Fractal

Αχερουσία η θάλασσα (είναι η οδύνη που κρατάει τις σκιές στα εγκόλπια των γλάρων)

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου, “Αχερουσία η θάλασσα”, εκδόσεις Γκοβόστη, 2019

 

Πώς από την Αχερουσία (όνομα) λίμνη φτάσαμε στην αχερουσία (επίθετο) θάλασσα; Θάλασσα  λαμπερή, στραφταλίζουσα, ιδωμένη Ελυτικά. Άλλοτε  μαύρη, αχερουσία, θανατηφόρα, σκοτεινή, αφού στο βυθό της κείτονται πολύτιμα πολιτισμού μνημεία και έχουν χωνευτεί αμέτρητα σώματα πνιγμένων. Θάλασσα κόκκινη και μαύρη, από το σκούρο αίμα των νεκρών στις ναυμαχίες, στις πειρατείες, στα ατυχήματα και τώρα στις ανεπιτυχείς προσπάθειες εξόδου των προσφύγων. Πρόκειται κυριολεκτικά για θάλασσα ή μεταφορικά, με εκείνη την άλλη της σημασία, που είναι τόσο ισχυρή, ώστε να της αλλάζει γένος; Μιλάω για τη θάλασσα-χρόνο φυσικά. Τον χρόνο στην ολότητά του αλλά και επιμερισμένο, ως χρόνο ιστορικών περιόδων. Ή είναι αφηρημένα εκείνη η θάλασσα του Οδυσσέα, που σε χωρίζει απ’ όσα θέλεις και ποθείς; Μήπως θάλασσα είναι η ίδια η κοινωνία; Το κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό σύστημα; Ο «πολιτισμός»; Ή μήπως η ίδια η ζωή;

 

Ό,τι κι αν είναι, γιατί αχερουσία; Γιατί να την προσδιορίζει αυτή η λέξη, η οποία προέρχεται από το αρχαίο «αχέω» που σημαίνει λυπάμαι, θλίβομαι, θρηνώ, πονώ, εξ ου και το «άχος»; Η θλίψη του θανάτου; Της απώλειας; Των εμποδίων; Της αναγκαστικής στασιμότητας; Του αμείλικτου χρόνου; Του φόβου πως αν επιχειρήσεις να τη διαβείς, θα εξαφανιστείς στα σαγόνια της; Του πόνου της ύπαρξης; Των χαμένων ονείρων; Των κάθε λογής ανεκπλήρωτων; Της θανατερής παγωνιάς, του εγκλωβισμού;

 

Το παζλ δυσκολεύει αν σταθείς στο υπέροχο εξώφυλλο. Μια σφαίρα, η γη (ή η σφαίρα της διάρκειας μιας ζωής), στροβιλίζεται με ομόκεντρους κύκλους οι οποίοι μπορεί να είναι και σπειροειδείς περιφορές, κάτι που επίτηδες παραμένει ασαφές. Χρώματα θερμά, ελπιδοφόρα, γήινα και θαλασσινά. Συμπαρασύρεται περιστροφικά η τάξη των πραγμάτων, έξω από καλοκαμωμένα περιγράμματα σπιτιών. Κλειστών. Περιχαρακωμένων. Χωρίς παράθυρα και πόρτες. Διακριτικά ακίνητη η φιγούρα ενός σκυφτού ανθρώπου, πιθανότατα γυναίκας, η οποία πιθανόν να αναλογίζεται τα τακτοποιημένα και ασφαλή σπιτικά που υπάρχουν γύρω της. Κι ας τα σημαδεύει η μοναξιά, η σιωπή. Είναι αυτά που καλείται να εγκαταλείψει ή αυτά που προσδοκά να βρει, διαβαίνοντας την αχερουσία θάλασσα;  Ούτως ή άλλως, το εμβληματικό εικαστικό του εξωφύλλου, χαράσσεται ευθύς εντός σου.

 

Πολλά τα ερωτήματα ήδη κι αυτά μόνο από τον ευρηματικότατο τίτλο της πρόσφατης, όγδοης κατά σειρά ποιητικής συλλογής του Βαγγέλη Τασιόπουλου, από τις ιστορικές εκδόσεις Γκοβόστη. Το ενδιαφέρον αυξάνει λαμβάνοντας υπόψη και την πολύχρονη πορεία του ποιητή στην εκπαίδευση αλλά και το χάρισμα της ευαισθησίας, το οποίο του έχει δοθεί και το αντιδωρίζει με τη διδασκαλία του, τον ποιητικό του λόγο αλλά και με τα εννέα βιβλία για παιδιά που έχει εκδώσει ως τώρα, πράγμα αξιομνημόνευτο.

 

Τι τρέχει λοιπόν με τη συλλογή αυτή; Μήπως είναι σύνθεση (εκεί προσανατολίζομαι) και όχι συλλογή; Τι μυρωδιά έχουν οι λέξεις της; Πώς ακούγονται στη βραδινή σιγαλιά του μυαλού μας; Λυρικά, υπάρχει από τα πριν υπαινιγμός, και μάλιστα αποφθεγματικός*:

 

[Οι στέρνες κρατούν στο φιλιατρό τις μυρωδιές και την ηχώ της νύχτας].

 

Τούτη η στέρνα, τούτο το βιβλίο, είναι γεμάτο από ποιητικό νερό, στο οποίο είναι καλά διαλυμένα πάρα πολλά σύμβολα. Κάποια από αυτά, αποκαλύπτονται μόνο μετά από το σπάσιμο του κρυπτογραφικού τους κώδικα, με τον οποίο τα έχει θωρακίσει ο ποιητής. Τα ποιήματα, αποτελούνται  ακόμα από ρευστή, άυλη αγγέλων σάρκα, η οποία προηγείται χρονικά της ίδιας της ύπαρξής της, κάτι που ομολογείται ακρυπτογράφητα:

 

[Με αφορμή ένα στίχο που δεν γράφτηκε ποτέ,

αλλά εκκρεμεί από πάντα

στο δισυπόστατο εκμαγείο αναταράζω τα επικείμενα υλικά

κι απομυζώ τη σάρκα των αγγέλων].

 

Βαθιά κοινωνική, ανθρωπιστική ποίηση, μπαίνει στα έγκατα της ψυχής του ανθρώπου. Στην αχερουσία θάλασσα, η οποία εκτείνεται από τις ακτές του συνειδητού ως τον αχαρτογράφητο βυθό του υποσυνείδητου, αναδυόμενη στη συνέχεια, με κόπο μεν λόγω του βάρους της αποκτηθείσας γνώσης, αλλά με αποφασιστικότητα, για να μιλήσει μετά τις πρώτες εισπνοές και να μοιραστεί, τις εμπειρίες της.

 

Δεν είναι μόνο «το ταπεινό αντίδωρο, η οφειλή του ποιητή στους πρόσφυγες», καθώς αναγράφεται στο οπισθόφυλλο. Δεν είναι μόνο η φωνή των διωγμένων, των ξεριζωμένων, των πνιγμένων. Ούτε μόνο η φωνή των παιδιών που ρωτάνε «γιατί». Μήτε μόνο η φωνή των απογοητευμένων, καθώς αντικρίζουν για πολλοστή φορά την κόλαση, στη γη της πλασματικής επαγγελίας.

 

Βαγγέλης Τασιόπουλος

 

 

Είναι το «ταπεινό αντίδωρο» των λέξεων, στης Ποίησης τα γυμνά, ματωμένα πόδια. Είναι οι ανάσες του ποιητικού υποκειμένου στο παγωμένο της κορμί. Το χέρι του, στη βιασμένη της κοιλιά. Το φως των ματιών του, που μετουσιώνεται από λέξεων φως, σε ποίησης άχραντο φως.

 

Οι ποιητικές εκπνοές, ζεστές. Αφορούν στον θάνατο, στον πόνο, στη μοναξιά, στη μνήμη, στον χρόνο, στα αδιέξοδα, στο ψεύτικο πρόσωπο του λεγόμενου πολιτισμού, στη φτώχια, στα δήθεν, στην προσφυγιά, στην υποκρισία, στην αδίστακτη εξουσία. Γιατί ο διωγμός και ο πόλεμος, δεν γεννιούνται από μόνα τους. Αλυσίδες γεγονότων, αιτίων, επιδιώξεων, αστοχιών σε βάθος χρόνου, έχουν οδηγήσει στην καταστροφή. Παρθενογένεση, ούτε εδώ υπάρχει.

 

Τα ποιήματα; Είναι φιλιά ζωής, στον σχεδόν πνιγμένο αναγνώστη.

Σπορά ελπίδας. Αναζωπύρωση της υποψίας ότι δεν πρόκειται για χίμαιρα, αυτό που ορισμένοι ποιητές και κάποιοι μοναχοί, βλέπουν καθαρά:

 

[Η ανθοφορία στα χυμοτόπια της ευδαιμονίας είναι διαρκής].

 

Είναι η υπόσχεση ότι*

 

[Στα ανοιχτά παράθυρα πάντοτε πρωταγωνιστεί η ευτυχία].

 

Η προσμονή της ώρας όπου επιτέλους*

 

[Η ομορφιά παρελαύνει και δεδικαίωται].

 

Είναι η αντίσταση, η απόδραση, η δύναμη ν’ αντέξεις, με τη βοήθεια του «μαζί»:

 

[Η πολιτεία λούφαζε στ’ ασθενικά της φώτα

καθώς εκείνη φώλιαζε στην τρυφερή φωλιά του].

 

Όλα από τη θάλασσα της ζωής, στη στέρνα μιας ποιητικής (και όχι μόνο) θεώρησης της ζωής και από κει, πάλι για τη θάλασσα, ώσπου το αλάτι να διαλύσει τα πάντα και όλα να γίνουν αλάτι.

Εν τω μεταξύ εμείς,

 

[Χαμένοι έτσι κι αλλιώς, διαθέσιμοι τραγανίζουμε τα ξύσματα

της παλαιάς ευημερίας των ανθρώπων]

 

γιατί σφυρίζοντας αδιάφορα, ξεχνάμε πως*

 

[Κανείς δεν σκέφτηκε ποιοι μένουν στις καλύβες,

ποιος θάνατος τους έχει χρεωθεί

κι ο δίγαμος εταίρος αδημονεί για το φαιδρόν

της εικασίας].

 

Η ένδεια, η ανέχεια, παντού. Για κάποιους, πουθενά. Με Ελιοτικό τρόπο, συγκλονίζει η διαπίστωση ότι

 

[είναι οι άνθρωποι ερημιά κι ο τόπος κρύος].

 

Τι έμεινε;

 

[Μείνανε τ’ αρχαία μάρμαρα

κοιτώνες ακριβοί των ερπετών].

 

Για όσους κάνουν το λάθος να επιστρέψουν, εκτός από τα μάρμαρα, μόνο το φως, η θάλασσα, τα ξωκλήσια και οι πέτρες έχουν μείνει ίδιες. Η επιστροφή; Επώδυνη*:

 

[Ό,τι κερδίσαμε απ’ τα έργα μας οι γηγενείς που

σπάζανε τ’ αγάλματα στο φως του ήλιου

ευγνώμονες κι υποτελείς μη ξέροντας.

Η επιστροφή ποτέ δεν είναι ανώδυνη].

 

Ίσως μόνο ορισμένες λέξεις, έμειναν πιστές του (ελληνικού) φωτός θεματοφύλακες*:

 

[Κάπου εκεί οι φανοστάτες

παραφυλάνε το δίκαιο των τρένων].

 

Οι αβεβαιότητες πολλαπλασιάζονται

 

[γιατί αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή

και τα δελφίνια λίγα]

 

και παρά τη ντυμένη με στρας εικονική πραγματικότητα, όταν σβήσουν οι προβολείς αποκαλύπτεται ότι

 

[… τα μεσάνυχτα οι μπαλάντες είναι σκοτεινές

δεν λάμπει ο βούρκος].

 

Κι εσύ; Στον τόπο σου, στον ξένο πια αυτόν τόπο, θυμάσαι τα λόγια του παππού σου, σε δεκαπεντασύλλαβο, και κλαίς:

 

[πώς να μιλήσεις για πουλιά και μοναξιά στα ξένα];

 

Το σύστημα σε προτιμά νεκρό. Με κάθε τρόπο. Κυριολεκτικά ή ζωντανό νεκρό, έτσι σε θέλει. Γιατί*,

 

[Οι νεκροί

πιάνουν καλύτερες τιμές στην αγορά

δεν έχουν βάρη κι επιπλέον δεν διεκδικούν].

 

Δεν σταματά φυσικά εκεί. Παρεμβαίνει πρώτα πρώτα στην πληροφόρηση.

Η είδηση, είναι επιλεκτική, φιλτραρισμένη, χειριστική. Μετά, καταστρέφει την ιστορική μνήμη ή τη μεταλλάσσει κατά το εκάστοτε δοκούν*:

 

[Είναι παιδιά τι να θυμούνται

Από τα κρεματόρια].

 

Αλλοιώνει την Ιστορία και τη φυλάσσει σε κονσέρβες με συντηρητικά, τα οποία είναι ταυτόχρονα και αδρανοποιητικά*:

 

[Η ιστορία δεν ευτύχησε τις μέρες μας

αποστειρώθηκε, αποστεώθηκε, συντηρήθηκε και

Προστατεύτηκε για το μέλλον].

 

Πώς να αμυνθείς, όταν σου εμφυσήθηκε να*

 

[έχεις τη διάθεση να ζεις με βεβαιότητες

τις πυκνές συνταγές του ορισμένου];

 

Η πραγματικότητα τραγική*

 

[Ευάλωτος στο χρόνο των άλλων

καλλιεργείς νυχθημερόν

σε συνθήκες συνομηλίκων

εξετάζοντας παράλληλα

το ενδεχόμενο της διαφυγής].

 

Εκείνοι, αδίστακτα συντηρούν και θωρακίζουν την παραμονή τους στην εξουσία, με κάθε τρόπο. Οι μάσκες τους, είναι προϊόντα λεσβιακής συνεύρεσης τέχνης και επιστήμης. Τους ξεγελούν σχεδόν όλους (εκτός από κάποιους ποιητές, καλή ώρα):

 

[Μικρό παιδί και ήξερε πως λίγο πιο κει η άλλη άκρη

με μάρμαρα ντυμένη κι αρμυρίκια γαλήνευε το νόθο τέλος

όταν νεκρά κρατούσανε τα πρόσωπα οι μάσκες].

 

Για να βγάλεις νόημα, μπορείς να καταφύγεις στη συσχέτιση του προσωπείου που κάποιος έχει επιλέξει (ή έχει από εκείνο επιλεγεί), με το τι θέλει να κρύψει. Μπορείς ακόμη να προβλέψεις κάποιες  κινήσεις του, βάσει των χαρακτηριστικών της μάσκας που καλύπτει το πρόσωπό του. Ο ποιητής προτρέπει:

 

[Τις μάσκες, όχι τα πρόσωπα που συνωστίζονται

στα καταστρώματα να βλέπεις].

 

Γιατί, οι πράξεις των ανθρώπων, πηγάζουν από τις εκάστοτε προσωπίδες (που φορούν) και οι συμπεριφορές τους, είναι πάντοτε σύμφωνες με τους ρόλους που εκείνες επιβάλλουν, αφού με το που τις βάζουν, ευθύς τους  αναλαμβάνουν.

Η εξοικείωση με τα χαρακτηριστικά της μάσκας, μπορεί να είναι τόσο πειστική, τόσο παραπλανητική, που εκτός από αυτούς τους ίδιους που τη φοράνε, πείθει ακόμα και τους απελπισμένους, οι οποίοι πέφτουν στην παγίδα, ενώ οι μασκοφορεμένοι, ασυγκίνητοι και παγεροί (πλουτοκράτες, στρατοκράτες, κυβερνώντες, πολιτικοί, ιερατεία, εξουσιαστές, …),

 

[έτσι διαλέγουνε τις συνιστώσες, μαθαίνουν τα περάσματα,

γίνονται κληρονόμοι, φροντίζοντας το τι θα πουν γιατί

ακολουθούν απελπισμένοι…

Το κραταιό απότοκο τους κυνηγά, η περιουσία τους

ό,τι εκτιμήθηκε και προσαρτήθηκε στο ευγενές αξίωμα].

 

Ιδού η σημασία της ύπαρξης των ποιητών. Μόνο εσύ ποιητή, μόνο εσύ

 

[Κρατάς στο φως συντρίμμια της ιστορίας το εφήμερο κλέος ό,τι υποψιάζονται και δεν ομολογούν οι μιθριδάτες].

 

Όπως ο Κάλβος, αξιώθηκες κάποτε να πατήσεις τον βράχο, τον προορισμένο για σε:

 

[Φιλεύσπλαχνε ιερέα, ακροατή στο

Ερέχθειο που κράτησες της

Ερωμένης σου το χέρι και τώρα

Παίζουν κρυφτό τα χελιδόνια στο σηκό.

Έτσι πλουτίζεται ηδυπαθώς

Το αμάλθειον της μοίρας].

 

Εσύ ποιητή, στη γλώσσα στρατευμένε, αδέσμευτε, με τόλμη κι αρετή (κατά πώς δίδασκε Εκείνος), σημαίνεις. Δίνεις κουράγιο. Αψηφάς ακόμα και το ότι εσύ κι ο διπλανός σου, έχετε να περάσετε τη θάλασσα, να βγείτε απέναντι, με τον θάνατο να καραδοκεί. Θ’ αντέξετε να βγείτε στην ακτή; Μετά, ψωμί και νερό, το ξέρετε, σας φτάνει. Το δύσκολο είναι να περάσετε την άβυσσο, που στέκει

 

[Αχερουσία στολισμένη με λωτούς,

μαύρη σταφίδα κι αρμυρό ψωμί για πρώτη ανάγκη].

 

Αρχικά

 

[ελπίζεις την επιείκεια του κρύου εύχεσαι]

 

μετά προσεύχεσαι*:

 

[Προσευχήσου. Το ρήγμα θα καλοδεχτεί τους νέους έρωτες. Στο αφράτο χώμα οι ηδονές, η λήθη κι η συνέχεια].

 

Ακολουθεί η συναυλία της σιωπής:

 

[σκέφτεσαι πως ό,τι έπαιξες δεν ήταν μες στις εξαιρέσεις

αλλά το λίγο της σιωπής το απερίγραπτο]

 

η οποία σε καιρούς δύσκολους, μιλά δυνατότερα:

 

[τον καιρό της ανομβρίας το συνήθιζε

ν’ ακούει τη σιωπή

ήταν ανώφελο να του το συγχωρέσουν].

 

Ψάχνεις, κάνεις απολογισμό και βλέπεις κι άλλους γύρω σου να  προβαίνουν σε αποτιμήσεις απωλειών:

 

[ο ούτις, πολύφημοι, εταίρες και σοφοί στα εκκοκκιστήρια

επεξεργάζονται τα απολεσθέντα].

 

Έτσι, πορεύεσαι και περιμένεις. Εγκολπώνεις την οδύνη, γιατί έτσι προφυλάσσεις τη μνήμη, αφού

 

[Είναι η οδύνη που κρατάει τις σκιές

στα εγκόλπια των γλάρων]

 

και δέχεσαι κάποτε ταπεινά τη βοήθεια που σου δίνεται. Από ποιόν; Από έναν άστεγο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έναν πρόσφυγα του χρόνου. Από έναν σαν κι εσένα, από κάποιον που η προχωρημένη ηλικία τον προικίζει με άλλη όραση, ώστε να μπορεί να βλέπει καθαρά, πέρα από τη στάχτη που για δεκαετίες, του πέταγαν στα μάτια:

 

[… δυτικά της επαιτείας ομονοούν γύρω από φωτιές…

Απ’ άκρη σ’ άκρη μια γριούλα το νυφικό της περιφέρει,

κρατά τα ξεφτισμένα στέφανα

τα δίνει δώρο λέει, ψάχνει για κάποια

ανύπαντρη φτωχιά να το προσφέρει…

Η γριά μιλάει στον ουρανό σταυροκοπιέται,

έπειτα πλησιάζει τη φωτιά αφήνει τα καλούδια

«Να ζεσταθείτε, αυτά. Ο γάμος μπορεί να περιμένει»].

 

Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, όχι μόνο είναι συμφιλιωμένος με τη σιωπή, αλλά τιμά τη μνήμη της (βλ. ποιήματα ιδίου: Η μνήμη της σιωπής, εκδ. Ανατολή, 1995). Έχει αναπτύξει μηχανισμούς για να λειαίνει όχι μόνο την τραχύτητά της αλλά και τη λεπίδα της. Την ακονίζει για να κόψει (και να απαλλαγεί από) τα καρκινώματα που ο θόρυβος της έχει φορτώσει. Το φανερώνει, δανειζόμενος έναν στίχο του Mallarme, τον οποίο παραθέτει στα γαλλικά, θέλοντας να δείξει ότι η Ποίηση δεν έχει σύνορα:

 

[Έχω τον τρόπο να λειαίνω τη σιωπή,

ή μήπως aimaije un reve* / αγάπησα ένα όνειρο;]

 

Ευτυχώς, έχει τον τρόπο να σπάει τη σιωπή με το σφυρί των στίχων του, να ακολουθεί τα όνειρά του, να ελλιμενίζει σε βιβλιακούς κόλπους πλεούμενα από την αχερουσία θάλασσα της ψυχής του, να ποιεί λεκτικές μπαλάντες* και να γεμίζει τις κάθε είδους γράνες (βλ. ποιήματα ιδίου: Γράνα, εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2007) με αχερουσία θάλασσα, στο νερό της οποίας, καταλήγει υπεργείως και υπογείως, το πικρό νερό του Αχέροντα.

Ως άλλος κυνηγημένος, αντί να βολευτεί σε μια κατεστημένη πια αδράνεια,

 

[«Αχερουσία η θάλασσα» σημείωσε κι ανοίχτηκε

στο γκρίζο πέλαγο...]

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

Αναφορά:

* *: Βαγγέλης Τασιόπουλος, Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων, εκδόσεις Ρώμη, 2017

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top