Fractal

Ποιητικό έργο των Τεσσάρων

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

4Χ4 Ποιήσεις #3, Χλόη Κουτσουμπέλη, Ηρώ Νικοπούλου, Λιάνα Σακελλίου, Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΑΩ/ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ, δημουργός / υπεύθυνος σειράς: Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Καλύβια Αττικής, Μάϊος 2022, σελ. 136

 

Μοναχική η ποιητική τέχνη, αυτοθυσιαστική, δονκιχωτική και αχάριστη στις περισσότερες των περιπτώσεων. Τόσο ξόδεμα χωροχρόνου και ενέργειας για τον «έπαινο τού δήμου και των σοφιστών, τα δύσκολα κι ανεκτίμητα εύγε»… Όμως κι ο Καβάφης ο ίδιος όταν τόλμησε να καταπλεύσει στην Αθήνα τού καιρού του έφυγε απογοητευμένος από την δυσμενή υποδοχή που του επεφύλαξε ο κύκλος περί τον Παλαμά.

Σήμερα έχουμε την ευλογία (και την ευτυχία) να επικοινωνούμε με το πλατύ κοινό και μέσω τού Διαδικτύου, να συμμετέχουμε σε λογοτεχνικά φεστιβάλ και διεθνή fora, να μεταφραζόμαστε και να ακούγεται η φωνή μας από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Οι παρουσιάσεις βιβλίου που δεν υπήρχαν στην εποχή μου, όταν βγήκε το πρώτο μου βιβλίο το 1987, πληθαίνουν σήμερα τόσο που δεν τις προλαβαίνεις καν, μήτε ως παρουσιαστής μήτε ως παρουσιαζόμενος. Το φιλαναγνωστικό κοινό συρρικνούται ολοένα μεταπηδώντας στις τάξεις των συγγραφούντων νομίζοντας ότι πρόκειται για πανεύκολη ασχολία (κι αμέσως εξαργυρώσιμη). Είναι όμως έτσι; Πέρα από το περίφημο star-system, σύγχρονοι ποιητές και ηθοποιοί πάσχουν από το ίδιο σύνδρομο διπολικής διαταραχής. Απεγνωσμένα ζητούν την έξωθεν καλή μαρτυρία ενώ θα έπρεπε να τα έχουν πρωτίστως καλά με τον καθρέφτη τους. Διαγκωνίζονται και διαγωνίζονται ανελλιπώς, αδιακρίτως, ασυστόλως εκτίθενται, βραβεύουν και βραβεύονται, όπως στην παρακμή τής αρχαίας Αθήνας οι σοφιστές χρύσωναν την μετριότητά τους επινοώντας τη λατρεία τού Κενού και τού Τίποτα. Έτσι το Ά-Λογο παρεισέδυσε στον Δυτικό Πολιτισμό μας μεταμφιεσμένο σε παράλογο, μεταμοντέρνο, μετανεωτερικό και διάφορες άλλες επισκιάσεις τού Φωτός τού Αληθινού.

Μοναχική η τέχνη τού ποιητή και γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη να διαλέγει και να συνδιαλέγεται με τους ομοίους του, να συναποκομίζει πείρα, να μεταλαμπαδεύει εμπειρία.

Το «μυθιστόρημα τών τεσσάρων» ήταν μια επινόηση (χωρίς συνέχεια) της περίφημης «γενιάς τού 1930». Σήμερα, στην αυγή τής τρίτης δεκαετίας τού ταραγμένου εικοστού πρώτου αιώνα «η ποίηση των τεσσάρων» τείνει να γίνει θεσμός χάρη στον ανήσυχο ποιητή και πνευματικό άνθρωπο Αντώνη Σκιαθά. Διαρκώς εξελισσόμενος αναζητεί την ουσία μέσα από την εξωστρέφεια μιας διαδικασίας αναγκαστικώς κι εξαρχής εσωστρεφούς.

Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για έναν ποιητικό διάλογο τεσσάρων φωνών, μήτε για ένα λογοτεχνικό κουαρτέτο, αφού οι ποιητές / ποιήτριες μονολογούν κατά σειράν (μήτε καν παραλλήλως) και οι επιδόσεις τους παρατίθενται αλφαβητικώς και κατά λογάδην.

Ακόμα όμως κι έτσι, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ερευνητή / μελετητή τού νεοελληνικού ποιητικού φαινομένου.

Λείπει μια εισαγωγή από τον δημιουργό και υπεύθυνο τής σειράς, καθώς κι ένας εμπεριστατωμένος πρόλογος από έναν ή δύο κριτικούς (από μια ομάδα κριτικών καλύτερα) που να φωτίζουν το έργο των τεσσάρων πρωταγωνιστριών / πρωταγωνιστών τής εγχώριας ποιητικής μας ζωής.

Βεβαίως, δεν μπορούμε να απαιτούμε το άριστο όταν έχουμε ανά χείρας το βέλτιστον. Η κριτική περιορίζεται στο παραγόμενο προϊόν / αντικείμενο «αυτό καθ’ εαυτό» (as it is). Ο κριτικός όμως οφείλει να οραματίζεται, όταν είναι λειτουργός και επιτελεί το λειτούργημά του θέτοντας υψηλούς στόχους και με την προσήλωση που κάθε τι το νέο και υπερβατικό απαιτεί.

Δεν έχω κάτι να πω για κάθε μία από τις τέσσερις εκλεκτές ποιήτριες που συστεγάζονται σε αυτόν τον τόμο, που λειτουργεί ως αρχαίος πάπυρος όπου κάποιος ανθολόγος / γραμματολόγος αντιγράφει τα σημαντικά εκείνα που του τράβηξαν την προσοχή κι αποφάσισε να τα διασώσει από την σκόνη τού Χρόνου. Το όλον εγχείρημα ενέχει μία δόση υποκειμενικότητας, στο βαθμό που δεν φωτίζεται από την επιστημονική μέθοδο. Ακόμα κι έτσι όμως λειτουργεί ως ελληνιστική βιβλιοθήκη για τις μέλλουσες γενιές (και σίγουρα για τον παρόντα χρόνο).

 

Χλόη Κουτσουμπέλη, Ηρώ Νικοπούλου, Λιάνα Σακελλίου, Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

 

Φυσικά και δεν θα ξεχωρίσω καμία από τις συνεργάτιδες μήτε θα προβώ σε αξιολογικές κρίσεις που ενδεχομένως θα αδικούσαν τις επαινούμενες. Η κριτική σήμερα διολισθαίνει ολοένα και περισσότερο προς την αοριστία και την αυταρέσκεια, αφού κανείς/καμία δεν θέλει να υποδυθεί τον ήρωα/ηρωίδα που θα βγάλει το φίδι από την τρύπα και τα κάστανα από τη φωτιά. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να γίνει κι αυτό για να μην παραδώσουμε στους επερχόμενους μία Δανιμαρκία ισοπεδωμένη, μία Αλεξάνδρεια απαξιωμένη, μία Αθήνα παρηκμασμένη… Κι ο νοών νοείτω. Όταν θα πάψουμε οι κριτικοί να θέλουμε να γινόμαστε διαρκώς αρεστοί, τότε και μόνον τότε θα ξεκινήσει ο ειλικρινής διάλογος για την κατάντια τής σύγχρονης ελληνικής ποίησης. «Και τα άλλα είναι σιωπή», όπως θα έλεγε ο Άλμετ πριν ξεψυχήσει. Οι διθυραμβικές κριτικές είναι δίκοπο μαχαίρι, αφού δεν επαληθεύονται στην ανάγνωση από τον προσεκτικό επαρκή αναγνώστη. Αν θέλουμε πραγματικά να αφήσουμε κάτι πίσω μας θα πρέπει να σταματήσουμε να χαριεντιζόμαστε στον καθρέφτη τού Χρόνου, κριτές και κρινόμενοι αδιακρίτως.

Το να βαφτίζεις ένα παιδί και το να παρουσιάζεις ένα βιβλίο είναι πράξη ιερή. Ας μην τη φτηναίνουμε με εύκολες κολακείες.

Συγχαρητήρια και στις τέσσερις διακεκριμένες ποιήτριες. Συγχαρητήρια στον εμπνευστή κι επιμελητή αυτής της σειράς. Συγχαρητήρια και στον εκδοτικό οίκο που ανέλαβε ένα τόσο ρηξικέλευθο εγχείρημα.

Τελικά, «μιλάμε με την δική μας φωνή, όχι μ’ εκείνη που μας αρέσει», όπως θα έλεγε ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης. Κι εκτιθέμεθα αναλόγως…

Σε αυτόν τον στίβο όλοι βγαίνουν νικητές / νικήτριες. Ακόμα και τα σαλιγκάρια. Ειδικά αυτά.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top