Fractal

Μέσα απ’ τα μάτια των άλλων

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

Jpeg

 

Roderick Beaton: “ΕΛΛΑΔΑ – Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους”, Μετάφραση: Γεώργιος- Μενέλαος Αστερίου, Εκδόσεις Πατάκη

 

Τον συγγραφέα τον γνωρίζουμε από προηγούμενα,
ιδιαίτερα σημαντικά βιβλία του.
Τον ξεχωρίζω, όμως,
και για την ειλικρινή του αγάπη για την Ελλάδα,
μια αγάπη που την εκφράζει ποικιλότροπα.
Διαβάζω στην εισαγωγή του:
«…το 2016 το ‘‘Brexit’’ είχε γίνει
η συχνότερα χρησιμοποιούμενη νέα λέξη
στη βρετανική αγγλική γλώσσα.
Όμως προηγήθηκε το ‘‘Grexit’’.
Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που αντιμετώπισαν
αυτή την υπαρξιακή επιλογή.
Και την ξεπέρασαν.
Στην σύγχρονη εποχή οι Έλληνες ήταν συχνά οι σκαπανείς,
και αυτό είναι ένα από τα επιχειρήματα τούτου του βιβλίου…»

 

Είναι Άγγλος, χωρίς να έχει κάποιον οικογενειακό δεσμό με την Ελλάδα. Όμως λατρεύει την χώρα μας, τόσο που είθε να την λάτρευαν το ίδιο όλοι οι Έλληνες, και το ομολογεί: «…δεν ισχυρίζομαι ότι γράφω χωρίς πάθος. Πιστεύω – πράγματι με πάθος – ότι η Ελλάδα και η σύγχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους έχουν σημασία πολύ πέρα από τα όρια της παγκόσμιας ελληνικής κοινότητας».

Καθηγητής από το 1981 μέχρι το 2018 της σύγχρονης και βυζαντινής ιστορίας, γλώσσας και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου, στο οποίο και από το 1988 κατείχε την έδρα Κοραή τού Κέντρου Ελληνικών Σπουδών.

Στις 9/9/2019 τιμήθηκε με την αναγόρευσή του σε Ταξιάρχη τού Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπιο Παυλόπουλο.

Ο λόγος, λοιπόν, για έναν διανοούμενο, ελληνιστή, τεράστιου βάρους, με έργο κολοσσιαίων διαστάσεων. Κάποια απ’ αυτά:

«Η ιδέα τού έθνους στην ελληνική λογοτεχνία» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015).

«Εισαγωγή στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία» (Νεφέλη, 1996).

«Γιώργος Σεφέρης: περιμένοντας τον άγγελο» (Ωκεανίδα 2003).

«Ο Καζαντζάκης μοντερνιστής και μεταμοντέρνος» (Καστανιώτης 2009).

«Ο πόλεμος του Μπάιρον» (Πατάκης, 2015).

«Τα παιδιά της Αριάδνης» (Καστανιώτης, 1999).

Πλέον, οι «Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ» κυκλοφορούν το βαρυσήμαντο έργο του «ΕΛΛΑΔΑ – Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους», πεντακοσίων σελίδων, με πλήθος σημειώσεων και βιβλιογραφικών αναφορών. Έργο σταθμός, κατ’ εμέ.

 

Roderick Beaton

 

Επέλεξα να δώσω στη δημοσιότητα το μικρό μου σημείωμα σήμερα, 29 Μαΐου, ημέρα οδύνης για τον ελληνισμό, ημέρα κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη «εάλω» και ο ελληνισμός ξεκινούσε το ταξίδι του στην κατασκότεινη νύχτα τής Οθωμανικής σκλαβιάς.

Από αυτήν την νύχτα ξεκινά και ο Roderick Beaton το ταξίδι του στο σώμα τού ελληνικού έθνους και πιο συγκεκριμένα από το 1718, κατά το οποίο ορίζονται τα σύνορα της χριστιανικής Ευρώπης με την μουσουλμανική Τουρκία, με βάση την συνθήκη τού Πασσάροβιτς που υπέγραψαν οι Αμβούργοι και οι Οθωμανοί τον Ιούλιο του 1718.

Είναι η εκατονταετία κατά την οποία εμφανίζονται οι πρώτοι Έλληνες διανοούμενοι. Ο Roderick Beaton κάνει αναφορά στον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Νικηφόρο Θεοτόκη, τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, τον Γεώργιο Φατζέα, τον Δανηιήλ Φιλιππίδη, τον Γρηγόριο Κωνσταντά, επισημαίνοντας πως «Τη δεκαετία του 1780 συγγραφείς που έγραφαν στην ελληνική γλώσσα άρχισαν να αναφέρονται στον λαό τους ως ‘‘έθνος’’ δίνοντας στη λέξη τη νέα σημασία την οποία αποκτούσε τότε στη Δύση».

Με ιδιαίτερη σχολαστικότητα στέκεται στους ξένους ταξιδιώτες και περιηγητές, τονίζοντας τη σημασία που είχαν οι καταγραφές και οι εντυπώσεις τους στα κράτη τής Ευρώπης. Σταματώ στην αναφορά του στον Γερμανό Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν, ο οποίος χωρίς να επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα, έγραψε το περίφημο για την εποχή του «Ιστορία της τέχνης της αρχαιότητας» «που εκδόθηκε το 1764» και «που δημιούργησε γρήγορα ένα σύνολο ιδεών για τους αρχαίους Έλληνες το οποίο θα ρίζωνε στη συνείδηση των ευρωπαϊκών ελίτ για πάνω από μισό αιώνα».

Εντυπωσιακά προσεκτική είναι η αναφορά τού Roderick Beaton στην εθνολογική καταγωγή τών Ελλήνων, με ιδιαίτερα μνεία στους Σαρακατσάνους, στα Δημοτικά Τραγούδια, στους θρύλους και τις λαϊκές παραδόσεις.

 

Κάθε σελίδα τού βιβλίου είναι πλούτος πληροφοριών και σοφών ιστορικών κρίσεων, για τις οποίες παρατίθεται πλήθος βιβλιογραφικών πηγών. Η παρουσίαση των διεργασιών που κυριαρχούσαν στις πολιτικές διεργασίες στα τέλη του 18ου αιώνα, διαφωτίζουν πλήρως τον αναγνώστη για τα προεπαναστατικά χρόνια, την γέννηση του «Ανατολικού Ζητήματος», τις εξεγέρσεις τού Πασβάνογλου και του Αλή Πασά, αλλά και τις ιδέες του Ρήγα Φεραίου. Αναφερόμενος στον τελευταίο και στην «Ελληνική Δημοκρατία» του, τονίζει:

«…ήταν μια προσπάθεια να αξιοποιήσει κάτι που υπήρχε πραγματικά με την μορφή τής ‘‘ορθόδοξης κοινοπολιτείας’’. Αυτήν την εποχή το κύρος της ελληνικής γλώσσας ως της κοινής γλώσσας της παιδείας ήταν πλήρως αποδεκτό σε όλες της ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας και σε μεγάλα τμήματα της Ανατολίας…»

Επισημαίνει δε πως «ο Ρήγας χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τη λέξη ‘‘έθνος’’», αλλά και άλλες πρωτοπόρες ιδέες του, όπως την στράτευση των γυναικών, την πολυπολιτισμικότητα των πόλεων, και τον κυρίαρχο ρόλο του Ελληνισμού στην νέα πραγματικότητα, που θα προέκυπτε.

Από τον Ρήγα Φεραίο, ο Roderick Beaton περνά στον Κοραή, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον σημαντικότερο πνευματικό αρχιτέκτονα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Τονίζει την αδιαμφισβήτητη αλήθεια, γράφοντας ότι «Ο Κοραής συνέδεε την ελευθερία με την καταγωγή του έθνους… […] …για τον Κοραή το έθνος προσδιορίζει η κληρονομιά του, αντίληψη που παρεμπιπτόντως εξηγεί γιατί αφιέρωσε μεγάλο μέρος της πνευματικής του ενέργειας στην ελληνική γλώσσα, επιμένοντας ότι ‘‘η γλώσσα είναι εν από τα πλέον αναπαλλοτρίωτα του έθνους κτήματα’’. Επίσης αναγνωρίζει στον Κοραή την εισαγωγή των όρων «πολιτισμός», «αναγέννηση», «αφύπνιση» και «ηθική επανάσταση».

Επόμενος σημαντικός σταθμός για τον Roderick Beaton είναι η εμφάνιση του ονόματος «Έλληνες», που γίνεται με την «Ελληνική Νομαρχία του Ανωνύμου, στην οποία «οι σύγχρονοι δεν ήταν πια απλώς οι απόγονοι των Ελλήνων, όπως ήταν για τον Κοραή και τον Ρήγα. Δεν ήταν ούτε οι ‘‘νέοι’’ ή ‘‘σύγχρονοι’’ Έλληνες, όπως είχαν γίγει στη Γεωγραφία νεωτερική των Φιλιππίδη και Κωνσταντά το 1791. Ήταν Έλληνες. Σήμερα μπορεί να είναι δύσκολο για εμάς να εκτιμήσουμε πόσο σημαντικό ήταν αυτό το βήμα το 1806. Στην πραγματικότητα μετέφερε στην ελληνική γλώσσα μια κλασική από καιρό χρήση στις γλώσσες της υπόλοιπης Ευρώπης, στις οποίες η λέξεις ‘‘Ελλάδα’’ και ‘‘’Έλληνες’’ εξέφραζαν έναν ιστορικό πολιτισμό, μια γεωγραφική περιοχή και τους τωρινούς κατοίκους της».

Εξετάζοντας όλα τα προεπαναστατικά κείμενα, ο Roderick Beaton, αναρωτιέται: «Πόσο μεγάλες επιπτώσεις μπορούσαν να έχουν αυτές οι ιδέες;», όταν τυπώνονταν σε λίγα αντίτυπα, τα οποία σχεδόν στο σύνολό τους κυκλοφορούσαν μόνο στην Ευρώπη. Και με τον προβληματισμό αυτό οδηγείται ξανά στους ξένους περιηγητές και φιλέλληνες οι οποίοι πλήθαιναν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Δίνοντας στο υποκεφάλαιο αυτό τον τίτλο «Κάτι αναπτύσσεται στο σκοτάδι», περνά στον Μπάιρον και στον Χόλλαντ, και στην «Φιλική Εταιρεία», για την οποία αποφαίνεται πως «δεν ήταν με κανέναν τρόπο μαζικό κίνημα. Όμως το σημαντικό είναι ότι ήταν οργάνωση αφοσιωμένη στον στόχο της επανάστασης».  

 

Τι ήταν για τον Roderick Beaton η Επανάσταση του 1821; «Πολύ απλά, ήταν λουτρό αίματος. […] Όταν άρχισαν οι σκοτωμοί, ξέσπασε ένας παροξυσμός, εκδήλωση συλλογικής οργής και φόβου, που καμιά δύναμη πάνω στη γη θα μπορούσε να ελέγξει…»

Μέσα απ’ αυτό το λουτρό αίματος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ιστορία το φαινόμενο της εθελούσιας ένταξης σε ένοπλα σώματα, αλλοδαπών, που πίστευαν πως η ελευθερία του άλλου, αφορά και την δική τους ελευθερία. Τονίζει πως, οι φιλέλληνες που έσπευσαν και έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους στον αγώνα, είχαν ως κίνητρο «…το χρέος που θεωρούσαν ότι όφειλαν στην χώρα από την οποία προερχόταν ο πολιτισμός τους. Αυτό εννοούσε ο Σέλλεϋ με την αξιομνημόνευτη φράση του ‘‘Είμαστε όλοι Έλληνες’’ λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης στην Ελλάδα. Οι Οθωμανοί έφραζαν τον δρόμο στην αναδυόμενη νέα Ευρώπη, η οποία οικοδομούνταν σε κλασικά θεμέλια, που οι φιλέλληνες θεωρούσαν δικά τους, Σε αυτό το κάλεσμα ανταποκρίθηκαν…»

Με ψύχραιμο βλέμμα εξετάζει τις διεργασίες που προηγήθηκαν του Πρωτοκόλλου τού Λονδίνου, με το οποίο δόθηκε η ανεξαρτησία στην Ελλάδα, στις 3/2/1830. Τι σήμαινε αυτό, όχι τόσο για την Ελλάδα, όσο για την Ευρώπη; Η άποψη του Roderick Beaton:

«Με την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας το 1830, μια νέα δυναμική εκδηλώθηκε στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική: η δυναμική του έθνους – κράτους. Έναν χρόνο αργότερα θα αναγνωριζόταν το δεύτερο έθνος – κράτος της ηπειρωτικής Ευρώπης, το Βέλγιο, υπό τον βασιλιά Λεοπόλδο. Οι ευρείες και σημαντικές επιπτώσεις αυτής της αλλαγής θα άρχιζαν να γίνονται φανερές μόλις το 1848, τη χρονιά των επαναστάσεων σε όλη την Ευρώπη. Μόνο με την επιτυχή ‘‘ενοποίηση’’ της Ιταλίας και της Γερμανίας τη δεκαετία του 1860 θα άρχιζε το έθνος-κράτος να αναδεικνύεται ως το νέο πρότυπο, το οποίο θα σάρωνε τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου και θα αποδείκνυε την ανθεκτικότητά του κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα…

»Η Ελλάδα ήταν ο σκαπανέας».

 

 

Ανατέμνοντας με ιδιαίτερη λεπτότητα τα πρώτα χρόνια του νέου κράτους, εξετάζει όλες τις ιστορικές παραμέτρους που συνόδευσαν την ενηλικίωσή του. Στέκεται σε ιδιαίτερο σεβασμό στην εθνική προσφορά τού Ζαμπέλιου και του Παπαρρηγόπουλου, τονίζοντας πως: «Το γεγονός ότι ο Παπαρρηγόπουλος έγραψε ότι η ιστορία του ελληνικού ‘‘έθνους’’ ως συνεχές αφήγημα μιας συνεχούς διαδικασίας ιστορικής εξέλιξης είναι ένα μοναδικό επίτευγμα…». Επικροτεί δε την άποψη του Κιτρομηλίδη, γράφοντας πως: «…εξυμνεί δίκαια αυτό το έργο ως ‘‘το σημαντικότερο πνευματικό επίτευγμα της Ελλάδας του 19ου αιώνα’’».

Οι διεργασίες στα Βαλκάνια, η γέννηση της Μεγάλης Ιδέας, ο Πανσλαβισμός, ο ρόλος τού Γεωργίου Α΄, το Κρητικό Ζήτημα, η χρεωκοπία επί Τρικούπη, η καθιέρωση και τέλεση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, ο άτυχος πόλεμος του 1897 και όλα όσα διαδραματίστηκαν στην χώρα και στην ευρύτερη περιοχή μέχρι την είσοδό της στον 20ο αιώνα, είναι κεφάλαια που ξεχωρίζουν για την μετριοπάθειά τους και τη δίκαιη ιστορική κρίση.

«Ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος – γράφει – είχαν καλύψει το κενό των χαμένων αιώνων που χώριζαν την κλασική εποχή από τη σύγχρονη. Οι Έλληνες είχαν ανακαλύψει εκ νέου το Βυζάντιο. Τώρα το ελληνικό έθνος ήταν κάτι παραπάνω από μια ηθελημένη πράξη αναβίωσης, παρότι δεν ήταν πάντα αγαθών προθέσεων και ούτε ολοκληρώθηκε θριαμβευτικά. Ό,τι κι αν σήμαινε για τον κόσμο του αθλητισμού η αναβίωση των αθλητικών αγώνων, για την Ελλάδα ήταν η αναβίωση μιας αναβίωσης, η ενσάρκωση μιας αντίληψης η οποία είχε φτάσει στο απόγειό της εξήντα χρόνια νωρίτερα».

 

Εξετάζοντας τον επόμενο, 20ο αιώνα, δεν περιορίζεται στις πολιτικές και στρατιωτικές ανασκοπήσεις, αλλά δίνει όλο το περίγραμμα της εποχής, περιγράφοντας την κοινωνική ζωή τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στην Αθήνα, την πνευματική ζωή, αλλά και την μετάλλαξη των ηθών.

Το Μακεδονικό, η επανάσταση των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη, ο Δραγούμης και ο Βενιζέλος, οι πολιτικές ανακατατάξεις στην Βουλγαρία και στην Αυστρία με την προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, η ανακίνηση του Κρητικού Ζητήματος, το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου και η καθοριστική εμφάνιση του Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή, απασχολούν τον Roderick Beaton, με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις. Στέκομαι σε κάποιες αναφορές του για τον Ελευθέριο Βενιζέλο:

«Ακόμα και σήμερα το όνομα και η κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου μπορούν να προκαλούν βαθιές διαιρέσεις στην Ελλάδα. Κανένας Έλληνας πολιτικός δεν κέρδισε τόσο μεγάλο σεβασμό μεταξύ των ηγετών των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής του. Κανένας, με την πιθανή εξαίρεση του Καποδίστρια, δεν προκάλεσε τόσο μεγάλη διάσταση απόψεων και τέτοια διαίρεση του λαού του. Μας αρέσει ή όχι, ο Βενιζέλος έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε για να αλλάξει τον φυσικό χάρτη της Ελλάδας για πάντα. Όμως δεν άλλαξε μόνο ο χάρτης. Οι αντιλήψεις και οι τρόποι σκέψης δεν θα ήταν ποτέ ξανά οι ίδιοι. Έναν αιώνα αργότερα οι συνέπειες αυτών των αλλαγών δεν έχουν εμπεδωθεί ακόμη πλήρως. Σε προσωπικό επίπεδο ο Βενιζέλος παραμένει ανεξιχνίαστος. Δεν άφησε ημερολόγιο ή ιδιωτικά έγγραφα που να μας επιτρέπουν να κάνουμε εικασίες για τις σκέψεις και τα κίνητρά του στην εξέλιξή τους. Ως πολιτικός συνδύαζε τις διπλωματικές δεξιότητες και την επιμονή του Μαυροκορδάτου με τη λαϊκή απήχηση ενός Κωλέττη ή ενός Δηλιγιάννη. Αυτά που οι αντίπαλοί του καταδίκαζαν ως ανεύθυνο και χωρίς αρχές καιροσκοπισμό, άλλοι τα θεωρούσαν πραγματισμό ενός ικανού τακτικιστή. Υπάρχει επίσης η αγιογραφική παρουσίαση, η οποία εξυμνεί με σχεδόν θρησκευτική πίστη τον Βενιζέλο ως οραματιστή Μεσσία, ως τον λυτρωτή του έθνους που τα επεξεργασμένα σχέδιά του θα είχαν θριαμβεύσει σε όλα τα πεδία αν δεν υπήρχε ο φθόνος των στενόμυαλων ανθρώπων. Όπως και αν αξιολογούμε σήμερα τη συμβολή του Βενιζέλου, είναι γεγονός για μια ολόκληρη γενιά η ελληνική κοινωνία θα ήταν πολωμένη ανάμεσα στους ‘‘βενιζελικούς’’ και τους ‘‘αντιβενιζελικούς’’».

Είναι ιδιαίτερο προσοχής το ότι ο Roderick Beaton αφιερώνει περισσότερες σελίδες στα ταραγμένα χρόνια του πρώτου τέταρτου του 20ου αιώνα, απ’ αυτές που αφιέρωσε για την ίδρυση του ελληνικού κράτους με την Επανάσταση του 1821. Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν άλλωστε μια διαρκής σύγκρουση με πολύ αίμα, μεγάλες απώλειες, αλλά και μεγάλα κέρδη. Μεγάλες καταστροφές, αλλά και μεγάλοι θρίαμβοι. Όλα αυτά σε μια κατάσταση ρευστή όσο ποτέ, που οδήγησε στον Διχασμό και στην Μικρασιατική Καταστροφή.

Μέσα σ’ αυτήν την ρευστή κατάσταση, η Ελλάδα είχε κληθεί να πάρει θέση. «Οι πιθανότητες να παραμείνει ανεπηρέαστη η Ελλάδα ήταν ελάχιστες. Για την ελληνική κυβέρνηση η επιλογή ήταν ανάμεσα στο να αδράξει την ευκαιρία και στο να ελαχιστοποιήσει μια απειλή. Και οι δυο επιλογές ήταν τεράστιας σημασίας και αφορούσαν την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Σε μια σύγκρουση γιγαντιαίων αυτοκρατοριών, ένα μικρό κράτος όπως η Ελλάδα, παρότι είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος, θα μπορούσε εύκολα να εξαφανιστεί», γράφει ο Roderick Beaton. Αυτό, τουλάχιστον, αποδείχθηκε ιστορικά από την έκβαση όλων αυτών των γεγονότων.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, όμως, και η άποψή του για τον Εθνικό Διχασμό, ως απόπειρα κατανόησής του, έστω:

«Όμως, όπως στις εσωτερικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1820, ο ‘‘Διχασμός’’ δεν αφορούσε μόνο κάποια άτομα και τους οπαδούς τους. Δεν ήταν απλώς μια αντιπαράθεση για την κυριαρχία ή για το δικαίωμα στην εξουσία. Ούτε αφορούσε στην ουσία την ορθολογική βάση της όποιας απόφασης, αφού και οι δυο αποφάσεις βασίζονταν σε λογικά θεμέλια, ακόμη κι αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να επιβληθούν δεν είχαν καμιά λογική. Η ίδια η φύση της επιλογής οδηγούσε αναγκαία στον διχασμό της Ελλάδας, επειδή ο ίδιος ο πόλεμος είχε διαιρέσει την ευρωπαϊκή ήπειρο και μαζί της τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η Ελλάδα, η οποία είχε δημιουργηθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες της δεκαετίας του 1820 και είχε αναπτυχθεί με τον τρόπο που γνωρίζουμε, δεν μπορούσε παρά να είναι ένας μικρόκοσμος αυτής της κατακερματισμένης ηπείρου και αυτού του διαιρεμένου πολιτισμού, που το ένα τμήμα του συγκρουόταν με το άλλο».

 

Όμως, όπως προανέφερα, ο Roderick Beaton δεν περιορίζεται μόνο στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της Ελλάδας, αλλά ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές τής ζωής τού έθνους. Στέκεται με θαυμασμό απέναντι στο πνευματικό θαύμα που συντελέστηκε στην εποχή τού Μεσοπολέμου, παρά τα δεινά που είχε υποστεί η χώρα με την Μικρασιατική Καταστροφή.

Από τις σελίδες του περνούν όλα τα μεγάλα αναστήματα που έδωσαν ρωμαλέα φωνή στο έθνος και το έβγαλαν έξω από τα στενά του σύνορα. Σεφέρης, Ελύτης, Καζαντζάκης, Θεοτοκάς, Πικιώνης, Τσαρούχης, Σκαλκώτας και πολλοί ακόμα μεγάλοι Έλληνες, έχουν τη θέση τους σ’ αυτήν την «Βιογραφία».

Στην πολιτική επισκόπηση του Μεσοπολέμου μπαίνει σε σχολαστικές αναφορές στον ταραγμένο κοινοβουλευτισμό, που διακοπτόταν από τα συχνά πραξικοπήματα, για να φτάσει στον Ιωάννη Μεταξά:

«…ήταν αφοσιωμένος στη στρατιωτική πειθαρχία, στην οποία είχε εκπαιδευτεί ως νεαρός επιτελικός αξιωματικός στη Γερμανία. Πολιτικά το κυρίαρχο ενδιαφέρον του ήταν πάντα η ακεραιότητα του ελληνικού κράτους. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Μεταξάς ήταν ο πιο συγκροτημένος υπέρμαχος της ουδετερότητας. Αργότερα, σχεδόν ο μόνος στη φιλοβασιλική παράταξη μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920, είχε ταχθεί εναντίον της συνέχισης του πολέμου στην Ανατολία. Μείγμα επιμονής και οξυδέρκειας, ο Μεταξάς ίδρυσε το δικό του πολιτικό κόμμα και το διατήρησε πεισματικά. Εξίσου ικανός πραγματιστής με τον Βενιζέλο, ήταν το πρώτο πολιτικό πρόσωπο στην αντιβενιζελική παράταξη που αποδέχτηκε την αβασίλευτη δημοκρατία, και ήταν επίσης ο πρώτος που την απαρνήθηκε όταν το ρεύμα μεταστράφηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών το 1935.

[… και]

»Ο Μεταξάς κατέληξε να απεχθάνεται ολόκληρο το κοινοβουλευτικό σύστημα έτσι όπως είχε εξελιχθεί στην Ελλάδα τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Από αυτήν την άποψη δεν ήταν με κανέναν τρόπο ο μόνος. Ο Βενιζέλος είχε καταλήξει στην πράξη στο ίδιο συμπέρασμα όταν έδωσε τις ευλογίες του στην απόπειρα του Πλαστήρα να καταλάβει την εξουσία με τη βία».

Ο Roderick Beaton αποδίδει την αναστολή τού κοινοβουλευτισμού στις 4 Αυγούστου του 1936 στον φόβο τού Μεταξά, όχι για την ανερχόμενη δύναμη του ΚΚΕ, αλλά για το σοβαρότατο ενδεχόμενο της σύγκρουσης των βενιζελικών με τους αντιβενιζελικούς στρατιωτικούς.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, επίσης, το ότι ο συγγραφέας αναδεικνύει την επιθυμία τού Μεταξά για συμμαχία με την Μεγάλη Βρετανία, παραθέτοντας τμήμα τής επιστολής του με την οποία είχε καταθέσει επίσημο αίτημα από τον Οκτώβριο του 1938, παρότι το καθεστώς του ήταν πλησιέστερα στην πολιτική Μουσολίνι και Χίτλερ.

Με εξαιρετική λεπτότητα θίγει την τραγωδία τού Εμφύλιου, επισημαίνοντας την απροθυμία τού Στάλιν να εμπλακεί στην αντιπαράθεση των εμπλεκόμενων:

«…ως μέρος της εμβρυϊκής ‘‘συμφωνίας των ποσοστών’’, ο Τσόρτσιλ απαίτησε την απόσυρση όλων των βουλγαρικών στρατευμάτων που ήταν ακόμη στην Ελλάδα. Ο Στάλιν διέταξε αμέσως την αποχώρησή τους…

[… και]

»Ο Στάλιν επέλεξε να μην αντιπαρατεθεί με τους Βρετανούς, ή αργότερα με τους Αμερικανούς, σε σχέση με την Ελλάδα για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίο εκατό χρόνια νωρίτερα ο τσάρος Νικόλαος Α΄ είχε επιλέξει να μην αντιπαρατεθεί με τις δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις στηρίζοντας τους στόχους του Κολοκοτρώνη και του ‘‘ρωσικού κόμματος’’. Τα γεγονότα είχαν δείξει επανειλημμένα ότι ο έλεγχος της Ελλάδας εξαρτιόταν από ισχυρή ναυτική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο…»

 

Τις εντυπωσιακά πολλές σελίδες που αφιερώνει στην ματωμένη δεκαετία 1940 – 49, ακολουθούν, από τον Μπήτον, οι αναφορές του στην δεκαετία τού 1950. Όπως και εξετάζοντας τα πράγματα του Μεσοπολέμου, ο συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον του και στις σφαίρες της κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά και του πολιτισμού, και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τονίζοντας την μεγάλη συνεισφορά στο διεθνές κύρος τής χώρας τόσο του Χατζιδάκι, όσο και του Θεοδωράκη.

Συνοπτικά, μεν, αλλά εύστοχα φτάνει την εξέταση της πλέον σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, ανατέμνοντας μέχρι και τα χρόνια τών μνημονίων για να κλείσει με έναν ιδιαίτερα ευμενή σχολιασμό για την χώρα που αγάπησε, ως δεύτερη πατρίδα του:

«Πριν από διακόσια χρόνια, τη δεκαετία του 1820, οι Έλληνες ήταν οι σκαπανείς οι οποίοι άνοιξαν πρώτοι τον δρόμο που θα οδηγούσε, από την παλιά Ευρώπη των μεγάλων αυτοκρατοριών, στην Ευρώπη των εθνών – κρατών την οποία γνωρίζουμε σήμερα. Κανένας δεν θα πρέπει να θεωρεί δεδομένο ότι στο μέλλον η Ελλάδα και οι Έλληνες θα συμπαρατάσσονται πάντα με τις αξίες, τις παραδόσεις και την πολιτική που τείνουμε να αποκαλούμε ‘‘δυτικές’’. Η γεωγραφία και σε κάποιο βαθμό επίσης η ιστορία μπορεί να ωθήσουν προς την άλλη κατεύθυνση. Όμως, καθώς οι Έλληνες προετοιμάζονται για να γιορτάσουν το 2021 τα διακοσιοστά γενέθλια του ελληνικού έθνους – κράτους, μπορούν να υπερηφανεύονται για ένα επίτευγμα που εξαρχής και από τη φύση του δεν πραγματοποιήθηκε με την απομόνωση, αλλά σε συνεργασία με άλλους Ευρωπαίους σε κάθε δύσκολο βήμα αυτού του δρόμου. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Και αυτό γιατί η ‘‘Ελλάδα’’, όπως και να την κατανοούμε ή την παρανοούμε, ήταν πάντα μέρος της σύγχρονης ταυτότητας της Ευρώπης».

 

Λάρισα, 31/5/2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top