Fractal

ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ (34), Νίκος Καψιάνης, “Αγοραίοι λογισμοί”, Ποιητική συλλογή, Γράφημα, Θεσσαλονική 2022.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

 

Νίκος Καψιάνης, “Αγοραίοι λογισμοί”, Ποιητική συλλογή, Γράφημα, Θεσσαλονική 2022.

 

1]. ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ: Μια πρώτη γεύση γνωριμίας για τον Νίκο Καψιάνη. Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα από οικογένεια εμπόρων, και έζησε, μεγάλωσε και συνεχίζει να ζει  στην κοινότητα Μελισσίων. Το 1992 πέρασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός. Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, παράλληλα με την επαγγελματική του πορεία, καταγίνεται με την ποίηση και τη φωτογραφία. Τον Απρίλιο του 2021, από τις εκδόσεις Θερμαϊκός, εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ιχνοβατώντας στο φως και στο σκοτάδι (βιβλίο σημαντικό, διανθισμένο με ποίηση, πότε πεζή και πότε σε στίχους, πορεία διαχρονική, που συνοδεύεται από πλήθος φωτογραφίες της παιδικής ζωής, των πλησιέστερων οικείων και αγαπημένων προσώπων, ίσαμε την ηλικία της ενηλικίωσης – μια εκτενή συναισθηματική γεωγραφία, όπου τα κείμενα μεγαλώνουν σκόπιμα κάθε φορά που το συναίσθημα το απαιτεί. Η επόμενη συλλογή, κι αυτή σημαντική, Το δάκρυ του φωτός, εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις Γράφημα, όπου τη διεξοδική μορφή των ποιημάτων σταδιακά αντικαθιστά η σύντομη και περιεκτική (εξαιρετικό ποίημα αποτελεί το πρώτο, που φέρει τον τίτλο «Δακρυσμένο φως»), και, τέλος, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο τον περασμένο Ιούλιο, εκδόθηκε η τρίτη ποιητική συλλογή, αγοραίοι λογισμοί, κορυφαία κατάθεση, που διακρίνεται κυρίως από ποιητική συμπύκνωση. Ποιήματα του Νίκου Καψιάνη έχουν δημοσιευτεί στα Ποιητικά Τοπία της «Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης» (νυν «Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης»),  και ηλεκτρονικά στην πολιτιστική σελίδα του Δήμου Πεντέλης, καθώς και σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους. Είναι μέλος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» και του «Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης». Του αρέσουν τα ταξίδια και φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα σάιτς, σε εκθέσεις, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

 

Β]. ΓΕΝΙΚΑ: Η ΣΥΛΛΟΓΗ αγοραίοι λογισμοί: Αυτό το βιβλίο του Νίκου Καψιάνη στάθηκε για μένα ένα ράπισμα ενάντια στην παγιωμένη ιδέα που έχω πως πριν τα πενήντα χρόνια του είναι αρκετά σπάνιο ένας ποιητής να καταθέσει σπουδαία στιχουργική και ώριμη θεματική. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη για την ικανότητά του αυτή να γράφει εκτενή ποίηση και να μπορεί να τη συμπυκνώνει με δεξιοτεχνία στο παρόν βιβλίο. Η συλλογή, εξαιρετική έκδοση με εξώφυλλο του Γιώργου Κεβρεκίδη, απαρτίζεται από 30 ποιήματα. Σας θυμίζω πως η λέξη «αγοραίος», εκτός από τον αναφερόμενο στην αγορά, σημαίνει τον «κοινό», τον «πρόστυχο», τον «χυδαίο». Η ειρωνεία του τίτλου είναι προφανής, και ιδίως η απόδοσή του με μικρογράμματη γραφή.  Η Καταγραφή της Απώλειας ενός αφιλόξενου κόσμου επιτελείται με εικόνες ξεχωριστής ωραιότητας.

 

Γ]. Η ΣΥΛΛΟΓΗ αγοραίοι λογισμοί:  1). Στο «Χαμόγελο λειψό», ο ποιητής διαπιστώνει, πριν κλείσει το ποίημα: Φύτεψα κάποτε ένα δόντι / μεγάλωσε, έγινε δενδράδα / δαγκώνουν οι λέξεις τα κλαδιά του. / Τρύπιο χαμόγελο στο στόμα. Παρ’ όλη την έλλειψη ανθρώπινης επικοινωνίας, ακόμα και στην ελάχιστη επαφή, το χαμόγελο καταντά τρύπιο κι αυτό. 2). «Μέρα παγερή»: Κι εδώ η όποια επαφή γίνεται παγερή. Λίγη ζεστασιά γύρευα / στο σιγομιλητό σουΓυμνός στο μπαλκόνι κάθισα, / την παγωνιά να νιώσω. 3). Στη «Λεμονόκουπα», με εξαιρετικές βίαιες σκηνές, παρακολουθούμε την κατάληξη του τζόγου: Φτηνή ζαριά έριξες, μικρό το κέρμα…  Στημένη λεμονόκουπα τον αφήνεις / να ζητιανεύει ο τρελός το χάδι / ψάχνοντας χάμω / το κέρμα που του πέταξες. Κι εδώ, η αποτυχημένη επαφή της αγάπης. 4). «Χαμαιτυπείο»: (εξαιρετικό ποίημα, ερωτικής σκηνής, που μετατρέπεται σε παράδεισο): Εδώ ο ποιητής εισβάλει σε χαμαιτυπείο. Κι άναψα, σαν χασικλής, χόρτο με αγκάθι…. Της πουκαμίσας τη ντροπή σκόρπισα απάνω στο κραγιόν. (σημάδι ερωτικό ανεξίτηλο) / Κι όπως αργά ρούφαγα κάθε υγρό σου / έκαμα το χαμαιτυπείο της βραδιάς παράδεισο. Εικόνες έντονες, με την έκφραση του σώματος να φαντάζει σαν πράξη σε χαμαιτυπείο. 5). «Ουίσκι»: Το ποτό για Να απαλύνω, στη μεστάδα του ποτού, κάθε θλίψη, ενώ έξω μαίνεται ο χειμώνας. Τρελός ο χειμώνας που με βρήκε. / Θα ζέψω της καλοκαιριάς τη θύμηση, / μονορούφι θα απλώσω τη γλυκάδα στον λαιμό. Το καλοκαίρι ως μνήμη παραδείσου. 6). «Αγοραίοι διάλογοι» (Εξαιρετικό ποίημα): Φτηνές κουβέντες, Αμπελοκήπων και Ψυχικού κάπου γωνία, εμποτισμένες από λογική των κανονισμών των διευθετήσεων, ενώ έξω ανταριάζει η ομορφιά της φύσης.  Έξω τα αηδόνια τραγουδούν… / Μοσχοβολούν στον κήπο οι μυρτιές… / Αυστηρά ξεγύμνωσες τη λογική, / τα μπαγκάζια του κόσμου, στο δυάρι σου ξεχρέωσα. Στον κανονισμό μεταξύ δύο ανθρώπων, υπάρχει και τρίτος, που περιμένει την απελευθέρωση της θλίψης από τον διακανονισμό: Στη γειτονιά σου – πάλι – θα βρεθώ / τις νερατζιές σου να ανταμώσω, / να ξεπληρώσω στο κατώφλι, / της μάνας μου τον πόνο. 7). «Η ματιά, αφορά την προσφορά του ποιητή, που με μία ανθοδέσμη τριαντάφυλλα  προσπαθεί να αποσπάσει το χαμόγελο από μία αγέλαστη κοπέλα με στίχους ερωτικού ρομαντισμού. Η φευγαλέα σου ματιά / μαχαίρι με πληγώνει / σαν προσπερνάς αγέλαστη / χωρίς να μ’ αντικρίσεις. 8). Στην «Κλειδαρότρυπα», η μέρα ξεκλειδώνεται μέσα από την ψυχή της αγαπημένης, αφού της αφαιρέθηκε το κλειδί. Θαυμάσιο ποίημα με εξαιρετικούς στίχους: Διαβάτες σκυφτοί πέρα και δώθε, / ένας ζητιάνος λίγη αποζητά αγάπη, / ξυπόλυτα τσιγγανόπουλα ανέμελα τριγυρνούν. Γύμνια γεμάτη η ψυχή της αγαπημένης, παρ’ όλο που ο ποιητής στέκεται σαστισμένος με τη λάγνα του έρωτα δίψα και σταματάει το κοίταγμα. 9). «Ταγκό»: Ο χορός της τσιγγάνας συμβάλλει στην αποτίναξη της μαυρίλας της ψυχής, ενώ στο επόμενο ποίημα 10). «Έρωτες της αγοράς»: Η επίσκεψη σε ιερόδουλη ισοδυναμεί με Δυο δράμια πράξη, χαλάλι οι ρουφηξιές / χαλάλι του πόθου τα χαϊδέματα / μεθαύριο πάλι δω, / οι τύψεις να αναμετρηθούν την ηδονή. Αναμφίβολα η ενάργεια της γραφής μας δίνει ένα άριστο ψυχολογικό ποίημα. 11). «Κυρία Ελένη»: αφορά μία δασκάλα, ισχυρό αποτύπωμα στη μνήμη του ποιητή μαθητή διαβάτη / που μόνο του σχολειού αριστείο, / της σκάλας το πέρασμα./  Κάθε βηματισμός κι ένα πείσμα / προορισμός αντίκρυ, κάπου να ανταμώσουμε. Ο βηματισμός στη σκάλα, το ανέβασμα και το κατέβασμα του χρόνου ίσαμε το αντάμωμα. 12). «Σαράντα επτά»: Αναφορά στην καταμέτρηση του χρόνου από τη στιγμή της γέννησης. Μια ρυτίδα ακόμα, / να θυμίζει το πρώτο κλάμα στου γιατρού το τράβηγμα. /…. Μιας στιγμής ανάσα, / σαρανταεπτά  γυρίσματα.13). «Κυλίσματα»: Πάλι ο χρόνος πρωτοστατεί. Η μεσαία στροφή περιοδεία από την παιδική ζωή, από τον στρατό,  από τον γάμο, τη γέννηση των μωρών. Αδιάκοπα στον τοίχο του ρολογιού οι δείκτες, / στα τικ που φύγαν, στα τακ που έρχονται, / ζωή ασταμάτητα σε σπρώχνουν… 14). «Όνειρα»: Σκηνές από την παιδική ηλικία, που αποδίδονται με εξαιρετικούς στίχους. Κουκουνάρια από την ποδιά της γιαγιάς / λαμπιόνια που φωτίζουν της μάνας το χαμόγελο…. Μια μπάλα κόκκινη έβαλα στη ματιά / κι απάνω σου σκαρφάλωσα / όλο το κουράγιο της καρδιάς. 15). «Παραμιλητά»: Συννεφιά με λιακάδα η ζωή τολμά ο ποιητής να αναφωνήσει. Η εικόνα ενός μεσήλικα που σέρνει ποδάρια προς τα γεράματα / σε ένα χαμαιτυπείο υπόγειο / κάπου Πατησίων γωνία./ Κοιτάζει σαν πεντάχρονος την Ακρόπολη / με τις σκιές παραμιλώντας. Εικόνα ερημιάς με τις σκιές του παρελθόντος. 16). «Γιρλάντες»: Το θέμα επανέρχεται με τις διακυμάνσεις του χρόνου. Αλλιώς την εξέλιξη φανταζόσουν./ Πριγκιπόπουλο που όλα θα τα πετύχαινε, / μα ξέμεινε χωρίς γαϊδούρι./ Τώρα το σαμάρι μόνος κουβαλάς. 17). «Αμπάρι»: Η απομόνωση και η θλίψη κάνει τον ποιητή να βρίσκεται σε ένα αμπάρι πλοίου. Καθισμένος ατενίζω τη λάμπα, / πάνω κουνούν τα πάντα πέρα δώθε στο κύμα./ Το αμπάρι μουντά μόνη σταθεράδα αποπνέει. Τα σκαμπανεβάσματα της ζωής δεν αγγίζουν τη σταθερότητα του αμπαριού. Βογκούν του καραβιού οι μηχανές. / Πάλι στα ίδια αδιέξοδα λιμάνια / τούτο το αμπάρι θα μας βγάλει. 18). «Ίαση»: Η ειρωνεία είναι προφανής σ’ αυτό το ποίημα για τη θεραπεία που δεν καταφθάνει: πίσω από πόρτες αμπαρωμένοι./… αγιάτρευτη βουβή αλήθεια δρόμου / μεταξύ μας στο τέλος θα φαγωθούμε. 19). «Κουράγιο»: Το ποίημα αυτό απευθύνεται στην έλευση των παιδιών και Για κείνους που θέλουν το πρωί / να τους πεις πάλι καλημέρα, καταλήγοντας: Όσο το αύριο ζητά να διορθώσει το χθες, / φυτρώνει το κουράγιο, η ελπίδα. 20).  Στον «Συνοδοιπόρο» ο ποιητής προστάζει μάλλον ανέλπιδα: Δώσ’ μου το χέρι, βάσταξε το δικό μου / τον δρόμο πάλι να πορευτούμε / δροσιά στην ντάλα της αποηλιάς να φτιάξουμε…. Άμα ζητήσεις χάρη, θα σου την κάμω· δρόμο από τον δρόμο σου θα περπατήσω / συντροφιά ώσπου μια κορφή να βρούμε. 21). «Σερβάν»: Έπιπλο που έχει αναμφίβολα το στίγμα του χρόνου. Ο ποιητής τον επικαλείται ως υπεύθυνο των πάντων: Χρόνε τον πόνο κουρέλι της ζωής / ρετάλια που δώθε κείθε άφηνες, / συ έπλαθες εικόνες σε υγρούς τοίχους, / στις σκιές της θάλασσας, στης μνήμης την αποφορά. Στο τέλος αναφωνεί ως διαπίστωση: Βάσταξα με κόπο τούτο το σερβάν  / κι απά στη σκονισμένη του κουφαριού γυαλάδα / άπλωσα ίχνη προγονικής μετάνοιας. 22). «Ευαισθησία»: Στην ευαισθησία,  / σε αυτή την αξία θα ξεπλύνω της ζωής τα αξέχαστα / που η μνήμη δεν ξέγραψε. Η ποίηση και η τέχνη γενικά  δημιουργείται και εφοδιάζεται από την ευαισθησία. για τη ζωή που Τέχνη έγινε. Και η ανθρωπιά μέσω αυτής γεννιέται, θα συμπληρώναμε. 23). Στο ποίημα «Φαν Χοχ», ο τίτλος αφορά την προφορά  του ζωγράφου Βίνσεντ βαν Γκογκ στα ολλανδικά: «Βίνσεντ φαν Χοχ». Μια σύντομη βιογραφία, στον ζωγράφο της πινελιάς και προάγγελο για πολλούς του κυβισμού. Το φινάλε ανέντιμος κριτής / κι όσα δεν έβλεπε, τώρα, ανεκτίμητα θωρεί…. Κίτρινη την ψυχή για ποιον ζωγράφιζες, / κι όλα σου τα πορτρέτα τη δική μου άχρωμη φανερώνουν; σημειώνει ο ποιητής κλείνοντας το ποίημα με ένα παράπονο για την άχρωμη ψυχή του. 24). «Ποίηση»: Σ’ αυτό το ποίημα η Ποίηση παρομοιάζεται με μια κοπέλα που αναδύεται από μια σωρεία ειδών ρουχισμού. Στη μέση μια κοπέλα γυμνή, / με λάσπη στα στήθη / κοιτάζει γύρω της απορημένα. Η δημιουργία της ποιητικής τέχνης έχει ως απαραίτητες προϋποθέσεις την απλότητα και την ταπείνωση. Μόνο με αυτά τα εργαλεία δημιουργείται, και όχι με μάσκες, ακριβά υποδήματα, ασημένια ρολόγια, με το ίδιο το ψέμα. 25). «Άδηλο χρώμα»: Το φως σμιλεύει τον κόσμο που οραματίστηκες  σε συνδυασμό με το γαλάζιο της Δήλου, πάνω στο μάρμαρο, υλικά της ελληνικής γης, ικανά να ζήσει ο ποιητής. 26). «Μέρες  οπώρου»: Σ’ αυτό το ποίημα θαυμάζουμε την καθαρότητα των εικόνων του αποχαιρετισμού του καλοκαιριού, την αμμουδιά και την αυλή γεμάτη του κόσμου τα καλά, τις αγροτικές εργασίες, σε συνδυασμό με το αναπάντεχο πρωτοβρόχι του φθινοπώρου, τον ερχομό του οπώρου.  27). Το ποίημα «Νοέμβρης» αποτελεί μία ερωτική ευωχία, εσπευσμένη όμως, που λήγει με τους στίχους: Σε ξαναμέτρησα ως του Άι Ανδριά / βάφοντας καφετιά τα χείλη. 28). «Νήμα της ζωής»: Το θέμα του χρόνου επανέρχεται: Σαρανταοχτώ χρόνους μήνυσαν οι μοίρες. Ακολουθεί κακοκαιρία και ο ακαριαίος θάνατος στην ακμή του βίου. Αφροί άπλωσαν στην ακρογιαλιά,/ άξαφνοι παλικαριού χαιρετισμοί, / μιας άτιμης ξεδιάντροπης Κλωθώς[1] / που το νήμα ψυχρά κι άκαρδα έκοψε. 29). «Η πραμάτεια της καρδιάς»: Εδώ έχουμε την εικόνα σε παγκάκι της αγοράς / απλωμένη πραμάτεια / « βιβλία είκοσι ευρώ», για να χτιστεί ένα χαμόγελο. Αμέσως μετά, Καθισμένη μετρά τα κέρματα η ψυχή. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα 30). «Ξεθωριάσματα»: Κουβέντα και πόνος / οι καταχνιές ζαλίζουν / το χθες ξεγελά, / ξένο το σπίτι φανερώνεται. Το πίσω, το παρελθόν δεν επανέρχεται όπως είναι, έχει πια ξεθωριάσει και πρέπει.

 

Δ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Αναμφίβολα, ο Νίκος Καψιάνης είναι σημαντικός ποιητής. Η θεματική του είναι στέρεα και επίκαιρη. Τον απασχολούν, η απουσία της ειλικρίνειας στις ανθρώπινες σχέσεις, η αναζήτηση της αγάπης, η αποτυχία του δεσμού του γάμου με τους κανονισμούς που ακολουθούν, η καταφυγή στον αγοραίο έρωτα, ο παρελθοντικός χρόνος με την ακμή της παιδικής ηλικίας όπου τα οικιακά πρόσωπα έφεραν την αίγλη του παραδείσου, η σχολική ζωή, η αξία της γραφής που κηλιδώνεται με το χρήμα, το φως, το αιώνιο μπλε και το σμιλεμένο μάρμαρο και η σημασία της Ποίησης στη ζωή, θέματα του σύγχρονου, καλλιεργημένου ανθρώπου, και όλα αυτά με μια κατακτημένη στιχουργική της συμπύκνωσης, θαυμαστή και  μετάρσια. Η λυρική ποίηση του Νίκου Καψιάνη είναι ποίηση πολύτιμη και αξιοζήλευτη, που ευτυχώς δεν διαθέτει εγκεφαλισμό και εκφυλισμό της γλώσσας και μπορεί κάλλιστα να σταθεί πλάι, ή και να ξεπεράσει ακόμη πολλούς σύγχρονους ποιητές που λυμαίνονται με γνώμονα τις δημόσιες σχέσεις τη δημοσιότητα σε μια χώρα, όπως η δική μας, όπου το εκτυφλωτικό, το εντυπωσιακό και το ανερμάτιστο της γλώσσας επηρεάζει και θαμπώνει αναγνώστες και άοπλους κριτικούς.

 

 

[1] Η  Κλωθώ  ήταν η νεώτερη από τις τρεις  Μοίρες της ελληνικής μυθολογίας. Οι άλλες δύο ήταν η  Λάχεση  και η Άτροπος. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου  ήταν κόρες της Νύχτας, ωστόσο στο ίδιο κείμενο, από μεταγενέστερη ίσως προσθήκη, αναφέρονται ως κόρες της Θέμιδος και του Δία. Η Κλωθώ αντιπροσωπεύει το παρόν στη ζωή των ανθρώπων και θεωρείται η μεγαλύτερη και η σπουδαιότερη από τις άλλες δύο. Πιστευόταν ότι έκλωθε με τη ρόκα της το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου, το πεπρωμένο του, που τον συνόδευε μέχρι τον θάνατό του. Λάμβανε επίσης σημαντικές αποφάσεις, όπως το πότε ένας άνθρωπος θα γεννηθεί, και άρα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τις ανθρώπινες ζωές. Μάλιστα, η δύναμή της της επέτρεπε να επιλέγει ποιος θα πεθάνει και ποιος θα σωθεί ή θα επιστρέψει στη ζωή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top