Fractal

✔ Άγγελος Σικελιανός- Ελληνοκεντρική θεώρηση  του ποιητικού του έργου

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

 

                         “Ομπρός, βοηθάτε, να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!”

 

Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ένας από τους κορυφαίους Νεοέλληνες ποιητές. Το μεγαλεπήβολο ποιητικό του έργο αγκαλιάζει ολόκληρη την έννοια της Ελλάδας/Πατρίδας: Φύση, Λαό, Θρησκεία, Μύθους, Ιστορία, Πολιτισμό. Είχε απόλυτη “Συνείδηση της Γης, της Φυλής, της Γυναίκας, της Πίστης και της Προσωπικής Δημιουργίας. Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Λευκάδα, σ’ ένα από τα ομορφότερα ελληνικά νησιά, του δόθηκε η χάρη να ζήσει κοντά στη φύση και στους απλούς ανθρώπους. Κι από κει πήρε όλα τα στοιχεία που του χρειάζονταν για να οικοδομήσει το μεγάλο έργο. Από μικρός έστηνε το αυτί του κι άκουγε τον ήχο του νερού, το κελάηδημα των πουλιών, έβλεπε “το χόρτο πώς ανθεί, το κρίνο πώς αυξαίνει”, ήξερε τα χρώματα και τα ονόματα των πουλιών, των φιδιών, των ζώων και των φυτών, που τρέφει η γη μας. Ανάπνεε τις ευωδιές των μυριστικών φυτών και των λουλουδιών που έχουν ξεχωριστή θέση στην ποίησή του. Στεκόταν κι αφουγκραζόταν την καρδιά της ελληνικής φύσης, για να συλλάβει και το παραμικρό σκίρτημά της. Είχε αγγίξει με τα δάχτυλά του τα κάτασπρα χαλίκια του Λευκάτα, στρογγυλεμένα και γλυμμένα απ’ την αρμύρα:

“…καθάρια

τελειωμένα από το κύμα σαν αυγά περιστεριού…”

 

 

Άγγελος Σικελιανός

 

 

Η ποίηση του Σικελιανού και μέσα από τα βαθύτερα νοήματά της και πίσω από τους σοβαρούς προβληματισμούς της, μοσχοβολάει Ελλάδα, έχει πάντα τη γεύση του μελιού και του κρασιού, τη μυρωδιά του φλόμου και της ρίγανης, την καθαρότητα του νερού, την απέραντη γαλήνη, αλλά και την τρικυμιώδη μανία της θάλασσας, την αγνότητα του ξάστερου γαλανού ουρανού, τη φωτεινότητα και την αθώα ανταύγεια του άδολου ελληνικού τοπίου. Είναι ίσως ο μοναδικός ποιητής που στάθηκε σε κάθε σπιθαμή της γης μας τρεμάμενος, μυρίζοντας όπως το ζώο, ρωτώντας την κρυφά, σκάβοντας με το νου, που χώθηκε σαν το σπόρο μες στα σπλάχνα  της, που αγάπησε και ύμνησε το χώμα της και το κατάκτησε, όπως λέει ο ίδιος:

“… Ω, χώματα της γης μου,

χώμα λευκαδίτικο,

πρωτόχωμα,

τιτάνια ζύμη του κορμιού μου,

του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού.

 

Ω γη μου,

για να σε γνωρίσω μες στα σπλάχνα μου

εσταμάτησα σε κάθε σπιθαμή σου,

όλως τρεμάμενος, μυρίζοντας, ρωτώντας,

σκάβοντας

όσο που στέρεα διάφανη εγίνηκες για μένα…”

Αυτή η επαφή του με τη φύση έχει μια εφηβική δροσιά, μια ζωηράδα και μια νεανική ορμή, είναι γεμάτη φως, χαρά, ζεστασιά, ζωή:

“…Ήλιος φωτάει δεξιά ζερβά μου

από παντού με ζώνει ανατολή

και το τραγούδι μου άγριος ποταμός…”

Παντού υπάρχει διάχυτη ομορφιά και τρυφερότητα, μια λάμψη, ένας παλμός ζωής, μια μέθη, μια ιερή ένωση γης και ουρανού, μια φλόγα ζωής κι όλα κολυπμούν μέσα σ’ ένα άπλετο, ζωντανό φως. Παρακολουθεί πώς αντιδρούν τα ζωντανά, όταν νιώθουν το φως, τον ήχο, τη θερμότητα, τον κάθε εριθισμό, προσέχει την κάθε κίνησή τους, που υπακούει σε κάποια μυστική, κρυφή δύναμη, στη δύναμη του ενστίκτου. Αντικρύζει την ελληνική φύση σαν για πρώτη φορά, σαν να βγήκε μόλις από τα χέρια του Δημιουργού της:

“…Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν

εκοίταγε η σελήνη

κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα βασιλεύοντας

μες σε διπλή γαλήνη.

 

(…)Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου εδέχτηκε

ν’ αναπαυτεί λιγάκι

πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά

στη βάψη από λουλάκι…”

 

 

Δεν αποχωρίστηκε ποτέ τη φύση της Λευκάδας, ριζωμένης στο πολύβουο διάστημα του νησιού του. Η γη με τα χαμηλά φτωχικά, σπιτάκια, με τους απλούς ανθρώπους της, “…που ευώδαε σαν το λιόφυλλο, ξερό και το χορτάρι…” τον ακολουθεί παντού και πάντα και στο νου του, στην καρδιά και στην ψυχή του όλα: “…του Ιόνιου τα νησιά ευωδάγανε σαν κρίνα..!”

Στην ποίηση του Σικελιανού όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της Πατρίδας και του Ελληνισμού, είναι συνταιριασμένα, όλα βρίσκουν δικαίωση κι από παντού ξεπηδάει παλαίμαχος κι ακούραστος, κυβερνητής και διαφεντευτής, ο δουλευτής Λαός-Λαός Ξωμάχος, προστάτης και καλλιεργητής, αργάτης της γης του της ευλογημένης και ποτισμένης με τον ιδρώτα των προγόνων του:

“… Ολούθε ο ιδρομέτωπος

κυβέρναε χωριάτης.

 

Παντού ο λαός. Και λάτρεψα

και στη λαχτάρα μου είπα:

“Βάλε το αυτί στα χώματα”

κι εφάνη μου πως η καρδιά

της γης βαριά αντιχτύπα… “

Σαν τον Ανταίο, από τη γη αντλεί τη δύναμή του:

“… Βόηθα με, γη, το μόχτο σου στο μόχτο μου στραγγίζω,

σαν τον Ανταίο αν λύγισα, καθώς αυτός σε αγγίζω…”

Ο Σικελιανός πίστευε στο αίμα της ελληνικής Φυλής. Κι αυτή την πίστη του την εκφράζει με στίχους δυνατούς, αδάμαστους, θα έλεγε κανείς:

“… Μαύρο, ανεπίβατο άτι,

ω αίμα της Φυλής μου!

 

(…)Δίχως φτερά σαν πίσσα,

και σαν χελιδόνι γλήγορο κι αστραφτερό..!”

Αλλά μετά τις βιβλικές καταστροφές, που δεν γνώρισε και λίγες η πολύ

παθη πατρίδα μας, συλλογίζεται θλιμμένα ο ποιητής:

“…Έτσι βαμμένοι απ’ των παιδιών σου το αίμα

οι ποταμοί κι η θάλασσά σου

σ’ έζωσαν από παντού… “

Ο Άγγελος Σικελιανός, ο πανέμορφος στο σώμα και στην ψυχή μεγάλος Νεοέλληνας ποιητής σπούδασε τον Ελληνισμό. Η αδάμαστη πνευματική του δίψα τον έσπρωξε ως τις πηγές της γνώσης και της αλήθειας. Είχε μελετήσει εκτός από τη φύση και τη ζωή στον ελληνικό χώρο, την Ελληνική Μυθολογία, τα Ορφικά και τα ελευσίνια Μυστήρια, τη Βυζαντινή και τη Νεότερη Ιστορία, ολόκληρη την Ελλάδα, φυσική και πνευματική, μυθολογική, ιστορική και πάντα σε σχέση με τον άνθρωπο και τη μοίρα του μέσα στους αιώνες της. Μα πιο πολύ αγάπησε και σπούδασε τη Γλώσσα μας. Αφιέρωσε μια ολόκληρη ζωή για να μάθει τη γλώσσα του λαού κοντά στην πηγή της, στο λαό. Δεν προλάβαινε, λέει, να μάθει ξένες γλώσσες, δεν είχε καιρό. Είχε να μάθει Ελληνικά! Αυτή την υπέροχη γλώσσα, που σήμερα κακοποιείται και λεηλατείται βάναυσα από απαίδευτους νεόκοπους, που καμώνονται τους μοντέρνους και τους προοδευτικούς… Πίστευε στη γλώσσα και στη δύναμή της, όπως στη γη και στη φυλή. Στη γλώσσα μας που είναι μία κι αξεχώριστη και ομοούσια τριάδα: Αρχαία αλεξανδρινή και Νέα.

Το Σικελιανό τον απασχόλησε και η θρησκευτική ζωή και η πίστη του ελληνικού λαού. Η ποίησή του στο σύνολό της θα μπορούσε να παραλληλιστεί με μια Ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα. ΄Εχει τα Πάθη της και την Ανάστασή της, τα Πάθη του ελληνικού λαού και την Ανάστασή του.  Ο ποιητής είναι ταυτισμένος με το Λαό του. Σε όλες τις εθνικές περιπέτειες πάσχει μαζί με τον ελληνικό λαό. Αισθάνεται σαν ένα πονεμένο μέλος του πάσχοντα ελληνικού οργανισμού. Θλίβεται αντικρύζοντας τη ρημαγμένη μετακατοχική Ελλάδα: “Είδα ολοτρόγυρα τη γη μου /έρμη /οκνή /ένα βάλτο(…) / Απ’ άκρη σ’ άκρη,  στη γην όλη, /όλο το σήμερα φωτιά…”

Όμως τίποτα δεν χάνεται. Η Ελλάδα είναι προορισμένη να ζήσει και θα ζήσει μέσα από την Ιστορία και τον πολιτισμό της. Μέσα από τα μεγάλα έργα των ηρώων του λόγου. Είναι ο στάχυς ο ιερός της ελευσίνας, που θάβεται στη γη για να ριζοβολήσει και να βλαστήσει πάλι και ν’ αναστηθεί και θ’ ανεβεί στα γαλανά μεσούρανα ελεύθερη και δυνατή κι ωραία!Και το βλέπει κιόλας το όραμα:

“Μα ήρθεν η μέρα που οι νεκροί κι οι ζωντανοί, σιμά μου,

καθώς οι βάτοι πιάνονταν από το φόρεμά μου.

Και μοναχός μου απόμεινα στα ράκη μέσα ατός μου

κι είπα: “Καιρός και μένανε να φέξει ο σκελετός μου”….”

Στην κηδεία του Εθνικού Ποιητή Κωστή Παλαμά, όταν οι χιτλερικές μπότες και τα κανόνια όργανωναν τον τόπο και καταπατούσαν τα ιερά και τα όσιά μας, κι όλος οκόσμος έμενε βουβός μπροστά στο δράμα του Ελληνισμού, ο Σικελιανός ύψωσε το γιγάντιο ανάστημά του, αψηφώντας τη φοβέρα του κατακτητή μπροστά στο φέρετρο και βροντοφώνησε:

“Ηχήστε οι σάλπιγγες…Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε, τύμπανα πολέμου…Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! ΄Ενα βουνό

με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την ΄Οσσα,

κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,

ποιον κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

 

Μα εσύ, λαέ, που τη φτωχή Σου τη μιλιά,

΄Ηρωας , την πήρε και τη ύψωσε ως τ’ αστέρια,

μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά

της τέλειας Δόξας Του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

 

γιγάντιο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας

που τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη,

πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “ο Παλαμάς!”

ν’ αντιβογκήξει τ’ όνομά του η Οικουμένη!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,

(…)

Ηχήστε οι σάλπιγγες…Καμπάνες βροντερές

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βόγκα, παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές,

στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

 

Ο Εμφύλιος σπαραγμός που ακολούθησε τη Γερμανική Κατοχή και οδηγούσε σταθερά στην αλληλοεξόντωση τους ΄Ελληνες, τον συγκλόνισε. Πάσχισε με όλες του τις δυνάμεις να τους ενώσει και να συμφιλιώσει τα αντίθετα, ταγμένος με τον τρόπο του στην πλευρά των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου και κρίνοντας από τη σκοπιά του μοναχικού ανθρώπου. Για το Σικελιανό μόνο η Δημικρατία, η ελεύθερη, δηλαδή θέληση του συνόλου των πολιτών, είναι εκείνη που πρέπει και μπορεί να ρυθμίζει το Πολίτευμα.

Με το δικό του τρόπο πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τα ποιήματά του της περιόδου, που η Ελλάδα σύσσωμη ξεσηκωμένη, ζωντανοί και νεκροί στην αποθέωση του αγώνα της, μάχεται ολόρθη πάνω στα βουνά για την ελευθερία της, είναι αντάξια των συνταρακτικών γεγονότων:

“Δεν είναι τούτο πάλεμα στα μαρμαρένια αλώνια,

εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.

Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους

και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.

 

Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους

φωτάει με μιας ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος…

Η ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες,

-χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια-

κι είν’ οι νεκροί στο ξάγναντο πρωτοπανηγυριώτες!”

Και σε στιγμές εθνικής έξαρσης καλεί όλους τους ΄Ελληνες σ’ έναν άλλοξεσηκωμό, βλέποντας την Πατρίδα του να βουλιάζει στη λάσπη και στο αίμα και στην αδιαφορία του κόσμου όλου, μ’ ένα εγερτήριο σάλπισμα, το “Πνευματικό του εμβατήριο”. Και τους αποκαλεί αδερφούς του και αδερφούς του ήλιου. Καλεί τον απλό λαό, αλλά και τους δημιουργούς που θα βάλουν τα θεμέλια της καινούργιας Ελλάδας και θα σηκώσουν τον ήλιο, το πνευματικό της ανάστημα, τον πολιτισμό της να λάμψει πάνω από την οικουμένη όλη:

 

“Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα,

ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

‘Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,

ομπρός, ομπρός κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

 

Ομπρός, οι δημιουργοί! Την αχθοφόρα ορμή Σας

στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!

 

[……….] Ομπρός, συντρόφοι,

βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!”

 

 

 

Χίος, 1970, Παλαιό Φάληρο,  Ιούλιος,  2020

 

 

____________________

* 1. Μέρος ομιλίας μου με τίτλο “Ελληνοκεντρική θεώρηση του ποιητικού έργου

του Άγγελου Σικελιανού. Πρωτοδιαβάστηκε στη Χίο (1970) σε εκδήλωση του Συλλόγου

Δασκάλων και Νημιαγωγών Χίου, στην Εστία Νέας Σμύρνης (1987), στο Δημοτικό θέατρο

Πειραιώς (1988), παρουσία της κ. Άννας Σικελιανού, κ.α. σε εκδηλώσεις για τον ποιητή.

 

2. Με τίτλο: “Η ελληνοκεντρική θεώρηση στο ποιητικό έργο του Άγγελου Σικελιανού, δημοσιεύθηκε στην Τρίμηνη περιοδική έκδοση Εστίας Νέας Σμύρνης, τ. 53-54, 1988.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top