Fractal

Διαβατήριο στο παρελθόν: το μεταναστευτικό αμερικανικό όνειρο

Από την Εύα Στάμου //

 

Νίκος Αραπάκης, “Ο Αμερικάνος”, εκδόσεις Τόπος, 2021

 

Ο Αμερικάνος του Νίκου Αραπάκη είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με κεντρικό θέμα τις συνθήκες διαβίωσης των οικονομικών μεταναστών που έχουν καταφτάσει στην αμερικανική ήπειρο από κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Ο Ισμαήλ Μπεσερέ ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας της ιστορίας, είναι ένας νεαρός Τούρκος, γόνος εύπορης οικογένειας με καταγωγή από την Κρήτη. Ο Ισμαήλ μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που ευνοεί την γνώση καθώς ο μεγαλοκτηματίας πατέρας του φροντίζει ο γιός του να λάβει καλή εκπαίδευση, να σπουδάσει μουσική και να μάθει την αγγλική γλώσσα. Η τύχη όμως θα τα φέρει έτσι που ο ήρωας θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη γη των προγόνων του και να διαφύγει αρχικά στην Πάτρα και στη συνέχεια στην Αμερική, παραποιώντας την ταυτότητά του και παριστάνοντας τον Έλληνα Χριστιανό Ορθόδοξο, ώστε να μην τον εντοπίσουν οι διώκτες του.

Εκείνη την περίοδο, η Αμερική αποτελεί ένα μεγάλο κοινωνικό πείραμα σε εξέλιξη: εκατομμύρια άνθρωποι από όλες τις γωνιές της γης συρρέουν στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών, στη χώρα όπου όλα μοιάζουν εφικτά, αρκεί να έχει κανείς διάθεση για δουλειά. Από εκείνη την εποχή έως σήμερα συνήθως μαθαίνουμε ή διαβάζουμε πρωτίστως τις ιστορίες των ανθρώπων που έχουν επιτύχει οικονομικά και καταφέρνουν μετά από χρόνια ή δεκαετίες σκληρής εργασίας  να καταλάβουν σημαντικές θέσεις στον δημόσιο τομέα, να κινούν τα νήματα στο εμπόριο, το χρηματιστήριο, τη βιομηχανία του κινηματογράφου ή την πολιτική.

Η Αμερική διαφημίζεται ως ο τόπος της αξιοκρατίας αφού άνθρωποι δίχως διασυνδέσεις και υψηλές γνωριμίες, χωρίς να προέρχονται από γνωστές ή πλούσιες οικογένειες μπορούν, αν τους ευνοήσει η τύχη,  να πετύχουν επαγγελματικά, να αποκτήσουν δύναμη και περιουσία. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην Ευρώπη, τουλάχιστον την περίοδο όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας, στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αμερική η κοινωνική διαστρωμάτωση δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην επαγγελματική εξέλιξη και την οικονομική ευημερία και αυτό από μόνο του φέρνει έναν αέρα ανανέωσης και ελπίδας, προσφέροντας τη δυνατότητα σε ανθρώπους κάθε τάξης και εθνικής καταγωγής να διακριθούν σε κάποιον τομέα.

Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου ο ρυθμός μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ αυξάνεται σταθερά. Ανάμεσα στο 1816 και στο 1850 περίπου 4.000.000 Ευρωπαίοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Μετά το 1860 και ειδικά μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η οικονομία της Αμερικής πραγματικά απογειώνεται. Σχεδόν όλοι οι μετανάστες -που προέρχονται κυρίως από την Κεντρική και Νότια Ευρώπη, όπως Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ιρλανδία, Τσεχία, Ρωσία, Ελλάδα, αλλά και από το Μεξικό την Κίνα και την Ιαπωνία-  μπαίνουν στην οικονομική ζωή της χώρας είτε ως ανειδίκευτοι εργάτες είτε ως τεχνίτες που έχουν κάποια εξειδίκευση. Οι συνθήκες εργασίας είναι άσχημες, οι ώρες εργασίας ατέλειωτες, οι μισθοί χαμηλοί, και τα δικαιώματα ελάχιστα.

Η δουλειά των ξένων είναι να εργάζονται στους δρόμους, στα κτίρια που ανοικοδομούνται και στους σιδηροδρόμους υπό όλες τις καιρικές συνθήκες, -κάτω από το χιόνι ή τον καυτό ήλιο-, να περνούν ατελείωτες ώρες στα εργαστήρια και τα εργοστάσια ή να χώνονται στο ανθυγιεινό  περιβάλλον των στοών, των χυτηρίων και των υπονόμων. Ειδικά στα ορυχεία οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες και τα ατυχήματα αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Σε λίγα μόλις χρόνια, από το 1910 μέχρι το 1913, 618 ανθρακωρύχοι έχασαν τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα και χιλιάδες τραυματίστηκαν.

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη για τις πιο ευάλωτες ομάδες που καταλαμβάνουν τις κατώτερες θέσεις στην παραγωγική διαδικασία και δεν έχουν καμία διαπραγματευτική δύναμη- αναφέρομαι στους μαύρους, τις γυναίκες και τα παιδιά. Είναι άλλωστε η εποχή της παιδικής εργασίας, της υψηλής παιδικής θνησιμότητας και της οικογενειακής εγκατάλειψης, η εποχή που χιλιάδες ανήλικα μόλις 10, 8, ή και 6 ετών υπομένουν στωικά τα εξαντλητικά ωράρια και την σκληρή χειρωνακτική εργασία για ένα πιάτο φαΐ.

Αρκετές φορές τα ίδια τα παιδιά που έχουν εγκαταλειφθεί από τον πατέρα τους, αποφασίζουν να υποστηρίξουν οικονομικά την μητέρα τους ώστε να παραμείνει ενωμένη η οικογένεια, αναζητώντας εργασία σε πλούσια σπίτια ή μαγαζιά, καταλήγοντας όμως συνήθως να δουλεύουν σε εργοστάσια και ανθρακωρυχεία. Ας μην λησμονούμε ότι έως πολύ πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία, τα παιδιά θεωρούνταν απλώς ενήλικες εν αναμονή: χωρίς δικαιώματα, αλλά με υποχρεώσεις.

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Λιούις Χάιν πρωτοπόρος σε δύο κλάδους φαινομενικά ετερόκλητους, τη φωτογραφία και την κοινωνιολογία, ταξίδεψε χιλιάδες μίλια της αμερικάνικης ηπείρου, φωτογραφίζοντας παιδιά που εργάζονταν σε λαϊκές αγορές, οικοδομές, εργοστάσια και ανθρακωρυχεία, αποτυπώνοντας την έτερη, λιγότερο ευχάριστη, όψη του «αμερικάνικου ονείρου».

Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται ο κεντρικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Ισμαήλ, που μετονομάζεται από την στιγμή που φτάνει στην Αμερική σε Ηρακλή Συναξάκη. Ο Ηρακλής παραμένει κάποια χρόνια στη Νέα Υόρκη όπου αναγκάζεται να εργαστεί ως ρεσεψιονίστας σε έναν οίκο ανοχής υπό τη διεύθυνση ενός επιτήδειου Έλληνα, ενώ παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές του στο ωδείο και μαθαίνει κιθάρα. Όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δουλειά στον οίκο ανοχής μην αντέχοντας άλλο να γίνεται μάρτυρας της κατάφορης εκμετάλλευσης των γυναικών από το αφεντικό και της κακοποίησής τους από τους πελάτες, θα εργαστεί για ένα διάστημα στην εφημερίδα της ομογένειας Ατλαντίς και θα έχει την ευκαιρία να επισκεφθεί και άλλες πολιτείες ως ανταποκριτής, αποκτώντας από πρώτο χέρι γνώση για τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων μεταναστών.

Αυτές οι δύο εργασίες θα γίνουν η αφορμή για να ευαισθητοποιηθεί ο Ηρακλής κοινωνικά, να αποκτήσει ταξική συνείδηση και πολιτική ταυτότητα, να ενδιαφερθεί για τον σοσιαλισμό και μέσω της γνωριμίας του με σημαντικές μορφές του συνδικαλιστικού κινήματος να εμπλακεί σταδιακά με τους αγώνες του συνδικάτου των ανθρακωρύχων.

Οι λευκοί άνδρες και ειδικότερα οι ειδικευμένοι τεχνίτες που είχαν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στους εργοδότες κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι οι εργάτες μόνο ενωμένοι, χωρίς να υπάρχουν διακρίσεις φυλής και εθνικότητας, μπορούν να αντιμετωπίσουν τους συσπειρωμένους εργοδότες και άρχισαν να δημιουργούν τοπικά σωματεία.

Στο μυθιστόρημα υπάρχουν αρκετές αναφορές στους Έλληνες απεργοσπάστες οι οποίοι προκαλούν το μένος των υπόλοιπων μεταναστών αφού η περιορισμένη ταξική τους συνείδηση δεν τους επιτρέπει να καταλάβουν ότι η μόνη λύση απέναντι στην σκληρότητα και την εκμετάλλευση των εργοδοτών είναι η δική τους αλληλεγγύη και ενότητα.

Το 1866 δημιουργούνται σύνδεσμοι για την διεκδίκηση του οκταώρου, ενώ αρχίζουν να διοργανώνονται συγκεντρώσεις και πολυπληθείς πορείες εργατών σε όλη τη χώρα. Την ίδια χρονιά ιδρύεται η Εθνική Ένωση Εργασίας η οποία στην ιδρυτική της διακήρυξη υπογράμμιζε ότι το οκτάωρο ήταν ζωτικής σημασίας για την υγεία και ευημερία των εργαζομένων. Όμως οι εργοδότες αρνήθηκαν να σεβαστούν τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και απαίτησαν από αυτούς να εφαρμόσουν τις καθιερωμένες 10 και 11 ώρες δουλειάς. Την 1 η Μαΐου 1867, στο Σικάγο χιλιάδες εργάτες διαδήλωσαν για να γιορτάσουν την εφαρμογή του οκτάωρου και την επόμενη μέρα ξεσπάει γενική απεργία που θα διαρκέσει μήνες ενώ θα ακολουθήσουν μεγάλες κινητοποιήσεις στη Βαλτιμόρη, το Πίτσμπουργκ και αλλού.

Ερχόμαστε τώρα στα ορυχεία του Κολοράντο και πιο συγκεκριμένα στο Λάντλοου όπου διαδραματίζονται τα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος, Ο Αμερικάνος. Έχουμε αφήσει τον ήρωά μας στη Νέα Υόρκη όπου ο Ηρακλής γνωρίζει για πρώτη φορά τον έρωτα στο πρόσωπο της σαγηνευτικής Ιταλο-ιρλανδέζας δασκάλας της μουσικής μα το άδοξο τέλος της ερωτικής σχέσης τους συμπίπτει με ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός το οποίο θα ωθήσει τον ήρωά μας να εγκαταλείψει την μεγαλούπολή που τόσο αγαπά και να βιώσει ακόμα μία φορά την ζωή του φυγά.  Η περιήγησή του Ηρακλή σε διάφορες αμερικανικές πολιτείες, καταλήγει στο Ντένβερ του Κολοράντο. Εκεί θα απεκδυθεί την ταυτότητα του Ηρακλή Συναξάκη και θα αρχίσει να χρησιμοποιεί το όνομα Έρκ με το οποίο θα γίνει γνωστός τόσο στους κύκλους των συνδικαλιστών, όσο και στην καινούρια του δουλειά στο μεγαλύτερο γραφείο ευρέσεως εργασίας της περιοχής, υπό τη διεύθυνση του αδίστακτου Λεωνίδα Σκλήρη, δεινού εκμεταλλευτή των οικονομικών μεταναστών που καταφτάνουν για δουλειά στα ορυχεία από κάθε μεριά της Ευρωπαϊκής ηπείρου.

Η ευκολία με την οποία ο ήρωας αλλάζει ταυτότητες, αποτελεί απόδειξη της βαθύτερης επιθυμίας του να επιβιώσει πάση θυσία, να γίνει αποδεκτός και να ενσωματωθεί στο περιβάλλον. Στα ανθρακωρυχεία του Κολοράντο εργάζονταν πάνω από 13.000 χιλιάδες ανθρακωρύχοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία μετανάστες από τη Νότια και Ανατολική Ευρώπη και ανάμεσά τους περίπου 350 Έλληνες. Πολλοί από αυτούς -τους Έλληνες- είχαν μεταφερθεί εκεί ως απεργοσπάστες στη μεγάλη απεργία του 1903.

 

Νίκος Αραπάκης

 

Το Λάντλοου ήταν ο  μεγαλύτερος καταυλισμός απεργών στον οποίο έμεναν σε παραπήγματα 1200 ανθρακωρύχοι με τις οικογένειές τους και ανάμεσά τους και οι Έλληνες απεργοί. Αρχηγός του καταυλισμού ήταν ο συνδικαλιστής Λούις Τίκας,  μετανάστης από τη Λούτρα Ρεθύμνου. Εκεί στις σκηνές που είχαν στήσει οι ανθρακωρύχοι στο Λάντλοου αποφάσισε να μείνει και ο ήρωάς μας ο Έρκ με την νέα του σύντροφο, μια όμορφη κοπέλα κινεζικής καταγωγής, προκειμένου να συμπαρασταθούν στους ανθρακωρύχους. Ο Έρκ και η Γου Λι γνωρίστηκαν στο τεϊοποτείο που διατηρούσε η οικογένειά της και έγιναν αχώριστοι με αποτέλεσμα η νεαρή γυναίκα να τον ακολουθεί στις περιπλανήσεις του, να ασπάζεται την ιδεολογία του και να λαμβάνει μέρος σε συνδικαλιστικές δράσεις.

Η απεργία στο Λάντλοου κρατούσε ήδη μήνες όταν κορυφώθηκε η σύγκρουση το Πάσχα του 1914 στις 20 Απριλίου. Ο ιδιωτικός στρατός των εργοδοτών μαζί με την Εθνοφρουρά, εκμεταλλευόμενοι την εορταστική ατμόσφαιρα και την χαλάρωση των μέτρων περιφρούρησης των απεργών, επιτέθηκαν χωρίς καμία πρόκληση και έβαλαν φωτιά στον καταυλισμό του Λάντλοου.

Το Λάντλου αποτέλεσε ένα ορόσημο για το εργατικό κίνημα, αφού χάρη στην απεργία και τα επεισόδια που σημειώθηκαν εκεί η αμερικανική κοινή γνώμη ευαισθητοποιήθηκε σχετικά με τις συνθήκες εργασίας των ανθρακωρύχων στο Κολοράντο και σε όλη τη χώρα, το απεργιακό κίνημα φούντωσε, οι μετανάστες συμμετείχαν πλέον ενεργά σε αυτό και εκατομμύρια από αυτούς εντάχθηκαν σταδιακά στα σωματεία των βασικών βιομηχανικών κλάδων. Είναι λοιπόν εξαιρετικά εύστοχη η επιλογή του συγγραφέα να τοποθετήσει τα τελευταία κεφάλαια της ιστορίας του στο Λάντλοου.

Κάποιοι μπορεί να αναρωτηθούν: γιατί να διαβάσουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο για την εποχή των μεγάλων μεταναστευτικών ροών στην Αμερική και όχι τα συναφή δοκίμια και τις ιστοριογραφικές μελέτες; Δεν θα έπρεπε να μας αρκεί η επιστημονική προσέγγιση; Γιατί να ασχοληθούμε με την λογοτεχνική οπτική την στιγμή που μπορούμε να πληροφορηθούμε τα ιστορικά γεγονότα;

Μα για τους ίδιους λόγους που υπάρχουν ιστορίες και μύθοι που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, για τον ίδιο λόγο που απολαμβάνουμε να διηγούμαστε ιστορίες ο ένας στον άλλο. Είναι πιο εύκολο για τον αναγνώστη να κατανοήσει εις βάθος τα γεγονότα, να ευαισθητοποιηθεί, αν ταυτιστεί με συγκεκριμένους ήρωες και τις προσωπικές ιστορίες τους, αν βάλει τον εαυτό του στη θέση τους, αν νιώσει έντονα συναισθήματα και αν επιτρέψει στην ενσυναίσθηση του να καλλιεργηθεί.

Δεν είναι σίγουρα τυχαίο ότι το κοινό σήμερα βρίσκει τόσο συναρπαστικά τα ιστορικά μυθιστορήματα, καθώς επιδιώκει εκτός από την εντρύφηση στα γεγονότα και τα ιστορικά στοιχεία να κατανοήσει και τα συναισθήματα που μπορεί να γεννήθηκαν στους ανθρώπους που τα βίωσαν, τα διλήμματα και τις επιλογές που μπορεί να τους παρουσιάστηκαν, και τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις πράξεις τους.

Επιτυγχάνει ο Νίκος Αραπάκης να κατασκευάσει ένα αξιόλογο κείμενο παντρεύοντας αρμονικά την ιστορία με τη λογοτεχνία; Η απάντηση είναι σίγουρα θετική. Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι ιδιαίτερα καλοδουλεμένη με αποτέλεσμα το βιβλίο να διαβάζεται απνευστί. Οι δε διάλογοι είναι αληθοφανείς και φυσικοί χωρίς επιτήδευση. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης διευκολύνεται να κατανοήσει εις βάθος τον τρόπο σκέψης, την νοοτροπία και τα κίνητρα πίσω από τις επιλογές των ηρώων με αποτέλεσμα οι χαρακτήρες να είναι ιδιαίτερα πειστικοί και να έχουν οι πράξεις τους ψυχολογική συνέπεια. Η αναλογία ιστορικών γεγονότων και επινόησης είναι ισορροπημένη, ο συγγραφέας μας δίνει όλα τα στοιχεία, εξηγώντας τις πράξεις των ηρώων με βάση τον χαρακτήρα τους, τις συνθήκες της ζωής τους και το παρελθόν τους – τίποτα δεν μένει στον αέρα, κάθε αποτέλεσμα έχει τις αιτίες του, κάθε κίνηση επεξηγείται και τοποθετείται στο σωστό της πλαίσιο.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που αν και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία, επιτυγχάνει να μην γίνει μελό και να μην αναλωθεί στο εμπόριο ευαισθησίας. Ο αναγνώστης νιώθει αναμφισβήτητα συγκίνηση για τα όσα συμβαίνουν στους ήρωες και είναι δύσκολο να αποφύγει την ταύτιση με κάποιους από αυτούς, αλλά αυτό οφείλεται τόσο στον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφούνται οι προσωπικότητες των ηρώων, όσο και στην ακριβή απεικόνιση των γεγονότων.

Η ιστορία χαρακτηρίζεται από έντονο σασπένς: όπου χρειάζεται ο ρυθμός της δράσης είναι καταιγιστικός, ενώ σε κάποια άλλα σημεία η έμφαση τοποθετείται στην εσωτερική εξέλιξη, στις σκέψεις και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, όπου ο ρυθμός γίνεται λίγο πιο αργός δίνοντας στους αναγνώστες την ευκαιρία να κατανοήσουν τα κίνητρα τους, χωρίς να λείπουν οι ανατροπές και οι εκπλήξεις.

Ο Νίκος Αραπάκης δείχνει την ίδια αγάπη προς τους αντρικούς και τους γυναικείους χαρακτήρες της ιστορίας, καταφέρνοντας να φωτίσει την ιδιαίτερη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή, είτε μέσα από παρουσίες που κινούνται στη σκιά, -όπως βλέπουμε στην περίπτωση της μητέρας και των αδερφών του νεαρού Ισμαήλ στην Κρήτη, των συζύγων των ανθρακωρύχων ή στην διακριτική παρουσία της Γου Λι – είτε μέσα από τον αγώνα των γυναικών να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους στην αξιοπρεπή εργασία και σε έναν καλύτερο τρόπο ζωής – έχουμε τα παραδείγματα των εργαζόμενων στον οίκο ανοχής και την πορεία τους προς την χειραφέτηση, το πρότυπο της απελευθερωμένης ερωτικά  δασκάλας της μουσικής, αλλά και τη δυναμική φιγούρα της συνδικαλίστριας Μάνας Τζόουνς, μιας γυναίκας σύμβολο για την εποχή της.

Αρκετοί αναγνώστες μπορεί να εντοπίσουν σε κάποια από τα περιστατικά που περιγράφονται στο βιβλίο αντιστοιχίες και με την πιο πρόσφατη Ευρωπαϊκή ιστορία: στο μυθιστόρημα βλέπουμε ότι το κράτος λειτουργεί σαν μία συμμορία που χρησιμοποιεί τη βία για να καταστείλει την απεργία των ανθρακωρύχων δίχως δεύτερες σκέψεις, πως οι οικονομικοί μετανάστες θεωρούνται άτομα Β΄ κατηγορίας που δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους ιθαγενείς Αμερικάνους, όπως ισχύει και για τις γυναίκες και τα παιδιά. Αν και ευτυχώς πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε και στην Αμερική και στον υπόλοιπο κόσμο, η ιστορία του Αμερικάνου αποτελεί μια καλή αφορμή για να σκεφτούν οι αναγνώστες και τα θέματα της επικαιρότητας, όπως τον ρατσισμό σε κάθε του μορφή και εκδοχή, το μεταναστευτικό ζήτημα, τα εργασιακά δικαιώματα, τη σχέση του κράτους με τη βία, τα δικαιώματα των ευάλωτων ομάδων, την αύξηση των γυναικοκτονιών, τη βία στις πόλεις, την διαφορετικότητα και το μπούλινγκ.

Το παρελθόν είναι μία ξένη χώρα στην οποία δύσκολα έχουμε πρόσβαση. Βιβλία όπως Ο Αμερικάνος μας προσφέρουν ένα διαβατήριο για να το επισκεφθούμε, για να συνδέσουμε το τότε με το τώρα, ακόμα και για να εξετάσουμε την καθημερινότητά μας σε κοινωνικό, πολιτικό, προσωπικό επίπεδο κάτω από ένα διαφορετικό φως. Ο Αμερικάνος είναι ένα μυθιστόρημα συναρπαστικό που αξίζει όχι μόνο να διαβαστεί αλλά και να συζητηθεί.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top