Fractal

Αργή, επώδυνη ενηλικίωση, ενώ μικρόκοσμοι καταρρέουν και οι διπλανοί παραμένουν άθικτοι

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

 

«Αδελφικό», Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο

 

Στη μνήμη, όλα συμβαίνουν με μουσική υπόκρουση 

ΤΕΝΕΣΙ ΓΟΥΙΛΛΙΑΜΣ, Γυάλινος Κόσμος

 

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον βιβλίο αργής, επώδυνης ωρίμανσης των ηρώων του, μετά τις ψευδαισθήσεις λαμπρού μέλλοντος με τις οποίες μπολιάστηκε η γενιά τους, στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα.

Η οικονομική κρίση που άλλαξε την κοινωνική δομή σε όλο το φάσμα της ζωής έπληξε βαθύτερα τους νέους επιστήμονες που είχαν επενδύσει σε ένα μέλλον που δεν υπήρχε πλέον. Αντιμετωπίζουν με αμηχανία το παρόν, αφού στο παρελθόν τα είχαν όλα, ακόμη και υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον, υποσχέσεις που διαψεύστηκαν, πριν καταφέρουν να ωριμάσουν ώστε να αντιμετωπίσουν με νηφαλιότητα τις ζωές τους.

«Μόνο όταν έφυγα από το σπίτι μου κι άρχισα να ζω ανθρώπους […] κατάλαβα ότι οι περισσότεροι έπαιρναν τη ζωή όπως ερχόταν. Στη δική μας οικογένεια όλα ήταν ζητήματα υψίστης σημασίας.[…] Ο μπαμπάς ήταν ο πιο επιρρεπής και το άγχος που τον κατέτρωγε ύπουλος τερμίτης-δυο μεγάλες δαγκωνιές και το ένα πόδι του οικογενειακού μας τραπεζιού έσπασε. Η πρώτη ήταν τα λεφτά που έχασε στο χρηματιστήριο[…] Η δεύτερη ήταν το γκρέμισμα του παράνομου εξοχικού στα Κερδύλια, που το’ χε χτίσει ο ίδιος τούβλο- τούβλο…»

Οι οικονομικές ανακατατάξεις υπήρξαν συγκοινωνούντα δοχεία για περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις, που δεν άφησαν αλώβητη την ψυχολογική κατάστασή τους.

«Μια μεγάλη εποχή είχε τελειώσει και μια μικρή είχε αρχίσει, κι εμείς είχαμε ξεμείνει τυχεροί ή άτυχοι δεινόσαυροι που διασώθηκαν, να κοιτάμε απορημένοι τον καινούργιο κόσμο γύρω μας θέλοντας πίσω τον παλιό».

Ο Γιώργος Μελισσινός, από αστική οικογένεια της Θεσσαλονίκης, ακολουθεί με παραινέσεις της μητέρας του την Ιατρική, θαμπωμένος από τη ζωή του θείου και αδελφού της, Κίμωνα, ευκατάστατου γιατρού. Η μητέρα ψυχρή, τυπική νοικοκυρά, απογοητευμένη που εγκατέλειψε τις σπουδές ιατρικής εξαιτίας του γάμου. Ο πατέρας του πετυχημένος δημοσιογράφος ζει ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς από τον γάμο, συμπαρασύροντας και τον κουνιάδο του. Μέσα σ’ αυτό το οικογενειακό πλαίσιο μεγαλώνει ο Μελισσινός, διερωτώμενος για την κατάληξη της αγάπης.   Γοητεύεται από τους λογοτεχνικούς κύκλους του πατέρα, ανάμεσα στους οποίους ο γνωστός ποιητής Νταγιαντάς  και ο νεώτερος Δημήτρης, αναρωτιέται συχνά πως θα ήταν η ζωή του ως καλλιτέχνη, αλλά τελικά επιλέγει την Ιατρική. Εμμονικά σχεδόν παρακολουθεί τη Μάρω, φοιτήτρια, από μακριά, με την πεποίθηση ότι κάποτε θα διασταυρωθούν οι δρόμοι τους.

Χειρουργός πλέον στο αφηγηματικό παρόν του βιβλίου προσπαθεί να ξεπεράσει τον χαμό ενός ασθενή του, για τον οποίο θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο.

«… ο κόσμος βούιζε στους δρόμους, χαρούμενος ζωντανός, όπως ήμουν κάποτε εγώ, αλλά περιμένετε και θα δείτε, θα την πάθετε κι εσείς, κανείς δεν βγαίνει αλώβητος, όσο κι αν νομίζετε ότι βρίσκεστε τώρα στην κορυφή του κόσμου…»

Επηρεασμένος από τα γραπτά του ασθενή, εγκαθίσταται στο χωριό Αδελφικό-  μέρος που “προσφέρει λήθη” – του νομού Σερρών, πολύ κοντά στην πόλη, στης οποίας το νοσοκομείο εργάζεται. Τον παρηγορεί η μουσική pop και rock που του θυμίζει την περίοδο της ανεμελιάς, και ο κινηματογράφος στη σκοτεινή αίθουσα του οποίου λιγοστεύει ο πόνος του.  

 

Κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά 

 Είσαι κείνο που γλίτωσε απ’ τα σκάγια» 

(Δ.Π. Παπαδίτσας, “Χαμηλοφώνως”)

Η Μάρω Αμπατζή γεννημένη στις Σέρρες φθάνει στη Θεσσαλονίκη ως φοιτήτρια, πικραμένη από τον θάνατο του εξάδελφου- ποιητή, Δημήτρη. Μαγεύεται από τα φώτα και τους ήχους της πόλης αλλά με το τέλος των σπουδών την εγκαταλείπει. Εγκαθίσταται στην Αθήνα και εργάζεται ως διορθώτρια σε εφημερίδα. Απογοητεύεται από τη μοναξιά και τη λύνει με μία λάθος επιλογή- διαπίστωση εκ των υστέρων. Στην Αθήνα έρχεται και ο μικρότερος αδελφός της Βασίλης που παρασύρεται στο ποτό από τον σύντροφό της. Με παρέμβαση της όμορφης μητέρας της, χήρας πλέον, ο Βασίλης επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα, ο σύντροφος  εκδιώκεται και η Μάρω βρίσκεται με ένα μωρό, σχεδόν ανήμπορη να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της υποχρέωσης απέναντί του, της αγάπης και φροντίδας που του οφείλει.

Λάτρης της ροκ μουσικής, που διατρέχει όλη την αφήγηση, σοκάρεται τόσο την ημέρα του θανάτου του Ντέιβιντ Μπόουι, που παίρνει μαζί με το μωρό τους δρόμους αφήνοντας ανοιχτό το μάτι της κουζίνας. Όταν επιστρέφει, το διαμέρισμά της καταστρέφεται από πυρκαγιά. Οι ελάχιστοι νέοι φίλοι δεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν ουσιαστικά, μοναδική λύση η επιστροφή στις ρίζες, ως αποδημητικό πουλί.

Η μητέρα της ήδη αφήνοντας την πόλη εγκαταστάθηκε στο εγκαταλειμμένο πατρικό της, στο Αδελφικό. Εκεί εγκαθίσταται και η Μάρω, σαν να την καλεί ο γενέθλιος τόπος ξανά.

«Μπήκαμε στον νομό. Τα βουνά που άλλοτε μου ‘κλειναν τον δρόμο τώρα άνοιγαν για να περάσω. Πίσω τους κρυβόταν η πόλη που με γέννησε, που με μεγάλωσε, που με τα πολλά μ’ άφησε να φύγω κι ύστερα με εκβίαζε συναισθηματικά να γυρίσω και να την αγαπήσω ξανά».

    

 

 

Η συνάντηση με τον Μελισσινό μοιραία, ο ίδιος προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα, της παράξενης, άλλοτε αδιάφορης και άλλοτε κυνικής συμπεριφοράς της Μάρως.

«Ως τα τριάντα πέντε δεν είχα καταφέρει τίποτε αξιοσημείωτο και ύστερα πήγα κι έκανα παιδί για να βεβαιωθώ ότι δεν θα κάνω τίποτε αξιοσημείωτο ούτε τα επόμενα τριάντα πέντε, χα-χα».

Και οι δύο προσπαθούν να βρουν λύση στις αγωνίες τους με την ψευδαίσθηση ότι το ερημικό χωριό με τα πολλά λωτοφόρα δέντρα θα τους προσφέρει τη λησμονιά.

Θα μπορέσει άραγε το Αδελφικό, το οποίο ανασηματοδοτείται προς το τέλος της αφήγησης, να δώσει λύσεις στα προβλήματα των δύο νέων ή απλά εκεί θα δοκιμασθούν τα όρια των αντοχών τους  για μια νέα αρχή;

Και οι δύο δοκιμάζονται από τον απόηχο των αναμνήσεων των νιάτων τους, από τις απώλειες που καραδοκούν, αναγκάζονται σε μία αργή αλλά βίαια, πραγματική ενηλικίωση για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν. Προσπαθούν να ξεχάσουν αλλά και να θυμηθούν, να δεχθούν τον πόνο και την απώλεια ως μία αναπόφευκτη ανθρώπινη συνθήκη. Να ζήσουν κάτω από την υπάρχουσα πραγματικότητα ξεχνώντας το “τι θα γινόταν αν …” ερώτημα που βασανίζει και τους δύο.

Η αφήγηση της Τζανάκαρη, ζωντανή και κινηματογραφική, σφύζει από εικόνες και ήχους της ζωής των νέων εκείνης της περιόδου. Πραγματεύεται συγχρόνως τη χαρά της ζωής και την αντιμετώπιση της απώλειας, το λάθος και την επανόρθωση, την πληγή και την επούλωση, τη μνήμη και την προσπάθεια λησμονιάς, το χαμένο όνειρο και την ανάγκη επιβίωσης των ηρώων, ως absolute beginners, σαν το τραγούδι του Μπόουι, χωρίς μελοδραματισμούς.

Το Αδελφικό ένα πραγματικό χωριό, είναι συγχρόνως και ένας συμβολικός τόπος επινόησης της συγγραφέως, όπου συγκλίνουν οι δύο διακριτές αφηγηματικές φωνές των ηρώων, για να ριχτούν από κοινού στην αρένα της ζωής.                     

 

                                                          

 

Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και μετάφραση-μεταφρασεολογία στην Αθήνα. Με το πρώτο της βιβλίο 11 Μικροί φόνοι, ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave(2008) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Τζόνι και Λούλου (2011),  ένα βιβλίο για παιδιά ( ΄Ενα δώρο για τον Τζελόζο 2013) και η συλλογή διηγημάτων  Η καρέκλα του κυρίου ΄Εκτορα( 2014), όλα από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως μεταφράστρια, έχοντας μεταφράσει Virginia Woolf (Bραβείο Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών Λογοτεχνίας για το: Ένα δικό της δωμάτιο). Ian Rankin , Stuart Neville, Shirley Jackson, Emily St.John Mandel κ.α.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top