοντας τον Γεώργιο Σεφέρη εκφράζει ερωτήματα σχετικά με το αληθινό μας πρόσωπο και το είδωλό μας, όπως επίσης την αγωνία του πεπερασμένου και της θνητότητάς μας, το χάσμα ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, της αίσθησης του εαυτού.

 «Τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;» γράφει ο σπουδαίος μας ποιητής στο ποίημα

 «Ελένη», [[1]].

Εν κατακλείδι η Ιωάννα Αθανασιάδου με τη ματιά στο χρόνο και στη μνήμη, αντλώντας από το παρελθόν και βλέποντας στο μέλλον, εκφράζει αισθήματα  αγωνίας, διάψευσης, ματαιώσεις και απώλειας με λυρισμό, με δυνατές εικόνες και περιγραφές από το φυσικό περιβάλλον που παραπέμπουν στο κοινωνικό περιβάλλον και τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, εστιάζοντας στη φθορά, στο αδιέξοδο, στη διάψευση, στην απουσία, στη μοναξιά. Πρόκειται για αναμέτρηση με σκιές που πέφτουν βαριές, για την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά σε συνθήκες που συνθλίβουν σαν συμπληγάδες, για συναισθηματικές εκφάνσεις και αναζήτηση της γαλήνης μέσα από προσπάθεια για είσπραξη νοήματος και αυτοπραγμάτωση. Πρόκειται για μια συμπονετική και αγαπητική ματιά, όπου η ποιήτρια με όχημα τις λέξεις, τους συμβολισμούς και τις εικόνες που δημιουργούν το σκηνικό εσωτερικών αναζητήσεων προσπαθεί να καλοσυνέψει τους ενάντιους ανέμους της ανθρώπινης μοίρας, να ενισχύσει διεργασίες αυτοσυνειδησίας του βαθύτερου «είναι» πέρα από μάσκες και προσωπεία, να ενισχύσει  διεργασίες απαντοχής, συγκατάβασης και βίωσης της απλότητας και του θαύματος της ομορφιάς της ζωής μέσα και πέρα από τις δυσκολίες της.

 

 

_______________

[1]

            “Ελένη”, 52. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 241

 

 

 

* Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) και μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) , του The Uppsala University Alumni Network, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και Karin Boye Sällskapet. Εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο μετάφρασης σουηδικής ποίησης και μια συλλογή διηγημάτων. Ποιήματα και διηγήματά της συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, σουηδικά, γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top