Fractal

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο εργαστήρι του συγγραφέα

Γράφει η Ελένη Γκίκα//
Φωτογραφίες: Τάκη Σπυρόπουλου //

 

Βραβευμένος συγγραφέας μικρών κειμένων και σχεδόν ταυτισμένος με τους συγγραφείς που μεταφράζει, ο Αχιλλέας Κυριακίδης φαίνεται να κρατά τα κλειδιά της ανθρώπινης «Κωμωδίας».

 

ax1

 

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι κάπως… αναγεννησιακή περίπτωση. Για πολλούς, «ο μεταφραστής του Μπόρχες» -βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης το 2006, με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης το 2007 και με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας το 2009. Για άλλους, ο σκηνοθέτης (και σεναριογράφος) επτά ταινιών μικρού μήκους και ο σεναριογράφος τριών μεγάλου μήκους. Και για όλους εμάς, ο συγγραφέας με τους φανατικούς αναγνώστες των -εννιά- έργων του: Από το «Ο πληθυντικός μονόλογος» (1984), μέχρι την «Κωμωδία» (2010) από τις εκδόσεις Πόλις, ο μετρ της μικρής φόρμας, ο αλληγορικός, φωτεινά σκοτεινός συγγραφέας.
Η διαδικασία γραφής του ανοργάνωτη… σαν ζωή: «Ο τρόπος με τον οποίο γράφω δεν έχει διόλου να κάνει με οργανώσεις χώρου, διευθετήσεις χρόνου, προκατακλυσμιαίες προφυλάξεις και άλλες ρυθμίσεις, παρά με ορμέμφυτες διαδικασίες, με τη σχεδόν ενδοκρινή δημιουργία ενός είδους κάλυκα, θήκης, κάτι σαν κουκούλι, μέσα στο οποίο αυτή η περίφημη “ιδέα για ένα διήγημα” θα περάσει τη συνήθως μακρόχρονη νυμφική της φάση: Στον δρόμο, στο αυτοκίνητο, στην παύση ανάμεσα σε δύο μουσικές, στον πρώτο ύπνο. Κι ύστερα, όταν έρθει η ώρα, πιάνω μολύβι και χαρτί, διαλέγω ένα καφέ, το πιο πολυσύχναστο (ποτέ δεν ήθελα το περιβάλλον μου αποστειρωμένο απ’ την ανθρώπινη φωνή), κι αφήνω να ξετυλιχτεί μπροστά μου η φαντασμαγορία της έκδυσης. Καίτοι έχω συχνά την αίσθηση ότι όλο αυτό διαδραματίζεται σχεδόν ερήμην μου, εξίσου συχνά διακατέχομαι και απ’ τη βεβαιότητα ότι, τελικά, δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδόμυχο, πιο πεισματικά και εγωιστικά ιδιωτικό απ’ την καλλιτεχνική πράξη».

Η μικρή φόρμα, σαφώς εμμονή του: «Μέσα σ’ αυτή την αγχωμένη και αγχώδη δημογραφική έκρηξη των αφηγηματικών μεγαθηρίων», υποστηρίζει, «το διήγημα, με τη χαμηλόφωνη, ταπεινή και σεμνή αισθητική του της “μονοκατοικίας” διασφαλίζει, αν μη τι άλλο, τη διατήρηση μιας οικολογικής ισορροπίας. («Δεν μπορώ πια να διαβάσω μυθιστόρημα , χάνομαι…» φέρεται ειπούσα η Μαρία Κοντάμα στον Μπόρχες, για να πάρει την απάντηση: «Και πώς να μη χαθείς… Τόσος κόσμος!») Σ’ αυτόν το συνωστισμό, το διήγημα αντιπαρατάσσει τη φειδωλή της μίας και μόνης ιδέας που αναπτύσσεται “ως εκεί όπου φτάνει το πάπλωμα”, ενώ το μυθιστόρημα ξεκινάει από μια ιδέα που ο ίδιος κυκλοθυμικός θεός της μυθοπλασίας την έχει ευλογήσει ν’ αυξάνεται και να πληθύνεται, αλλά και την έχει καταραστεί ν’ αυτοαναπαράγεται “εν τω ιδρώτι του προσώπου” της».

Με τον πλέον αλλόκοτο τρόπο γράφτηκε, όπως παραδέχεται: «Η νουβέλα “Κωμωδία”. Η τελευταία λέξη του πρώτου μέρους γράφτηκε τον Αύγουστο του 2009, σε μια παραλία της Μυκόνου, ακολούθησε ένας μακρύς χειμώνας αναζήτησης του «κλειδιού» που θα μου άνοιγε την πόρτα της συνέχειας, και η πρώτη λέξη του δεύτερου και τελευταίου μέρους γράφτηκε τον Αύγουστο του 2010, στην ίδια παραλία!».

 

ax2

 

Και όσο για τη σχέση συγγραφής- μετάφρασης: «Παραθέτω, δίκην απαντήσεως, κάποιους… μεταχειρισμένους σχετικούς αφορισμούς μου: 1. Κάθε πνευματική και καλλιτεχνική εργασία είναι μοναχική• στη μεταφραστική, πάντως, έχεις και μια «φωνή» να σου κρατάει συντροφιά. 2. Η μετάφραση είναι σαν τον έρωτα ή τον φόνο: Χρειάζονται τουλάχιστον δύο. 3. Ο μεταφραστής πρέπει να είναι ο ίδιος συγγραφέας, πρέπει να ξέρει τι κοστίζει η μάχη με την ίδια σου τη γλώσσα. 4. Δεν θα με τιμούσε και πολύ αν κάποιος διατεινόταν ότι με αναγνώριζε πίσω απ’ τη μετάφραση οποιουδήποτε κειμένου, ενώ κάτι τέτοιο θα με κολάκευε αν είχε να κάνει με έναν συγκεκριμένο συγγραφέα• αν, δηλαδή, με αναγνώριζε πίσω απ’ τη μετάφραση, λ.χ., ενός ανησυχητικού διηγήματος του Μπόρχες ή μιας ανήσυχης ακροβασίας του Περέκ».
Δημοσιεύθηκε στο Ρεπορτάζ του Έθνους 17/5/2012

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top