Fractal

Απέναντι στο 1821

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

Απόψεις για το βιβλίο του Γιάννη Μηλιού: 1821 «Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα». Εκδ. Αλεξάνδρεια, Νοέμβριος 2020.

 

Ο Ρένος Αποστολίδης σε συνέντευξη του στον Βασίλη Καββαθά για την εκπομπή «Πρόσωπα» αναφέρει με τον γνωστό καυστικό του τρόπο: «Εγώ για τον Καζαντζάκη λέω το εξής: είναι έξυπνο κόλπο, να μεγαλοπιάνεσαι.[…] Τι θέλω να πω: όταν μεγαλοπιάνεσαι γενικά κάνεις εντύπωση καλή. Ανεβαίνεις. Λοιπόν ο Καζαντζάκης, κοίταξε να δεις: για Βούδα, για Χριστό, με Φραγκίσκο της Ασίζης συζητάει, σαν αδερφοποιητοί(…). Φραγκίσκο, σου λέω αυτό, Βούδα σου λέω το εκείνο, Χριστέ σου λέω το άλλο…από που κι ώσπου; Με ποιο βάρος; Αλήθεια το ‘χεις το βάρος αυτό, να μιλήσεις με το Χριστό;».

Μετά από δύο προσεχτικές αναγνώσεις του βιβλίου του Γιάννη Μηλιού, τείνω να συμφωνήσω με τον μεγάλο δάσκαλο και αναρχικό Ρένο Αποστολίδη. Και εξηγούμε: είναι βέβαιο ότι το 2021 με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Επανάσταση, θα υπάρξουν πλήθος μελετήματα, αρκούντως «διαφωτιστικά» και «επιστημονικοφανή» τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα επιχειρήσουν να μας αποκαλύψουν την πραγματικότητα σχετικά με αυτό το γεγονός, να αποκαταστήσουν την ιστορική αλήθεια και τέλος πάντων να διαλύσουν τους «μύθους» με τους οποίους γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές, προκειμένου υποτίθεται να αποκτήσουν μια επίπλαστη και μαξιμαλιστική «εθνική συνείδηση», η οποία προκύπτει (και) από το πως αντιμετωπίζουμε την Εθνεργεσία. Και βεβαίως η προσπάθεια αυτή δεν θα ήταν διόλου κατακριτέα αν ως αφορμή και έναυσμα είχε την άδολη ανάγκη για επιστημονική έρευνα,  ιστορική γνώση και διαμόρφωση μιας κατά το δυνατόν πιο ξεκάθαρης εικόνας για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που καθόρισαν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε η Επανάσταση να καταλήξει όχι απλώς σε επιτυχία, αποτελώντας την αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στη γένεσης του Νέου Ελληνικού Κράτους, των σύγχρονων δομών και αξιών του. Όταν όμως το γεγονός της Επαναστάσεως (παρά τα επιμέρους χαρακτηριστικά της, τις διαφοροποιήσεις από τα πραγματικά γεγονότα), «χρησιμοποιείται» ως μέσο ιδεολογικής κατήχησης, πολιτικής και κοινωνικής σκοπιμότητας και βεβιασμένης επαλήθευσης κομματικών θεωριών και θέσεων, δεν μπορεί παρά να προκαλεί αποστροφή ή και ακόμη χειρότερα οργή. Και βέβαια τα αντανακλαστικά όσο δίκαια κι αν είναι, δεν θα πρέπει να κυριαρχούν στην κρίση ενός μελετητή και σίγουρα είναι αυτονόητα απορριπτέα στην κριτική ενός ιστορικού επιστήμονα. Όμως ο γράφων το παρόν κείμενο, δεν είναι ιστορικός επιστήμονας, όπως άλλωστε και ο κος Γ.Μηλιός. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας απλός και συνηθισμένος αναγνώστης, ο οποίος σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο κος Γ.Μηλιός, όχι απλώς θα πρέπει να αναθεωρήσει τα όσα γνώριζε ως τώρα για την Επανάσταση, (αυτό δεν θα ήταν απριόρι λανθασμένη επιλογή στο βαθμό που θα αποκαταστούσε την πραγματική ιστορική αλήθεια), αλλά και να τα αντικαταστήσει με ιδεοληψίες και δογματισμούς που φτάνουν στο σημείο είτε να χαρακτηρίσουν την Επανάσταση ως πρόδρομο και  συνδετικό κρίκο της πολιτικοποίησης των μαζών και της δημιουργίας στις αρχές του 20ου αιώνα των ΚΚΕ, ΓΣΕΕ κ.ο.κ (σελ. 217), είτε ως μια αιτία γενέσεως «πολιτισμικού ρατσισμού» παρόμοιου εκείνου που αναπτύχθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη συντριβή του ναζισμού! (σελ. 212).

Το βιβλίο αυτό που για ένα περίπου μήνα βασάνισε τη σκέψη μου κριτικά και ιστορικά, δοκίμασε τις λίγες, αλλά βασισμένες σε πραγματικές ιστορικές πηγές γνώσεις μου και με προβλημάτισε αρκετά (για τη γνώση που παρέχεται, προβάλλεται και τελικά διαμορφώνει την ιστορική συνείδηση των μελλοντικών γενιών). Τελικά όμως με ωφέλησε απροσδόκητα: ήταν η αφορμή να αποφασίσω να ασχοληθώ σε βάθος με το φαινόμενο της Ελληνικής Επανάστασης που αποτέλεσε ένα παγκόσμιας κλίμακας γεγονός, θαυμαστό και απροσδόκητο και όχι ένα αποτέλεσμα του εισαγόμενου διαφωτισμού που απλώς «ριζοσπαστικοποίησε τις λαϊκές καταπιεσμένες μάζες καταρχήν εναντίον των προεστών και των κοτζαμπάσηδων και κατόπιν κατά του τουρκικού ζυγού» όπως αναφέρει ο κος Γ.Μηλιός.(σελ.16,19,44).

Αν κάποιους τους ηδονίζει η αλίευση και η προβολή των πολλών -χωρίς αμφιβολία- μελανών σημείων ή και προσώπων της ελληνικής σύγχρονης ιστορίας σε σχέση με το 1821 και τη γένεση του νέου ελληνικού κράτους, (σε βαθμό που θα ζήλευαν και όσοι την παραχαράσσουν συνειδητά και την επιβουλεύονται), αποτελεί αντικείμενο άλλης επιστημονικής ειδικότητας και πάντως όχι ενός ιστορικού. Μόνο θλίψη για όσους έχουν βαλθεί να αποκαθηλώσουν ιερά και όσια, να ξαναγράψουν την ιστορία μέσα από τον παραμορφωτικό φακό καινοφανών ιδεοληψιών και να μας «διδάξουν» υποχρεωτικά τη διαβρωτική τους άποψη, διότι δήθεν αυτή μόνον αποκαθιστά την αλήθεια, αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα των ιστορικών πρωταγωνιστών και μας απελευθερώνει τελικά από ένα άλλου είδους δεσμών, εκείνου του «εθνικισμού» και της «πατριδολατρίας». Και το κάνουν αυτό σε βαθμό τέτοιο ώστε να αντικρούουν ακόμα και τους ινστρούχτορες και καθοδηγητές τους, οι οποίοι κατά των συγγραφέα δεν μένουν ούτε αυτοί ανεπηρέαστοι, από την «προπαγάνδα των εθνικών ιστορικών» και των «νατσιοναλιστών» (σελ.220). Μόνο θλίψη για όσους επιχειρούν συστηματικά, δήθεν να αποκαταστήσουν την αλήθεια για πρόσωπα που μισούν και απεχθάνονται, (διότι τους υπενθυμίζουν βασανιστικά την ασημαντότητα της ύπαρξής τους) καθώς και για γεγονότα που απροκάλυπτα διαστρεβλώνουν σε βαθμό που τελικά να γίνονται αποδεκτοί μόνον από τους συνήθεις διεθνιστές και απάτριδες. Όσο και να «φωνασκούν και να συμφύρονται» συκοφαντώντας και δολιεύοντας αξίες και ιδανικά ανυπέρβλητα, θα γελοιοποιούνται μοναχικά περιφερόμενοι, στον μικρόκοσμό τους. Είναι άλλο η ακαδημαϊκή έρευνα και μελέτη, τα συμπεράσματα της οποίας είναι σεβαστά κι άλλο η εκδούλευση, ο προσηλυτισμός και η σκληρή προπαγάνδα. Δε νοείται, έθνη με ιστορία λίγων αιώνων να αγωνίζονται με κάθε τρόπο και μέσο να διαμορφώσουν κοινή ιστορική συνείδηση, (έστω και πολλές φορές υπερβάλοντας), κατανοώντας τη βαρύτητα που έχει ένα τέτοιο εγχείρημα για την επιβίωση τους σε έναν κόσμο διαρκών συγκρούσεων και άλλα έθνη με κρίσιμη παρουσία και αναγνωρισμένη ιστορία χιλιετηρίδων, είτε να την αποστρέφονται ηθικολογώντας και απομειώνοντας  τη σημασία της, είτε να τη διαστρεβλώνουν μέσα από το  πρίσμα κομματικών μανιφέστων και ιδεολογικής εισαγόμενης καθοδήγησης. Πασχίζουν να πείσουν για το περίφημο ex oriente lux , τη μεταφορά δηλαδή κάθε πολιτισμικού στοιχείου ακόμα κι αυτής της γλώσσας εξ ανατολών,  έχοντας πριν διαγράψει την -αυταπόδεικτη ακριβώς λόγω της Ιδέας-αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια των Ελλήνων πέρα ακόμη κι από το «ομόγλωσσο, όμαιμο και ομόθρησκο» που τόσο απεχθάνονται (άγνωστο γιατί…;).

Είναι ακριβώς αυτή που εχθρεύονται όσοι προσπαθούν με τακτικισμούς και αποφατικά θεωρήματα να πλήξουν, διότι γνωρίζουν καλά ότι υπερτερεί των τριών υπολοίπων στοιχείων, αφού είναι το μόνο που ακλόνητα και διαχρονικά συνενώνει τον λαό αυτό (αλλά χωρίς αμφιβολία και άλλους), αμβλύνει αντιθέσεις και τοπικισμούς, διαφορές και διαφορετικότητες και τον οδηγεί σε απαράμιλλα και αξιοθαύμαστα επιτεύγματα.

Η Ιδέα, ένα σπάνιο και εν πολλοίς απροσδιόριστο χαρακτηριστικό, που όμως όταν υφίσταται πολλαπλασιάζει τις αντικειμενικές δυνατότητες ενός έθνους, σε βαθμό απροσδόκητο και εκθετικό. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι πολλά και δεν αφορούν μόνον τους Έλληνες, κάτι που είναι απολύτως αναμενόμενο, αφού το χαρακτηριστικό αυτό δεν συνδέεται με το Έθνος αυτό καθαυτό, αλλά με την ίδια την ανθρώπινη φύση. Και κάτι τελευταίο στον σύντομο αυτό πρόλογο: επειδή οι προθέσεις όλων αυτών των επαϊόντων μελετητών  είναι «αγαθές» και τα συμπεράσματά τους μόνον «επιστημονικά»…απορώ γιατί με τον ίδιο ζήλο και ευθυκρισία δεν ασχολούνται και με άλλα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα που μάλιστα είναι πιο πρόσφατα και σε κάθε περίπτωση, τους είναι πιο οικεία…; Γιατί αυτή η επιλεκτική αμνησία ή κριτική άραγε;

Όσα θα ακολουθήσουν είναι μια προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, παρά μια προσπάθεια κριτικής στο περιεχόμενο και τα αναφερόμενα αυτού του βιβλίου.

Το βιβλίο «1821.Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα» (ήδη από τον τίτλο του -που ως ένα βαθμό είναι και παραπλανητικός και θα δείξω πιο κάτω το λόγο)-  ξεκινά πριν από την εισαγωγή με μια ρήση του Λουί Αλτουσέρ[1](1983, Στοιχεία αυτοκριτικής): Αν μου ζητούσαν να συνοψίσω τη βασική Θέση που θέλησα να υπερασπίσω[…] θα έλεγα ο Μαρξ θεμελίωσε μια νέα επιστήμη: την επιστήμη της Ιστορίας. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια να τιθασεύσω την ορμή σκέψεων και συναισθημάτων που προήλθε από αυτή την εισαγωγική σημείωση ώστε να συνεχίσω την ανάγνωση του υπόλοιπου βιβλίου. Δε ξέρω κατά πόσο θα συμφωνούσε ο ίδιος ο Μάρξ, με τον «δομιστή» Γάλλο φιλόσοφο, ο οποίος εδώ αποδεικνύεται «βασιλικότερος του βασιλέως», αφού είναι γνωστά -αν και συχνά αποκρύπτονται- το πάθος, ο θαυμασμός αλλά κι ο πηγαίος σεβασμός του Μάρξ[2] για την κλασική αρχαιότητα, τη φιλοσοφία, την ιστορία και την τέχνη, που δυστυχώς δεν ήταν ανάλογα για τους νεοέλληνες και ειδικά για όσους πήραν μέρος την Επανάσταση[3].

Αλήθεια με πόση ευκολία μπορεί να προσπεράσει κανείς τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο ή τον Ξενοφώντα, ώστε να βαφτίσει ως θεμελιωτή της ιστορίας-μιας μάλιστα νέας επιστήμης όπως διατείνεται- τον Κάρλ Μάρξ;

Όμως κατάφερα να συνεχίσω παρά την πρώτη αντίδραση, υπομονετικά τη μελέτη αυτού του βιβλίου και ιδού το «αποθησαύρισμα γνώσεων, καθαρής από κάθε κακόβουλο εθνικισμό αλήθειας» που αποκόμισα. Ο συγγραφέας στην πρώτη σελίδα της εισαγωγής του βιβλίου, αποσαφηνίζει: διακόσια χρόνια μετά την κήρυξή της, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 εξακολουθεί να αποτελεί αφετηρία για κρίσεις, απόψεις αλλά και πολιτικές παρεμβάσεις που σχετίζονται με το παρόν[…],  και συνεχίζει […] πρόκειται ταυτόχρονα για εκ των υστέρων κατασκευασμένα σχήματα γύρω από την Επανάσταση με στόχο την τεκμηρίωση της μιας ή της άλλης ιδεολογικής αντίληψης και πολιτικής στάσης. […] Αυτή η ιδεολογικοποίηση- «μυθοποίηση» της Επανάστασης συνοδεύει την ιστορία του ελληνικού κράτους από τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξής του μέχρι σήμερα. Μάλιστα. Ως εδώ καλά, ειδικά σε ό,τι αφορά το πάντα επίκαιρο μήνυμα του 1821, από όποιο πρίσμα κι αν το δει κάποιος. Μόνο που δεν επιχειρούν όλα τα ιστορικά μελετήματα κάτι τέτοιο, ούτε ξεκινούν από την ίδια πολιτική αφετηρία, άλλο τώρα αν κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια… Και πράγματι κατά καιρούς – και ιδιαίτερα μετά την εποχή του μεγάλου «Εθνικού Διχασμού», η εθνεγερσία λειτούργησε ως μέσο προώθησης ακραίων εθνικιστικών απόψεων, μιας σκληρής Δεξιάς της «φουστανέλας» που ήρθε ως εξέλιξη της «χλαμύδας», για να θυμηθώ το βιβλίο της Χριστίνας Κουλούρη[4], «Φουστανέλες και Χλαμύδες» το οποίο επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Συμφωνώ κι εγώ σε εκείνο που και οι δυο συγγραφείς υπαινίσσονται: την ανάγκη δηλ. να προχωρήσουμε πέρα από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, τη δόξα των προγόνων, το κλέος της Αρχαιότητας. Βεβαίως να τα αντικαταστήσουμε, να απαλλαχτούμε από το βάρος μιας ιστορίας το οποίο είμαστε ανίκανοι να σηκώσουμε. Όμως στη θέση τους θα βάλουμε τι; Όχι φουστανέλες και χλαμύδες λοιπόν. Και μετά τι; Μήπως το αμπέχονο και το ταγάρι; Και από την άλλη μήπως θα ήταν εντιμότερο ή να αποδεχθούμε την αδυναμία μας ή να προσπαθήσουμε αναμετρηθούμε-κοπιάζοντας και δημιουργώντας με το παρελθόν μας, αντί να το υπονομεύουμε και να το συκοφαντούμε;

Η σκοτεινή περίοδος της Μεταξικής δικτατορίας, που διαδέχθηκε την εποχή του «Εθνικού Διχασμού», ο κοινωνικός στιγματισμός των Αριστερών, οι διώξεις κι οι εκτοπισμοί τους, ήδη προ της έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, είχαν ως φυσικό επακόλουθο τον καταστροφικό εμφύλιο, την επίσης δύσκολη δεκαετία του 1950, (περίοδο αστάθειας, συγκρούσεων και μετεμφυλιακού μίσους κι από τις δυο πλευρές), η οποία κατέληξε με τη σειρά της στην επταετή χούντα των συνταγματαρχών και το δράμα της Κύπρου. Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) έως και τη μεταπολίτευση του 1974, πράγματι η εθνεγερσία λειτούργησε ως σημαία και λάβαρο ιδεολογικά βαρύτερο από εκείνο το οποίο όπως σημειώνει ο συγγραφέας «ουδέποτε υψώθηκε στην Αγία Λαύρα». (Σχετική απάντηση ως προς αυτό δίδεται αναλυτικά παρακάτω).Όμως εδώ φτάνουμε στο άλλο ιδεολογικό άκρο της ιστορικής αποδόμησης, της «χειρουργικής» άμβλυνσης των κυριότερων χαρακτηριστικών του Οθωμανικού ζυγού, μιας επιβεβλημένης λήθης της τυραννίας, των σφαγών και των εφιαλτικών αιώνων τουρκικής σκλαβιάς, που θυμίζει εκείνο το ρητό του Λένιν για την πραγματικότητα και τα γεγονότα[5].

(Ένας ζυγός ο οποίος επίσης κατά τον συγγραφέα, διήρκεσε μόνο κατ’ ευφημισμό τετρακόσια χρόνια και πάντως δεν υπήρξε ποτέ τόσο δυσβάσταχτος και καταπιεστικός, όσο οι «εθνικοί ιστορικοί» περιγράφουν, άποψη ανάλογη εκείνης περί του συνωστισμού στα παράλια της Σμύρνης το 1922).

Παρενθετικά και ως προς τη σχέση Επανάστασης και Μεγάλης Ιδέας ο συγγραφέας σημειώνει ότι αυτή η ιστορικά αμφίδρομη πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα ενός αλυτρωτικού οράματος, ενός δηλαδή «μοντέρνου επεκτατισμού της εποχής του αποικιακού καπιταλισμού», ο οποίος ενισχύονταν από τους Έλληνες κεφαλαιοκράτες του εξωτερικού που αποτελούσαν ταυτόχρονα έκφραση του ιδιαίτερου επεκτατισμού του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.(σελ.190). Και ας δεχτούμε τον παρωχημένο πλέον όρο «κεφαλαιοκράτες», για τους εθνικούς ευεργέτες οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις διέθεσαν ολόκληρη τη περιουσία τους, διακινδύνευσαν ή έχασαν κυβερνητικά αξιώματα και τιμές προκειμένου να συνεισφέρουν στο όραμα της εθνεγερσίας. Αλλά πως να συμφωνήσουμε με τον χαρακτηρισμό «μοντέρνος επεκτατισμός» για την επίσης εθνικοαπελευθερωτική εκστρατεία των Ελλήνων στη μητρώα γη της Ιωνίας, εκατό χρόνια μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821; Γιατί για μια ακόμη φορά καταστρέφουμε ή τουλάχιστον προσπαθούμε, την ιστορική μας συνείδηση, που γεννήθηκε και στέκει αιώνες τώρα δίπλα στα αγάλματα της Εφέσου, της Φώκαιας, της Μιλήτου;  Η επιστροφή στην πατρώα γη των Ιώνων, αλήθεια εντάσσεται στην εποχή του «αποικιακού καπιταλισμού»; Ως απάντηση σε αυτή την άποψη που εκτός του ιδεοληπτικού περιεχομένου της και παρότι δεν κατάγομαι από τη γη της Ιωνίας με πληγώνει,- όπως θα πλήγωνε και τους χιλιάδες ξεριζωμένους Έλληνες πρόσφυγες που γλίτωσαν από τη γενική σφαγή ή τα τάγματα εργασίας στα βάθη της Ανατολίας- θα παραθέσω μερικούς στίχους του Καβάφη, ο οποίος γνώριζε καλύτερα από εμένα την οικουμενική σημασία της Ιωνίας ως κοιτίδας ελληνικού πολιτισμού και μήτρας σπουδαίων φιλοσόφων και καλλιτεχνών.

Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,/ γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των/ διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί./ Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,/ σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.[6]

Γιατί για μια ακόμη φορά, σπάμε εμείς οι ίδιοι τα αγάλματα της μνήμης και βανδαλίζουμε τους ναούς της ιστορίας, χειρότερα κι από τους κατακτητές που τα βεβηλώνουν παρουσιάζοντάς τα ως μέρος του ανύπαρκτου πολιτισμού τους και κρατώντας τα σιδηροδέσμια στο σκοτάδι μιας σκλαβιάς που συνεχίζεται για πεντακόσια και πλέον χρόνια;

Ας δούμε όμως εξετάζοντας σχεδόν σελίδα σελίδα αν ο συγγραφέας στο παρόν πόνημα δεν κάνει το ίδιο σφάλμα που καταγγέλλει. Πράγματι δεν παραιτείται από την επιστημονική μεθοδολογία και ανάλυση-αποτίμηση των γεγονότων, […]στο βωμό ενός ιδεολογικού-πολιτικού στόχου, ο οποίος αφορά επίδικα ζητήματα της εκάστοτε μεταγενέστερης ιστορικής στιγμής;. Η απάντηση και σε αυτό το ερώτημα προκύπτει μάλλον αβίαστα από την μελέτη του ίδιου του βιβλίου, όσο οδυνηρή κι αν ήταν αυτή για εμένα.

 

Γιάννης Μηλιός

 

Στην εισαγωγής διαβάζουμε: η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε στις 24/2/1821 στην ημιαυτόνομη από την Υψηλή Πύλη Ηγεμονία της Μολδαβίας, δηλαδή στη σημερινή Ρουμανία. Επιχειρεί εδώ προφανώς να αναδείξει μια πρώτη και σημαντική παραποίηση των ιστορικών γεγονότων που αφορά ακριβώς την ημερομηνία κηρύξεως της Επαναστάσεως: την ύψωση του λαβάρου της την 25η Μαρτίου. Τον μεταγενέστερο λοιπόν καθορισμό της ημερομηνίας αποδίδει λανθασμένα στο διάταγμα που υπέγραψαν ο βασιλεύς Όθων και ο υπουργός («Γραμματεύς της Επικράτειας») επί των Εκκλησιαστικών Γ. Γλαράκης, αποφάσισε ότι η Επανάσταση κηρύχθηκε στη Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων στις 25 Μαρτίου 1821(ημέρα εορτασμού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου από την Ορθόδοξη Εκκλησία). Και πιο κάτω αναφέρει:

Όμως ο μύθος της Αγίας Λαύρας, τον οποίο συντηρεί ευλαβικά το ελληνικό κράτος μέχρι σήμερα με τους ετήσιους εορτασμούς για το Εικοσιένα, και η τοποθέτηση εντός παρενθέσεως της Επανάστασης στις Ηγεμονίες, δεν αποσκοπεί μόνο στη συμβολική σύνδεση «ελληνισμού και ορθοδοξίας» . Ταυτόχρονα λειτουργεί ως μηχανισμός αιχμαλώτισης της Επανάστασης εντός του κράτους και αποκρύβει ένα ερώτημα που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας: γιατί η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε στη Ρουμανία;

Τώρα πως από το γεγονός ότι πράγματι η επανάσταση κηρύχθηκε στις 17/3 του 1821 και τις μέρες που ακολούθησαν ξέσπασε σε διάφορα σημεία της τουρκοκρατούμενης επικράτειας και για λόγους πρακτικούς συμφωνήθηκε ο ορισμός της 25ης  Μαρτίου ως καθοριστικής ημέρας επετείου της εθνεγερσίας, ( ίσως και εξαιτίας  στο Γάλλο ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 την Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης), πως επαναλαμβάνω από αυτό το γεγονός προκύπτει απόδειξη ιστορικής αλλοίωσης τέτοιου βαθμού, που να απαξιώνει το γεγονός αυτό καθαυτό και να μαρτυρά τη δήθεν δόλια προσπάθεια μια πλευράς ιστορικών να ιδιεολογικοποιήσουν εθνικά την Επανάσταση, είναι ανεξήγητο και πάντως  δείχνει μάλλον ιδεοληψία και εμμονή παρά ουσιαστικό και καίριο επιχείρημα[7]. Και σύμφωνα με το σκωπτικό σχόλιο του Γ.Μηλιού το σύγχρονο ελληνικό κράτος -εφόσον η ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης ήταν μύθος κακώς εορτάζεται και συντηρείται! (Η γνωστή εμμονή περί παρελάσεων κλπ.).  Όμως και πάλι εδώ πληροφορούμαστε τη μισή αλήθεια που φυσικά μοιάζει με προφανέστατη δήθεν εξαπάτηση από την πλευρά των «παραδοσιακών ιστορικών». Επίσης αδυνατώ να κατανοήσω πως ο ορισμός για πρακτικούς επαναλαμβάνω λόγους μιας ημερομηνίας για την έναρξη της Επαναστάσεως, όπως άλλωστε συνέβη και στις περιπτώσεις της Γαλλικής, Ιταλικής και Αμερικανικής επανάστασης, λειτουργεί ως μηχανισμός αιχμαλώτισης της Επανάστασης εντός του κράτους. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Στην πραγματικότητα ο ορισμός συγκεκριμένης ημερομηνίας αποτελεί σταθερό και ξεκάθαρο σημείο αναφοράς για τον ξένο ιστορικό μελετητή ή πολιτικό και τον διευκολύνει στη σχηματοποίηση των γεγονότων, κάτι που θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο αν αντί για μια ημερομηνία, θα έπρεπε να γνωρίζουν 3 ή 4 διαφορετικές, όσες δηλαδή ήταν και οι ημέρες όπου κατά τόπους ξέσπασε η Επανάσταση.( Μεταξύ άλλων και για λόγους τακτικής αφού έχοντας πολλές ταυτόχρονες εστίες ήταν δύσκολο να ελεγχθεί και να κατασταλεί από την στρατιωτική μηχανή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).

Η ημερομηνία της Επανάστασης πράγματι είχε ορισθεί ως η 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, και μάλιστα όχι από κάποιον οπλαρχηγό, προεστό ή ιεράρχη αλλά από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη «ως ευαγγελιζομένην την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους», όπως αναφέρει ο Σ.Τρικούπης[8], αλλά και προκύπτει  από τις επιστολές του Υψηλάντη στον Θ.Κολοκοτρώνη[9]Η άποψη λοιπόν που διατυπώνεται εδώ αλλά και από άλλους ιστορικούς περί καθορισμού της ημερομηνίας επί Όθωνος, είναι λανθασμένη.

Και για να υποστηρίξει την κατά τη γνώμη του προπαγανδιστική μεταγενέστερη υιοθέτηση απόψεων κοινής αποδοχής οι οποίες αφενός παραποιούν τα αληθινά περιστατικά κα αφετέρου λειτουργούν ως εργαλεία δημιουργίας εθνικιστικών αντιλήψεων, αντικρούει ως ένα βαθμό την ίδια του την επιχειρηματολογία υποστηρίζοντας ότι : Η κατανόηση της Επανάστασης δεν μπορεί επίσης να βασίζεται κατά κύριο λόγο σε όσα μετά το πέρας της «εξήγησαν» οι πρωταγωνιστές της.  […] Η επανάσταση δεν μπορεί, δηλαδή, να αποτιμηθεί με βάση κυρίως τις αξιολογικές αποφάνσεις και τα «Απομνημονεύματα» των αγωνιστών ή των πολιτικών που πρωταγωνίστησαν στη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου του πρώτου ελληνικού κράτους. Διότι η εθνική διάσταση της Επανάστασης «επιβάλει» στους πρωταγωνιστές να ενδύουν τις ιδιαίτερες πολιτικές ή προσωπικές τους στάσεις, τις πολιτικές κι κοινωνικές συγκρούσεις  κ.λπ. με τη στολή του «εθνικού συμφέροντος» και των «πεπρωμένων» του έθνους.

 Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλ. ο συγγραφέας ακυρώνει ή πάντως υποβαθμίζει τις ιστορικές μαρτυρίες των βασικών πρωταγωνιστών της Επανάστασης (Μακρυγιάννη, Κολοκοτρώνη, κ.α) τους οποίους άλλωστε αναφέρει ελάχιστες φορές στις 230 σελ. του βιβλίου του, το οποίο όμως ως κεντρικό  θέμα έχει (;) ακριβώς την Επανάσταση. Δεν θα πρέπει δηλαδή να βασιστούμε στις μαρτυρίες αυτών  που κατέσφαζε το τούρκικο γιαταγάνι και θέριζε το πυρωμένο βόλι, αλλά σε εκείνους που ψύχραιμα και στην ασφάλεια της θαλπωρής κάποιου νεοκλασικού των κομψών προαστίων, καθισμένοι αναπαυτικά σε Winchester πολυθρόνες αποτιμούν «αντικειμενικά» πρόσωπα και γεγονότα. Σύμφωνα δηλαδή με την άποψη αυτή, όσοι βασανίστηκαν βάναυσα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή στους τόπους εξορίας των πραγματικών αγωνιστών της Αριστεράς (Μακρόνησο, Επταπύργιο, Αη Στράτης κ.α) δεν θα πρέπει να αποτελούν βασικές και κρίσιμες πηγές προκειμένου να περιγράψει κανείς τις θηριωδίες των φασιστών του Χίτλερ ή της χούντας των συνταγματαρχών. Ενώ με περίεργη ευκολία ο κος Γ. Μηλιός προσπερνά τον Ρήγα Φεραίο (τον οποίο αναφέρει μόλις δυο φορές), τον Διονύσιο Σολωμό ή ακόμη και τον Μπάιρον (αυτούς δεν τους αναφέρει καθόλου!), ο καθένας από τους οποίους έδωσε την προσωπική του μαρτυρία, μέσα από το λογοτεχνικό ή ιστορικό του έργο. Δεν είναι λοιπόν μόνον οι οπλαρχηγοί, επαναστάτες, Αρματολοί και οι Κλέφτες που καταγράφουν τα γεγονότα που οι ίδιοι ζουν, (φυσικά και μέσα από την υποκειμενική τους ματιά)- η οποία όμως όταν βολεύει τον συγγραφέα όπως θα δούμε παρακάτω είναι ορθή- αλλά και άλλοι οι οποίοι είτε βρίσκονταν σε απόσταση είτε μετείχαν έμπρακτα στον αγώνα, αλλά δεν ήταν καν Έλληνες, ή πόσο μάλλον επαναστάτες.

Όμως για τον κ. Γ.Μηλιό η Επανάσταση αποτελεί (έτσι) το αποτέλεσμα της κυριαρχίας του εθνικισμού, επομένως και της απαίτησης για κράτος. Η εθνική συνείδηση, δε σχετίζεται πρωτευόντως με τη μητρική γλώσσα, τις παραδόσεις και τον τρόπο καταγωγής του εθνικά κινητοποιημένου πληθυσμού, αλλά με την απαίτηση για «εθνική ελευθερία» και «φώτα», δηλαδή για ένα ανεξάρτητο-δημοκρατικό κράτος…[…] Από την πρώτη στιγμή της κήρυξής της η Ελληνική Επανάσταση διακήρυξε τον ριζοσπαστικό διαφωτιστικό-αστικό χαρακτήρα της, για να καταλήξει σε μια πρώτη εισαγωγική απόπειρα να θέσει τα πλαίσια που θα κινηθεί στις επόμενες σελίδες: Αυτή η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών εκφράζει την ιστορική νέα, «μοντέρνα», μορφή υπαγωγής τους (των κυριαρχούμενων τάξεων) στο κεφάλαιο.

 Δεν έχω στα παραπάνω να παραθέσω παρά ένα μικρό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, έστω κι αν ο συγγραφέας θεωρεί ότι η μαρτυρία των αγωνιστών της Επανάστασης δεν θα πρέπει να βαραίνει στην κρίσης μας: Κι’ ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμῃ νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώσῃ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ’ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα -ἕνα πρᾶμα μόνον μὲ παρακίνησε κ’ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι˙ ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλᾶμεν κι’ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγῃ οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ» , οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγῃ ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῇ μόνος του καὶ φκειάσῃ, ἢ χαλάσῃ, νὰ λέγῃ ἐγώ˙ ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι’ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ».[10]

Και αφού τα περί ενάρξεως και φύσεως της Επανάστασης έχουν αποκατασταθεί ήδη από την εισαγωγή, σειρά έχει -πως θα μπορούσε να ξεφύγει άλλωστε- η εκκλησία: Την προκήρυξη της Επαναστάσεως καταδίκασαν σχεδόν αμέσως (στις αρχές Μαρτίου 1821), με Εγκύκλιό τους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος[11], σύμφωνα με την οποία οι ορθόδοξοι χριστιανοί καλούνται να επιδείξουν «κάθε υποταγήν και ευπείθειαν εις αυτήν την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην κραταιάν και αήττητον Βασιλείαν. Σχετικά με την παρατήρηση αυτή, όπου επιλεκτικά αναδεικνύεται μια επιβεβλημένη στρατηγικά στάση του εν λόγω ιεράρχη (όπως άλλωστε και άλλων), δεν έχω παρά να παραπέμψω στη σχετική αναφορά ν.5, αλλά και στην εν γένει στάση του κλήρου-ειδικά του κατώτερου- καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και μετά το τέλος της. Παρά τις πρωταρχικές επιφυλάξεις, τις προσπάθειες για νουθεσία και κατευνασμό της δίκαιης οργής των αγωνιστών, η Εκκλησία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του αγώνα. Προφανώς υπάρχουν σημεία προς διερεύνηση ή κριτική, ακόμα και περιστατικά, πρόσωπα και γεγονότα μελανά, όμως διόλου δεν ακυρώνουν την τελική και σε γενικές γραμμές θετική συμβολή του κλήρου στην εξέλιξη και επιτυχία της εθνεγερσίας[12].

Στη συνέχεια ο συγγραφέας βάλει κατά της συνέχειας -διιστορικότητας- όπως αναφέρει του ελληνικού έθνους-φυλής, θεωρώντας όσους την υποστηρίζουν ως εκπροσώπους της «παραδοσιακής εθνοκεντρικής προσέγγισης», θεωρεία η οποία μάλιστα σημειώνει ότι, αναπαράγεται και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, που όμως όπως γράφει ενσωματώνει αναγκαστικά ένα φυλετικό στοιχείο, καθώς το εκάστοτε έθνος διατηρεί μια αυτοαναφορική συνέχεια μέσα στους αιώνες, παρά τη δραματική αλλαγή εποχών και συνθηκών που αυτοί οι αιώνες επιφέρουν στις κοινωνίες. Σε αντίθεση με αυτή την «απορριπτέα» και «στρεβλή» αυτή θέση, εκείνος αντιπαραβάλει τη δική του «αντικειμενική» προσέγγιση. Για να δούμε όμως πως ακριβώς την αντιλαμβάνεται αυτή και σε ποιες σοβαρές και ιστορικά «αντικειμενικές πηγές» στηρίζεται: Στην παραδοσιακή εθνοκεντρική προσέγγιση αντιπαρατέθηκε αρχικά ο μαρξισμός όπως αυτός αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Σε ένα κείμενό του που γράφτηκε το 1911 ο Ιωσήφ Στάλιν σημειώνει: […]Έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού. (Στάλιν 1952: 330,331,334). Αλλά ούτε ο «πατερούλης»  πείθει τον συγγραφέα σχετικά με τη σημασία της γλώσσας στον ορισμό του έθνους: «Κάθε σταθερή κοινότητα όμως δεν δημιουργεί το έθνος[…] Σε τι διαφέρει η εθνική κοινότητα απ’ την κρατική κοινότητα; Εκτός από τ’ άλλα, και απ’ το ότι μια εθνική κοινότητα είναι ακατανόητη χωρίς κοινή γλώσσα, ενώ για το κράτος δεν είναι υποχρεωτική η κοινή γλώσσα». Ι.Στάλιν(σελ.53).

Όμως λίγο πριν στη σελ 44 ο  Γ.Μηλιός αντικρούει την παραπάνω άποψη του Στάλιν και γράφει: Εδώ αρκεί κατ’ αρχάς η επισήμανση ότι  το έθνος δηλαδή η εθνική πολιτικοποίηση ενός πληθυσμού στην προοπτική δημιουργίας/ενίσχυσης/επέκτασης ενός εθνικού κράτους δεν έχει σχεδόν ποτέ ως πρωτεύον κριτήριο τη γλώσσα, καίτοι βέβαια τείνει εκ των υστέρων να διαμορφώσει και να γενικεύσει μια εθνική γλώσσα.

Ευτυχώς για τον συγγραφέα  ο «σιδηρός» Ιωσήφ δεν μπορεί πλέον να απαντήσει αναλόγως στη συγκεκριμένη θέση και όλοι σήμερα γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θα συνήθιζε να το κάνει αυτό…

Ως παράδειγμα που καταρρίπτει την άποψη περί εθνικής άρα και γλωσσικής βάσης του αγώνα, ο κος Γ.Μηλιός αναφέρει ότι οι εθνικά στρατευμένοι αγωνιστές και πληθυσμοί που δημιούργησαν το πρώτο ελληνικό κράτος στο νότιο της ελληνικής χερσονήσου δεν ήταν όλοι ελληνόφωνοι. Μάλιστα, περιοχές, εθνικοί (ελληνικοί ) πληθυσμοί και αγωνιστές που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο για τη διάδοση και την έκβαση της Επανάστασης (η Ύδρα, ο Πόρος, οι Σπέτσες…)ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους αλβανόφωνοι. Και εδώ πάλι, εκτός του ότι συναντούμε τη συνηθισμένη σύγχυση μεταξύ Αλβανών και Αρβανιτών (βλ. Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες Σαράντος Ι. Καργάκος εκδ. Σιδέρης 2008), παρατηρείται μια προσπάθεια να ταυτιστούν οι αυτόχθονες ελληνικοί πληθυσμοί που συνέβαλαν στην εξέλιξη της Επανάστασης, με ορισμένους αλβανικούς πληθυσμούς (και μάλιστα πραγματοποιώντας ιστορικό άλμα) όπως προκλητικά αναφέρθηκε και σε πρόσφατο ντοκιμαντέρ της κρατικής αλβανικής τηλεόρασης, στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίχθηκε ότι το 90% των αγωνιστών της Επανάστασης ήταν Αλβανικής καταγωγής! Ειπώθηκε δηλαδή ότι ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Γιώργος Καραϊσκάκης, ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν, σύμφωνα με αυτό το ντοκιμαντέρ Αλβανοί, που είχαν μεταβεί στην Ελλάδα πριν από αιώνες.

Στη συνέχεια και στο κεφάλαιο «Μετά τη Γαλλική Επανάσταση: Η εθνική πολιτικοποίηση», διαβάζουμε: […] η απαίτηση για οικονομική ελευθερία γεννά την απαίτηση για προσωπική αλλά και πολιτική ελευθερία, κάτι που μετασχηματίζει και τους όρους πρόσληψης της θρησκείας (ως μερικώς εκκομσμικευμένη ταυτότητα).  Στη συνέχεια και αφού παραθέτει ένα απόσπασμα του Hobsbawn [13](1992, 204-205)  καταλήγει στο συμπέρασμα ότι  η Επανάσταση δεν ήταν τίποτα άλλο από μια γενικευμένη -έστω- εξέγερση που μάλιστα ξεκίνησε από της Παραδουνάβιες περιοχές στα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης και είχε κυρίως κίνητρα οικονομικά και εμπορικά αλλά και εκμεταλλευόμενη τη συσσωρευμένη οργή από τις ανισότητες αλλά και τις αδικίες που προέκυπταν από την κοινωνική διαστρωμάτωση και το στάτους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Τώρα αν στη συνέχεια μετατράπηκε και προσέλαβε εθνικοαπελευθερωτικές διαστάσεις αυτό κρίνεται σημαντικό μεν, αλλά και δευτερεύον από τον συγγραφέα : Και ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: ο φιλευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικοί οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες[…] Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία Ελλήνων προυχόντων[14]. Ας δούμε όμως τι αναφέρει ο Ιρλανδός Edward Blaquiere (1779 – 1832) σχετικά: «Στο μέλλον, δεν θα υπάρχει πιο δύσκολο έργο για ένα συγγραφέα από την αφήγηση της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης. Νομίζω περιττό να επαναλάβω ότι είναι αδικία να παραλληλίζεται η υπόθεση αυτή με άλλες ευρωπαϊκές εξεγέρσεις, παρακινημένες από διαφορετικά κίνητρα. Άλλοι έχουν διαπραγματευθεί αυτό το θέμα και έτσι απαλλάσσομαι».

Πάντα στο ίδιο κεφάλαιο «αναλύεται» και το φαινόμενο των Αρματολών αλλά και γίνεται αναφορά στη σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της Τριπολιτσάς[15]: Στα ένοπλα σώματα («στον στρατό») ήταν εμφανές πολιτικά και ιδεολογικά το κλεφταρματολικό στοιχείο, το οποίο στηρίζονταν σε πρακτικές όπως η βίαιη αρπαγή «αιχμαλώτων», η εμπορία δούλων  και η λαφυραγώγηση.[…] Οι αρχηγοί των αρματολών είχαν παρόμοιες εμπειρίες με τους άρχοντες της Πελοποννήσου: ο πόλεμος έδωσε σε πολλούς αγνώστους τη δυνατότητα να διακριθούν, και ένα νέο σώμα οπλαρχηγών που είχαν ανέλθει γρήγορα δεν ήθελε να υποταγεί στις παλαιές φατρίες των αρματολών. Στο πρόσωπο του εθνικού ήρωα των Ελλήνων  Μακρυγιάννη (1797-1864) συναντάμε έναν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο αυτής της νέας ομάδας αξιωματικών…

Στη συνέχεια και αφού παρεμβάλλεται ένα κεφάλαιο 20 σελίδων(!) με τίτλο «Η διαμόρφωση ενός καπιταλιστικού κράτους» όπου εκτός της προφανούς θεωρητικής ανάλυσης του θέματος επιχειρείται μια ακόμη πλαισίωση της Επαναστάσεως με όρους πολιτικής οικονομίας, περνάμε στο κεφάλαιο Η ελληνοποίηση της Ανατολής, όπου μεταξύ άλλων εξετάζεται και κατά πόσον η «Μεγάλη Ιδέα» συνδέθηκε με την Επανάσταση και το αντίστροφο:

«Στο παρόν κεφάλαιο 8 θα αναφερθώ στη «Μεγάλη Ιδέα», την επεκτατική πολιτική του ελληνικού κράτους με στρατηγικό στόχο, αρχικά, την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την εξάπλωση της επικράτειας της Ελλάδας στα Βαλκάνια, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και τη Μικρά Ασία. (σελ. 178). Και στη σελ. 182 διαβάζουμε: Το «όραμα» επομένως ήταν ένας μοντέρνος επεκτατισμός της εποχής του αποικιοκρατικού καπιταλισμού: το διαφωτιστικό ιδεώδες του «εκπολιτισμού της Ανατολής[…]. Αυτή όμως ήταν η μια όψη της Επανάστασης κατά τον συγγραφέα. Η άλλη σχετίζονταν με οικονομία όπως ήδη αναφέρθηκε. Οι Έλληνες καπιταλιστές τους εξωτερικού δεν θα πρέπει να θεωρηθούν απλά κομμάτι της αστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα όπου βρίσκονταν επενδυμένο το κεφάλαιο της. Για λόγους που ανάγονται τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, καθώς είναι φορείς του εθνικισμού σε μια αρχικά προεθνική Αυτοκρατορία, οι Έλληνες κεφαλαιοκράτες του εξωτερικού αποτελούσαν ταυτόχρονα έκφραση του ιδιαίτερου επεκτατισμού του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού:

Ήδη αναφέραμε τη στενή σχέση ανάμεσα στο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο και στους καπιταλιστές του εξωτερικού, αλλά και ανάμεσα σε αυτούς τους τελευταίους και τον πληθυσμό της Ελλάδας (μεταναστευτικό κύμα). Σχετικά με τα όσα αναφέρονται εδώ, ήδη έχουν δοθεί απαντήσεις πιο πάνω. Παραθέτω όμως αυτούσια τα αποσπάσματα ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τις θέσεις του συγγραφέα και σε αυτό το ζήτημα.

Στο 9ο κεφάλαιο :Το 1821 ως «παρόν». Για τις ιδεολογικές χρήσεις της επανάστασης. Εδώ σε μια κρίση αυτοκριτικής ή και αντιπαράθεση με τον ιδεολογικό χώρο της Αριστεράς  σημειώνει: Η «παραποίηση της εθνικής ιστορίας» για ιδεολογικούς και πολιτικούς (συνήθως «εθνικούς») σκοπούς που παγίως χαρακτηρίζει την επίσημη ιστοριογραφία δεν άφησε ανεπηρέαστους ούτε τους ιστορικούς και διανοούμενους που εντάσσονται στην Αριστερά. Ως παράδειγμα προκειμένου να τεκμηριώσει αυτή την άποψη ο Γ.Μηλιός θέτει το κλασικό θέμα της «εθνικής συνέχειας»: Το επιχείρημα «ότι πράγματι οι σύγχρονοι Έλληνες κατάγονται από τους επιφανείς προγόνους τους» επειδή «μιλούν την ίδια γλώσσα», επιχείρημα που στερεότυπα επαναλαμβάνει η «εθνική ιστοριογραφία», προφανώς αποτελεί ιδεολογική χρήση (και παραποίηση) της ιστορίας, αφενός διότι η γλώσσα δεν αποτελεί  επαρκές κριτήριο εθνικής ένταξης και αφετέρου διότι οι επαναστατημένοι Έλληνες, καίτοι έγραφαν στην επίσημη γλώσσα των χριστιανικών μηχανισμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την αττικίζουσα καθαρεύουσα, μιλούσαν διάφορες γλώσσες, μεταξύ των οποίων «αλβανιστί».  Και εδώ επαναλαμβάνεται για μια ακόμη φορά η γνωστή θέση μιας μερίδας ιστοριογράφων οι οποίοι υποστηρίζουν τον δήθεν πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821!

Πριν ολοκληρώσει αυτό το κεφάλαιο ο κος Γ. Μηλιός παραθέτει κάποιους προβληματισμούς σε ένα υποκεφάλαιο που μου προκάλεσε ιδιαίτερα αλγεινή εντύπωση υπό τον τίτλο: «Εθνική συνέχεια» και ρατσισμός. Ας δούμε εν συντομία κάποιες αναφορές : Στο κεφάλαιο 3 υποστηρίξαμε τη θέση ότι «ο εθνικισμός χαρακτηρίζεται εγγενώς από την τάση προς ρατσισμό». Έχει ενδιαφέρον ότι η προσέγγιση της «ιστορικής συνέχειας του ελληνικού λαού» ως «αντίστασης» στους κατακτητές χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως υποτιθέμενη απόρριψη του ρατσισμού[…] Και αφού χαρακτηρίζει τους σπουδαίους ιστορικούς Απόστολο Βακαλόπουλο και Νίκο Σβωρόνο «παραδοσιακούς εθνικούς ιστορικούς», επισημαίνει ότι αν και δεν προκύπτει από τις θέσεις ειδικά του Σβωρόνου φυλετική αντίληψη της συνέχειας του ελληνισμού, επικρατεί η αντίληψη για «πολιτισμική συνέχεια».

Συγκεκριμένα αναφέρει: Όμως η κύρια μορφή ρατσισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συντριβή του ναζισμού δεν είναι φυλετικός, αλλά ο πολιτισμικός ρατσισμός. (σελ 212) και καταλήγει στη σελ 213: Θα συμφωνήσω επομένως με τον Άκη Γαβριηλίδη[16], ο οποίος επισήμανε αναφορικά με την προσέγγιση του Νίκου Σβορώνου ότι «σε αυτή την εξύμνηση της πολιτισμικής διαφοράς  και της διατήρησης της ιδιαιτερότητας ενός λαού θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να αναγνωρίσουμε αυτός που πράγματι είναι, δηλαδή μια παραδειγματική έκφραση του διαφοριστικού ρατσισμού». (Γαβριηλίδης 2005)[17].

Εν τέλει και μετά από ένα ταξίδι στον κόσμο των θεωρητικών οικονομικών και  των μαρξιστικών θεωριών περί κεφαλαίου και ελέγχου των μέσων παραγωγής, ο Γ. Μηλιός καταλήγει:

Το αφήγημα περί του «λαϊκού» εναντίον του «ξενόδολου» 1821 έχει πλέον υποχωρήσει από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία και διατηρεί τη δραστικότητά του περισσότερο μεταξύ κύκλων που προβληματίζονται σχετικά με τα «εθνικά δίκαια» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον χώρο της δημοσιογραφίας. […] Όμως όσο κι αν εξοβελίζουν τις κοινωνικές αντιθέσεις οι υπέρμαχοι της πειθαρχίας στην εξουσία, οι κοινωνικές εκρήξεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις θα συνεχίσουν να τους απογοητεύουν. Άλλωστε το Εικοσιένα ήταν ακριβώς η συγχώνευση των κοινωνικών αντιθέσεων της εποχής και το ξέσπασμα ως αγώνας για το γκρέμισμα ενός παλιού κόσμου, στο όνομα της «ελευθερίας». Οικοδόμησε ένα νέο, εθνικό-καπιταλιστικό, καθεστώς, μια νέα μορφή ταξικής και πολιτικής εξουσίας, της οποίας η αμφισβήτηση γίνεται σήμερα, διακόσια χρόνια μετά, απολύτως αναγκαία για την κοινωνική πλειοψηφία. Ας είμαστε ξεκάθαροι: κανένα Εικοσιένα δεν υπήρξε ως αποτέλεσμα «συγχώνευσης κοινωνικών αντιθέσεων», διότι απλούστατα αν αυτό συνέβαινε, σύντομα θα είχε υποχωρήσει και εν τέλει κατασταλεί, όπως συνέβη σε παρόμοιες προηγούμενες επαναστατικές προσπάθειες.           Η άποψη αυτή είναι παγιωμένη αντίληψη, ευσεβής πόθος και συμπέρασμα ιδεολογικού χαρακτήρα μιας μερίδας της Αριστεράς -και όχι του συνόλου της, όπως κι ο ίδιος ο Γ.Μηλιός επισημαίνει- και στην πραγματικότητα αποτελεί ευσεβή πόθο, ανάλογο εκείνου που καταβάλει έναν αρχαιολόγο όταν προσπαθεί με κάθε επιστημονικό κόστος και παρέκκλιση να ανακαλύψει αυτό που πριν καν ερευνήσει έχει αποφασίσει ότι θα φέρει στο φως. Αν η μια πλευρά των ιστορικών χρωματίζει την Επανάσταση «εθνικά» εξυπηρετώντας τις εθνοκεντρικές πεποιθήσεις της Δεξιάς, και άλλη πλευρά την ιδεολογικοποιεί, χρωματίζοντάς την με τα ψευδοθεωρήματα της Αριστεράς τελικά ακυρώνεται τον ίδιο τον σκοπό της. Όμως η εθνεγερσία δεν έχει παρά ένα και μοναδικό χρώμα: αυτό του αίματος των ηρώων, οι οποίοι για τον Γ.Μηλιό (αλλά και για τον Θάνο Βερέμη[18] στον οποίο συχνά αναφέρεται ως πηγή)  δεν είναι άξιοι λόγου και πάντως οι μαρτυρίες τους δεν θα πρέπει να θεωρούνται σημαντικές για την αποτίμηση των γεγονότων του 1821. Ούτε και προφανώς από την επανάσταση πρόκυψε κάποιο «ένα νέο, εθνικό-καπιταλιστικό, καθεστώς», το οποίο μάλιστα «είναι αναγκαίο να αμφισβητηθεί σήμερα από την κοινωνική πλειοψηφία» (άραγε με ποιο τρόπο; ). Εκείνο που διαδέχτηκε το φεουδαρχικό, απάνθρωπο καθεστώς των κοτζαμπάσηδων και των προεστών, ήταν και ως ένα βαθμό παραμένει ως τις μέρες, ένα ασθενές αστικό ευρω- μόρφωμα, που πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον, μιμείται και υιοθετεί τα όσα εξ Εσπερίας επιστρέφουν ως πνευματικά αντιδάνεια, διότι το ίδιο δεν φρόντισε να τα σεβαστεί και να τα αναδείξει, κατανοώντας την πανανθρώπινη μοναδικότητά τους. Όμως ακριβώς για αυτό το λόγο, το παράδειγμα της Εθνεγερσίας από τη μια βάλλεται, λοιδορείται και υποβαθμίζεται και από την άλλη υπερπροβάλλεται, σημαιοστολίζεται και δοξολογείται, χάνοντας το πραγματικό νόημα του, που ο Σολωμός συγκέντρωσε μόλις σε μια στροφή:

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη/ των Ελλήνων τα ιερά,/ και σαν πρώτα ανδρειωμένη,/ χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

 

Οι Ήρωες του 1821 -ούτε μια φορά δεν τους αποκαλεί έτσι ο Γ.Μηλιός σε 230 σελίδες βιβλίου με θέμα το 1821- οραματίστηκαν με το άδολο ένστικτο του αγωνιστή και το πηγαίο πάθος του επαναστάτη μια πατρίδα ελεύθερη και ανεξάρτητη, συνέχεια της Ελλάδας που επί χιλιετηρίδες επιβιώνει σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου, κόντρα σε κάθε λογική και πρόβλεψη. Ούτε νέο-καπιταλιστικό κράτος των κεφαλαιοκρατών στα πρότυπα της άθλιας αποικιοκρατίας των Μεγάλων Δυνάμεων, ούτε γελοία απομίμηση της ένδοξης Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μέσα από ατομικές φιλοδοξίες, συγκρούσεις, φιλονικίες, εμφύλιες διαμάχες, δολοπλοκίες, προδοσίες, αλλά και μέσα απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία/ την νικηφόρα, την περίλαμπρη,/ την περιλάλητη, την δοξασμένη/ ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,/ την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·/ ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.[…] Για «ιδεολογήματα» να μιλούμε τώρα! για να «χρησιμοποιήσω»  και να παραφράσω ένα ποίημα του Καβάφη[19]. Η Επανάσταση υπήρξε ένα ισάξιο ιστορικά και πολιτικά γεγονός της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένα κίνημα των ολίγων άνευ προηγουμένου, αντίθετο σε κάθε λογική και πρόβλεψη, που ανέτρεψε -όπως και η μακεδονική εκστρατεία κάθε δεδομένο και ανέδειξε στρατιωτικές ιδιοφυΐες (όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης κ.α.), που άλλαξαν τον τρόπο του μάχεσθαι, εφαρμόζοντας πρωτοποριακές πολεμικές τακτικές.

Επιστρέφω λοιπόν στο απόσπασμα από τη συνέντευξη του Ρένου Αποστολίδη για τον Καζαντζάκη με την οποία ξεκίνησα αυτή τη σύντομη αναφορά στο βιβλίο του Γ.Μηλιού. Αλήθεια έχουμε το πνευματικό ανάστημα να κρίνουμε τους αγωνιστές του 1821; Διότι αυτό κάνουμε έμμεσα χαρακτηρίζοντας  με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την Επανάσταση.

Είναι λοιπόν θεμιτό και αυτονόητα σεβαστό, να ασχοληθεί κάποιος μελετητής -όχι απαραίτητα ιστορικός επιστήμονας -με ένα γεγονός τέτοιας τεράστιας ιστορικής και πολιτικής σημασίας όπως είναι αυτό του 1821. Από το σημείο όμως αυτό,  έως του σημείου να απομονώνει γεγονότα, να υποβαθμίζει τις μαρτυρίες των ίδιων των πρωταγωνιστών, να εργαλειοποιεί το νόημα της, (για να χρησιμοποιήσω ένα νεολογισμό της εποχής και του επιστημονικού πεδίου του συγγραφέα), προκειμένου να προσαρμόσει την ιστορική αλήθεια στα μέτρα της ιδεολογίας του, μάλλον είναι ένδειξη εκείνης της πρόθεσης «ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας» για την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας κατηγορεί εκείνους που απαξιωτικά αποκαλεί «εθνικούς ιστορικούς».

Όταν σε ένα βιβλίο το οποίο -έστω προσεγγίζει την Επανάσταση από μια σκοπιά κοινωνικό-οικονομική συναντάς τα ονόματα των ηρώων-πρωταγωνιστών 3-4 φορές  θεωρώ πως αν μη τι άλλο, δεν δικαιολογεί τον μεγαλεπήβολο τίτλο του.

Αλλά και από απόψεως περιεχομένου, έστω και συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης, δεν μπόρεσα να σημειώσω κάποιο νέο στοιχείο ή πληροφορία πέραν των όσων γνωστών και συνηθισμένων έχουν ήδη ειπωθεί από μια μερίδα ιστορικών και μελετητών-και μάλιστα περισσότερο τεκμηριωμένα. Έστω μια καινούργια αναφορά προς συζήτηση, επιστημονική έρευνα και προβληματισμό, που είναι απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εμπλουτιστεί  η ιστορίας μας, να προκύψουν νέες ακαδημαϊκές μελέτες από εγχώριους ερευνητές και να μην τις «εισαγάγουμε» έτοιμες μόνο από τα ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα και κατόπιν άκριτα να τις δογματοποιούμε ως ιστορικά τοτέμ.   Ίσως στο μόνο που πρωτοτυπεί το συγκεκριμένο πόνημα είναι η απουσία αναφοράς στο «κρυφό σχολειό» (το οποίο για τους υποτιθέμενους υπέρμαχους της ιστορικής αλήθειας, θεωρείται ακόμα ένας μύθος, μια προπαγάνδα των «εθνικών ιστορικών».  Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της αντίληψης αποτελεί ο καθηγητής Θάνος Βερέμης[20]).

Λείπει επίσης η συμβολή  των Μεγάλων Δυνάμεων -ειδικά με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου- στη θετική έκβαση της Επανάστασης, (η ίδια ομάδα ιστορικών στους οποίους βασίζεται και ο συγγραφέας κατά κύριο λόγο, θεωρεί σημαντικότερο και πιο καθοριστικό το  γεγονός αυτό, ίσως από το σύνολο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα!)[21]. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων -παρά τους πολλούς αστερίσκους, τις επιφυλάξεις, τα προσχώματα και τις παγίδες- δεν ήταν ασφαλώς αμελητέα, αλλά θεωρείται αποφασιστική μόνο από το σημείο εκείνο που στρατιωτικά και πολιτικά ήταν αδύνατη η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση Οθωμανικής κατοχής ειδικά από το 1823 και μετά όταν ο νέος Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Κάνιγκ, εκτιμώντας ότι ένα δυναμικό ελληνικό κράτος θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο συνεργάτη της Αγγλίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αναθεώρησε την πολιτική της χώρας του και αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπόλεμη δύναμη.[22].

Και ας δεχθούμε -έστω και εσφαλμένα ότι το «φως προήλθε εξ ανατολών», ας μη όμως συμπεράνουμε άδικα και ότι η ελευθερία μας χαρίστηκε από τη Δύση, διότι ούτε καν οι ίδιοι οι ιστορικοί μελετητές που προέρχονται από αυτή, υποστηρίζουν κάτι τέτοιο[23].

Θα καταλήξω, έχοντας μια αίσθηση πίκρας και θλίψης για όσα διάβασα αλλά και όσα χωρίς ιδιαίτερη μελέτη συγκέντρωσα ως σύντομες απαντήσεις, με μερικούς στίχους ενός σπουδαίου αγωνιστή και λογοτέχνη της Αριστεράς, τον οποίο ελπίζω ο κος Γ.Μηλιός να εκτιμά περισσότερο από ό, τι το ίδιο το κόμμα το οποίο για δεκαετίες και ως το τέλος της ζωής του υπηρέτησε.

«Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε εσύ δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε: Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις, ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα»!

Μενέλαος Λουντέμης

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αποστολόπουλος Γ.Δημήτρης, «Η Γαλλική επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη ελληνική κοινωνία», έκδοση «Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών», 1989αι κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, Αθήνα: Στοχαστής.

Βακαλόπουλος Απόστολος Ε.(1996), Η πορεία του γένους, Αθήνα : Οι εκδόσεις των Φίλων.

Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., (1982) Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Στ’, Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829) Η εσωτερική κρίση (1822-1825), εκδόσεις Α. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1982.

Bερέμης Θάνος, Ιωάννης Σ.Κολιόπουλος και Ιάκωβος Δ.Μιχαηλίδης(2018), 1821, η δημιουργία ενός έθνους κράτους, Αθήνα Μεταίχμιο.

Γιοχάλας Π.Τίτος (2011), Η αρβανιτιά στο Μορία, Αθήνα : Πατάκης.

Δημαράς Κ.Θ (1989), Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα: Ερμής.

Ζέβγος Γιάννης (1933), «Ο Γ.Κορδάτος σαν ιστορικός της επανάστασης του 1821», Κουμμουνιστική  Επιθεώρηση 21(1/11/1933), 26-34.

Heirnrich Michael, (2018), Karl Marx un die Geburt der moderner Gesellschaft. Biografie und Werkentwiclung, Erster Bnad, 1818-1841 Βερολίνο.

Θεοδωρακόπουλος Ιωάννης N. (1972) Το εικοσιένα και ο σύγχρονος ελληνισμός, Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων.

Κακριδής, Ιωάννης (1978). Οι αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.

Κρεμμυδάς, Βασίλης (1976-1977). «Η οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα και οι επιπτώσεις της στην Επανάσταση του 1821»

Κοραής Αδαμάντιος (1819), Στοχασμοί Κρίτωνος, εν Παρισίους εκ της Τυπογραφίας Φιρμίνου Διδότου.

Κουλούρη, «Μύθοι και Αλήθειες για το ’21», εφ. Το ΒΗΜΑ, 25-3-2007.

Κυριακόπουλος Ηλίας Γ. (1929), «Βερώνης Σενέδριο», στο Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια, τομΖ΄, Πυρσός.

Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Κ. (1846). Τερτσέτης, Γεώργιος, επιμ. Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836.

Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν 1846, σσ. 47-48.

Κρεμμυδά Β, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Mύθοι και ιδεολογήματα», εφ. Τα ΝΕΑ, 22-3-2005.

Μάγιερ Ιωάννης, (1858), Ελληνικά Χρονικά «Μεσολογγίου» τομ. Α΄(1824).

Μαντουβάλου Μαρία, Οι εγκωμιαστές του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, δεινοί τιμητές και πλαστογράφοι της Ελληνικής. Στο Ιστοριογραφία και Πηγές για την ερμηνεία του 1821, Συνέδριο, Ι.Μ. Πεντέλης, 12-13 Οκτ. 2012, εκδ. “Αρχονταρίκι”, Αθήνα 2013, σ. 127 κ.ε.

Μπαλάνος Δ.Σ, «Αι υπέρ του Έθνους θυσίαι του Κλήρου κατά την Επανάστασιν του 1821», Ἡμερολόγιον τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, τ. 2, 2 (1923), σ. 193.

Μπέλσης, Κωνσταντίνος (2014). Από την οθωμανική νομιμότητα στο εθνικό κράτος. Το “άτομο” στο επίκεντρο της Ιστορίας. Λυκούργος Λογοθέτης (1772-1850). Αθήνα: Παπαζήσης.

Σαράντος Καργάκος, “Η Ελληνική Επανάσταση του 1821” τετράτομο έργο, τόμος Α΄, έκδοση 2014.

Παπαγεωργίου, Στέφανος Π. (2005). Από το γένος στο έθνος: Η θεμελίωση του Ελληνικού κράτους 1821-1862 (2η έκδοση). Αθήνα: Παπαζήση.

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Η ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, τόμος 3, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003.

Φωτάκου, όπ. παρ. σσ. 45-46 (κεφ. Α΄).

Brewer, David The Greek War of Independence, London: Overlook Duckworth, 2011 page 244.

Brown, L. Carl (1984). International Politics and the Middle East: Old Rules, Dangerous Game. I.B.Tauris.

Hobsbawm, Eric (1990). Nations and Nationalism since 1780: Programme, Myth, Reality. Cambridge: Cambridge University Press.

Mazower, Mark (2004). Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews, 1430–1950. London: HarperCollins.

Trent, James (2012). The Manliest Man: Samuel G. Howe and the Contours of Nineteenth Century American Reform. University of Massachusetts Press.

Peacock, Herbert Leonard, A History of Modern Europe, (Heinemann Educational Publishers; 7th edition, September 1982).

Phillips, W. Alison. The war of Greek independence, 1821 to 1833 (1897).

William St Clair, That Greece Might Still Be Free, Open Book Publishers, 2008.

 

 

______________________

[1]  Λουί Πιερ Αλτουσέρ, Louis Pierre Althusser, (1918 – 1990) ήταν Γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος. Θεωρείται ιδρυτής του δομικού μαρξισμού. Το 1939 κατάφερε να εισαχθεί στην École normale supérieure (ENS) στο Παρίσι περίοδο όπου ήταν φανατικός Ρωμαιοκαθολικός και μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης Action Catholique (Καθολική Δράση). Κατά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο θα κρατηθεί σε στρατόπεδο εργασίας στη Γερμανία, γεγονός που θα του δημιουργήσει χρόνια ψυχολογικά προβλήματα. Το 1948 ολοκληρώνει τις σπουδές του στη φιλοσοφία, απομακρύνεται από τον καθολικισμό και ξεκινά η στράτευσή του στο κομμουνιστικό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ).  Ιδιαίτερα παραγωγικές για εκείνον ήταν οι δεκαετίες 1950-1960. Το 1980 επιδεινώθηκε ραγδαία, αφού έπασχε από μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Στις 16 Νοεμβρίου θα στραγγαλίσει τη γυναίκα του, χωρίς να έχει συνείδηση της πράξης του σύμφωνα με το δικαστήριο. Πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ψυχιατρεία. Πεθαίνει στις 22 Οκτώβρη του 1990.

[2] Ο Κάρλ Μάρξ, Karl Marx (1818-1883), υπήρξε δεινός μελετητής των αρχαίων Ελλήνων κλασικών και μάλιστα συνέγραψε διδακτορική διατριβή με θέμα : «Διαφορά μεταξύ της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» με την οποία αναγορεύθηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ιένας το 1841. Η διατριβή αυτή καταλήγει με τη φράση: «Οι Έλληνες θα μείνουν αιώνια οι δάσκαλοί μας, χάριν αυτής της μεγαλειώδους αντικειμενικής αφέλειας που αφήνει κάθε πράγμα να λάμψει δίχως ντύματα». Για εκείνο που ίσως για λόγους που ξεφεύγουν από τον σκοπό αυτής της μελέτης που μπορεί να κατηγορηθεί ο Μαρξ, ίσως είναι η αρνητική στάση του στην ιδέα της Επανάστασης γενικότερα, όσο κι αν αυτό μας ξενίζει.

[3] Σχετικά ο Μάρξ γράφει: […]Το πραγματικό επίμαχο σημείο είναι η ευρωπαϊκή Τουρκία…Το θαυμάσιο τούτο έδαφος έχει την ατυχία να κατοικείται από ένα συνονθύλευμα διαφόρων φυλών κι εθνικοτήτων -Σλάβοι, Ελληνες, Βλάχοι, Αρναούτηδες (Αλβανοί). […]«Οι Έλληνες της Τουρκίας είναι ως επί το πλείστων σλαβικής καταγωγής, όμως υιοθέτησαν την σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Με εξαίρεση λίγες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, είναι τώρα γενικά αποδεκτό ότι πολύ λίγο καθαρό ελληνικό αίμα υπάρχει ακόμα και στην Ελλάδας». Κάρλ Μάρξ, άρθρο στην New York Daily Tribune,1853.

[4] Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Φοίτησε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, στην Εcole des Hautes Εtudes en Sciences Sociales και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris I – Pantheon – Sorbonne). Το 2020 εξελέγη πρύτανης του Πάντειου πανεπιστημίου, ως επικεφαλής ψηφοδελτίου της Αριστεράς, το οποίο υποστήριξε μεταξύ άλλων και ο ΣΥΡΙΖΑ.

[5] Ο Λένιν σε συζήτηση με κομματικούς συντρόφους του όταν απ’ αυτούς, αντιλαμβανόμενος το πόσο αντίθετα με την πραγματικότητα ήταν αυτά που άκουγε, τόλμησε να εκφράσει την αντίρρησή του: «Μα, σύντροφε Λένιν, αυτά που λέτε είναι αντίθετα προς τα γεγονότα!». Ο Λένιν απάντησε ατάραχος ως εξής :«Ε τότε, τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα!».

[6] Κ.Π.Καβάφης, Ιωνικόν (1911)

[7]  Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1901, σελ. 50.

Διαμαντής Αθ. Κωνσταντίνος, Πρότασις καθιερώσεως εθνικών επετείων και δημοσίων αγώνων κατά το πρότυπον των εορτών της αρχαιότητος κατά το έτος 1835, “Αθηνά”, Σύγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας.τομ. 73, 74. (1972, 1973), σελ. 314.

[8]  Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 23· εν Αθήναις 18883, σ. 19.

[9]  «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως». Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν 1846, σσ. 47-48.

[10] Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη. Τόμος δεύτερος (περιέχων τα Απομνημονεύματα), εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού, 1907, 455-464 («Επίλογος»)

[11] Mετά τη λειτουργία του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, εξευτελιζόμενος από τον όχλο.

Κατόπιν, μια ομάδα τριών Εβραίων αγόρασαν το πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Είχαν προηγηθεί πολλές εκκλήσεις και προτροπές  υπαλλήλων ξένων πρεσβειών να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη στις οποίες είχε απαντήσει ως εξής: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω…ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου…ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου…Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων».

[12] Κατά τον Φωτάκο, πρώτο υπασπιστή και γραμματικό του Κολοκοτρώνη, και μια από τις πρωτογενείς πηγές του αγώνα,«πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς· αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν. […] Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν της Τουρκικής δυναστείας ο,τι θέλει κανείς λέγει και γράφει […] και […] είπαν πολλά εναντίον του». Σύμφωνα με μελέτη του Πέτρου Γεωργαντζή, σε σύνολο περίπου διακοσίων αρχιερέων κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. 73 έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, 42 υπέστησαν σκληρές διώξεις, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, και 45 «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις». 

Δ. Σ. Μπαλάνος, «Αι υπέρ του Έθνους θυσίαι του Κλήρου κατά την Επανάστασιν του 1821», Ἡμερολόγιον τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, τ. 2, 2 (1923), σ. 193.

[13] Έρικ Τζον Έρνεστ Χομπσμπάουμ (Eric Hobsbawm1917 – 2012) ήταν Βρετανός Μαρξιστής ιστορικός και συγγραφέας. Ανάμεσα στα γνωστότερα έργα του περιλαμβάνεται η τριλογία για τον «μακρύ 19ο  αιώνα» αλλά και για τον «σύντομο 20ο ».

[14] Ας δούμε όμως τι αναφέρει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σχετικά στα απομνημονεύματά του:

 «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Σαν μία βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό.».

[15] Πράγματι η επί τρεις ολόκληρες ημέρες σφαγή όλου σχεδόν του πληθυσμού της Τριπολιτσάς (άνω των 25.000) τον Σεπτέμβριο του 1821, ήταν μια μελανή στιγμή στην ιστορία της Επαναστάσεως, η οποία μάλιστα προκάλεσε θύελλά αρνητικών σχολίων και αντιδράσεων σε όλη την Ευρώπη. Και ίσως το ήδη φορτισμένο κλίμα δυσπιστίας και οργής κατά των Ελλήνων αγωνιστών να είχε κυριαρχήσει αν ένας ποιητής ανάλογος του Ομήρου δεν κατάφερνε να σώσει κυριολεκτικά την Ιδέα της εθνεγερσίας, με τους συγκλονιστικούς στίχους του. Ο Διονύσιος Σολωμός ανατρέπει την ιστορική αλήθεια και αποδίδει μεταφορικά τη σφαγή στις βασανισμένες αιώνες ολόκληρους ψυχές των μαρτύρων Ελλήνων, που βγαίνουν από τα μνήματα και καταδιώκουν και κατασφάζουν τους Τούρκους της Τριπολιτσάς, ως φριχτές Ερινύες κι ως Νέμεσις και Δίκη για τα πάθη που είχαν προκαλέσει στους Έλληνες. Ας δούμε δυο στροφές μόνο : όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,/ μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,/ σὰν τὸ ροῦχο ὁποῦ σκεπάζει/ τὰ κρεβάτια τὰ στερνά./ Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι/ ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,/ ὅσοι εἶν’ἄδικα σφαγμένοι/ ἀπὸ τούρκικην ὀργὴ. Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν. Η άλωση της Τριπολιτσάς

[16] Άκης Γαβριηλίδης, απόφοιτος της νομικής του ΑΠΘ, συγγραφέας και μεταφραστής. Μερικά χαρακτηριστικά έργα του: «Εμείς οι έποικοι», Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου», «Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος», «Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα.Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση», κ.α

[17] Δείτε στο σημείο αυτό  τι αναφέρει η Πρωσική Κυβέρνηση σε υπόμνημά της τον Ιούλιο του 1821: «Η ελληνική επανάσταση είναι αποτέλεσμα των καταπιέσεων της Πύλης και έλαβε απλώς αφορμή για να εκραγεί από την επίδραση του επαναστατικού κύματος στην Ευρώπη. Η αρχή και η δύναμη της επανάστασης βρίσκονται σ’ αυτό το έθνος των Ελλήνων, που στάθηκαν ικανοί να εξεγερθούν χάρη στην παρακμή και αδυναμία των Τούρκων και στις ωμότητές τους και γι’ αυτό το ελληνικό ζήτημα μετατράπηκε σε ζήτημα φιλανθρωπίας, ακόμη και στην κοινή γνώμη της Ευρώπης, την οποία δέχονται όλοι οι φίλοι της νόμιμης τάξεως του Χριστιανισμού και της δικαιοσύνης. Η ελληνική επανάσταση δεν έχει τίποτε το κοινό με τα κινήματα της Νεάπολης, της Σαρδηνίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, εκτός ίσως από την αφορμή της έκρηξης. Οι Έλληνες δεν είναι αντάρτες εναντίον νόμιμης εξουσίας, ούτε είναι άνθρωποι που διακινδυνεύουν για ένα κομμάτι χαρτί όλα τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής τάξης. Εκείνο που τους όπλισε είναι τα ευγενικά αισθήματα και οι ευγενέστατοι σκοποί…».

[18] […]Είμαστε ψώνια ως λαός, πολύ μεγάλες ψωνάρες. Πάρτε για παράδειγμα: έχουν ερωτευτεί όλοι τον Μακρυγιάννη, έναν θεοπάλαβο. Έγραφε ωραία, ήταν γενναίος, συμπαθής, με μια αφέλεια παιδική, όχι όμως να πάρεις τοις μετρητοίς αυτά που έλεγε. Θάνος Βερέμης, συνέντευξη στον Δημήτρη Πανταζόπουλο, 25/3/2017.

[19] Κ.Π.Καβάφης, Στα 200 π.Χ  Ποιήματα, τόμ. 2, Ίκαρος. Το προτελευταίο που δημοσίευσε ο Κ.Π. Καβάφης (1931) κι ένα από τα κορυφαία αριστουργήματά του. Ο Μέγας Αλέξανδρος μετά τη νικηφόρα μάχη στον Γρανικό στέλνει 300 ασπίδες στην Ακρόπολη των Αθηνών συνοδευόμενες από την επιγραφή: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΦΙΛΙΠΠOΥ ΚΑΙ OΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜOΝΙΩΝ ΑΠO ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩN TΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤOΙΚOΥΝΤΩΝ. Το ποίημα βασίζεται σε  φανταστικό μονόλογο ενός νέου  στα 200 π.Χ. στις περιοχές της αχανούς αυτοκρατορίας, η οποία προέκυψε από τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου.

[20] Ας δούμε όμως τι απαντά ο Θ.Βερέμης στην ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με την ύπαρξη του «κρυφού σχολειού»: Είναι μέρος της εκπαίδευσης του ελληνικού κράτους. Βέβαια, σε κάθε προπαγάνδα υπάρχει μια δόση αλήθειας. Υπήρξαν περίοδοι και μέρη όπου οι Οθωμανοί καταδίωκαν την γλωσσική εκπαίδευση για να εξισλαμίσουν τους πληθυσμούς. Επίσης, ταυτίστηκε με τον Κοσμά τον Αιτωλό εκατό χρόνια νωρίτερα, αφού πράγματι υπήρξε μια δίωξη των σχολείων και ήταν κρυφά, αλλά μιλάμε για μια περίοδο 20-30 χρόνια που διήρκησε αυτό. Επίσης, ήταν νυχτερινό σχολείο και όχι κρυφό, γιατί τα παιδιά δούλευαν τότε τα πρωινά στα χωράφια. (Θ.Βερέμης Καθηγητής ιστορικός και πανεπιστημιακός. Συνέντευξη στον Γιάννη Πανταζόπουλου στις 25/3/2017).

[21] «Η ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου του 1827, οσονδήποτε σημαντική για τους Έλληνες και καταστροφική για τους Τουρκοαιγυπτίους, δεν ήταν αποφασιστική για την πορεία των γεγονότων.

Οι Έλληνες με τους αγώνες τους, τις νίκες και τις ήττες τους και με τη διπλωματική τους ικανότητα έφεραν την Επανάσταση σε τέτοιο σημείο, ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να υποστηρίζουν την ανεξαρτησία τους, χωρίς να έχουν συμφέροντα ανάλογα με αυτά της Γαλλίας στην Αμερική. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν υπογράψει ήδη από τον Ιούνιο του 1827 τη Συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδος και είχαν ζητήσει από το Σουλτάνο να δεχθεί ανακωχή». Παναγιώτης Καρτζονίκας, Αντιστράτηγος ε.α

[22] Douglas D. (2012), Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923. (7η ανατύπωση), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. σελ. 87-10

[23]Και η διστακτικότητα για να μη πω η  αδιαφορία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ήταν τέτοια ώστε ο  Γάλλος δραματικός συγγραφέας Λεμερσιέ γράφει:
«Στις πύλες της Ευρώπης υποστηρίζουν τους Τούρκους, τους σφετεριστές της αρχαίας γης των Ελλήνων, δασκάλων μας στον πολιτισμό, στις τέχνες και στη δημόσια αρετή και μιλάνε για τους νόμους της νόμιμης ιδιοκτησίας και απαράγραπτης! Στις πύλες της Ευρώπης μοιράζονται, δημοπρατούν και βιάζουν τις γυναίκες και τις κόρες και μιλάνε για ήθη και ηθική! Στις πύλες της Ευρώπης εγκαταλείπουν στη σφαγή τους ομόθρησκους και μιλάνε για πίστη και κηρύττουν τα θρησκευτικά καθήκοντα! Στις πύλες της Ευρώπης φωνάζει το αίμα, χωριά και πόλεις εξολοθρεύονται και ολάκαιρος πληθυσμός ακρωτηριάζεται, σφαγιάζεται και τα κεφάλια των αποκεφαλισμένων ταριχεύονται, για να προσφερθούν ως τρόπαια στο Σεράι και μιλάνε για τα δικαιώματα του ανθρώπου και για ανθρωπισμό».

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top